| CreativeProtagon / Shutterstock
Θέματα

Τα social media όπως το τσιγάρο; Οχι ακριβώς

Το κάπνισμα σκοτώνει τους ανθρώπους μέσω θανατηφόρων ασθενειών. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κατηγορούνται για κάτι εξίσου ανησυχητικό αλλά πολύ λιγότερο άμεσο: οι αριθμοί δείχνουν μια απότομη αύξηση της κατάθλιψης και των αποπειρών αυτοκτονίας εφήβων τα τελευταία 15 χρόνια
Protagon Team

Πέρυσι τέτοιον καιρό, το υπουργείο Υγείας των ΗΠΑ εξέδωσε μια επίσημη ανακοίνωση προειδοποιώντας για ένα ζήτημα δημόσιας υγείας που απαιτεί την άμεση προσοχή του κοινού: «Σχεδόν όλοι οι έφηβοι στην Αμερική χρησιμοποιούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης», ανέφερε η έκθεση, «ωστόσο δεν έχουμε αρκετά στοιχεία για να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η χρήση τους είναι επαρκώς ασφαλής για αυτούς».

Σε απάντηση, η κυβέρνηση Μπάιντεν ανακοίνωσε μια νέα διυπηρεσιακή ομάδα εργασίας, η οποία ανέλαβε να καταλήξει σε μια σειρά συστάσεων για πολιτικές που θα βοηθήσουν στην «προστασία» των παιδιών.

Ηταν σαφές: μια τέτοια διαδικασία και ένας προσεκτικός έλεγχος των εικαζόμενων επιπτώσεων που έχει στους ανηλίκους η χρήση των social media έβαζε τις λεγόμενες Big Tech (κυρίαρχες εταιρείες στον κλάδο των Τεχνολογιών της Πληροφορικής) στο στόχαστρο, με ενδεχόμενες νομικές επιπλοκές και σίγουρα αποτελούσε ένα σοβαρό πρόβλημα δημοσίων σχέσεων, όπως σημείωνε προ μηνών, στο περιοδικό The Atlantic, η Κέιτλιν Τίφανι, δημοσιογράφος και συγγραφέας του «Everything I Need I Get from You: How Fangirls Created the Internet as We Know It», ενός από τα πιο σημαντικά βιβλία του 2022 σύμφωνα με τους βιβλιοκριτικούς των New York Times, The New Yorker, Pitchfork, Vanity Fair και TIME.

Τα τελευταία χρόνια, εξάλλου, ο παραλληλισμός με τo κάπνισμα κυριαρχεί στη συζήτηση για τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης: Ολοι φαίνεται να πιστεύουν ότι οι πλατφόρμες των social media είναι επικίνδυνες και εθιστικές, όπως τα τσιγάρα. Οι νέοι κολλάνε.

Oπως είχαν γράψει οι New York Times, σε μια ακρόαση στο Κογκρέσο για τον αντίκτυπο του Facebook στους εφήβους το 2021, γερουσιαστές και των δύο κομμάτων επιτέθηκαν με σκληρές ερωτήσεις στην Αντιγόνη Ντέιβις, αντιπρόεδρο και επικεφαλής παγκόσμιας ασφάλειας της Meta (μητρικής εταιρείας του Facebook, του Instagram και του WhatsApp), επιπλήττοντάς την επειδή απέκρυψε εσωτερικές πληροφορίες σχετικές με το πώς οι υπηρεσίες της βλάπτουν τους νέους.

«Το Facebook είναι ακριβώς όπως η Big Tobacco (οι πέντε μεγαλύτερες εταιρείες καπνού στον κόσμο): προωθεί ένα προϊόν που γνωρίζει ότι είναι επιβλαβές για την υγεία των νέων, ωθώντας τους σε αυτό από πολύ νωρίς», της είπε ο Δημοκρατικός γερουσιαστής Εντ Μάρκεϊ.

Ο παραλληλισμός του Μάρκεϊ έχει, δε, ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον, καθώς υπενθυμίζει και τη διάσημη προειδοποίηση της αμερικανικής Υπηρεσίας Δημόσιας Υγείας του 1964 σχετικά με τις επιστημονικές αποδείξεις ότι τα τσιγάρα προκαλούν καρκίνο του πνεύμονα.

Social Media και τσιγάρα είναι εξίσου επικίνδυνα;

Προφανώς αυτά τα δύο είναι πολύ διαφορετικά, επισημαίνει στο Atlantic η Κέιτλιν Τίφανι. Οπως τονίζει μια παλιά ανακοίνωση, τα τσιγάρα σκοτώνουν τους ανθρώπους μέσω θανατηφόρων ασθενειών. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κατηγορούνται για κάτι εξίσου ανησυχητικό αλλά πολύ λιγότερο άμεσο: οι αριθμοί μιλούν για μια απότομη αύξηση της κατάθλιψης και των αποπειρών αυτοκτονίας των εφήβων τα τελευταία 15 χρόνια, οδηγώντας σε «εθνική κατάσταση έκτακτης ανάγκης», όπως έχει χαρακτηριστεί από την Αμερικανική Ακαδημία Παιδιατρικής και άλλους επιφανείς ιατρικούς συλλόγους.

Εκθεση του CDC (κορυφαίο εθνικό ινστιτούτο δημόσιας υγείας των ΗΠΑ) δείχνει ότι το ποσοστό των μαθητών Γυμνασίου που «βίωσαν επίμονα συναισθήματα θλίψης ή απελπισίας», από 28% το 2011 ανήλθε σε 42% το 2021, με τους αριθμούς για τα κορίτσια και τους μαθητές LGBTQ να είναι ακόμη χειρότεροι (57% και 69%, αντίστοιχα, το 2021).

Οπως είναι λογικό, τα social media ήταν ένα από τα μέρη όπου οι γονείς έψαξαν για μια εξήγηση. Μια μελέτη του Pew Research Center διαπίστωσε πέρυσι ότι περισσότεροι από τους μισούς γονείς στις ΗΠΑ ανησυχούν πως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης θα μπορούσαν με κάποιον τρόπο να προκαλέσουν στους εφήβους τους προβλήματα ψυχικής υγείας, ενώ σε ποσοστό 28% ήταν «εξαιρετικά» ή «πολύ» ανήσυχοι. Οι ίδιοι οι έφηβοι ανησυχούν, επίσης, βασικά ο ένας για τον άλλον.

Περίπου το ένα τρίτο των εφήβων είπαν στο Pew ότι τα social media είναι ως επί το πλείστον αρνητικά για τους συνομηλίκους τους, σε σύγκριση με περίπου το ένα τέταρτο, που δήλωσαν ότι το αποτέλεσμα ήταν κυρίως θετικό, αν και μόνο το ένα δέκατο είπε ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι κυρίως αρνητικά για τους ίδιους προσωπικά.

Τα στοιχεία υποδηλώνουν ότι οι πλατφόρμες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης συμβάλλουν στην κρίση, είναι όμως επίσης αλήθεια ότι ιστορίες τρόμου και σχετικοί πηχυαίοι τίτλοι έχουν ξεπεράσει την επιστήμη, η οποία δεν είναι τόσο ξεκάθαρη για το θέμα όσο θα πίστευαν πολλοί. Μια δεκαετία δουλειάς και εκατοντάδες μελέτες έχουν δώσει ένα μείγμα διαφορετικών αποτελεσμάτων, εν μέρει επειδή χρησιμοποίησαν ένα μείγμα διαφορετικών μεθόδων και εν μέρει επειδή προσπαθούν να επιτύχουν κάτι άπιαστο και περίπλοκο.

Αντί για ένα ενιαίο μήνυμα που θα έλεγε ότι η χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης είναι μια κακή, αναμφισβήτητα καταστροφική δύναμη –σαν καπνός με ένα κουμπί «Like» από κάτω–, η έρευνα οδηγεί σε ένα συμπέρασμα ίσως πιο ενστικτώδες και αναμφίβολα με περισσότερες αποχρώσεις.

Οι συνέπειες των social media φαίνεται ότι εξαρτώνται πολύ από τα άτομα που τα χρησιμοποιούν και ο ρόλος που μπορεί να παίζουν ενδέχεται επίσης να αλλάζει σε διαφορετικά στάδια της ζωής τους. Σίγουρα δεν επηρεάζουν όλους τους χρήστες με τον ίδιο τρόπο, πράγμα που καθιστά την παρέμβαση εξαιρετικά δύσκολη.

«Πιθανώς, μεγάλο μέρος του [προβλήματος] οφείλεται στο ότι η επιστήμη δεν είναι αρκετά ακριβής» λέει η Εϊμι Ορμπεν, ερευνήτρια στο πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, που μελετά τη σχέση μεταξύ των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και της ευημερίας, και το έργο της είναι κομβικό στην εξελισσόμενη αντιπαράθεση.

Το πεδίο δεν έχει ακόμη δημιουργήσει «αρκετά ακριβείς μετρήσεις και αρκετά ακριβείς υποθέσεις ώστε να υπάρχει μια ακριβής απάντηση» και αυτό περιπλέκει τις ενέργειες κατά των social media τους τελευταίους μήνες στις ΗΠΑ.

Τον περασμένο μήνα, ο κυβερνήτης του Αρκανσο υπέγραψε ένα νομοσχέδιο που καθιστά παράνομο για έναν ανήλικο να έχει λογαριασμό στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης χωρίς γονική συναίνεση και απαιτεί από τις εταιρείες μέσων κοινωνικής δικτύωσης να επαληθεύουν την ηλικία των χρηστών με την αστυνομική τους ταυτότητα· ένα παρόμοιο νομοσχέδιο (για λογαριασμούς στο TikTok και το Instagram) υπεγράφη και από τον κυβερνήτη της Γιούτα τον Μάρτιο. Περιοριστικά μέτρα λόγω ηλικίας εξετάζονται επίσης σε τουλάχιστον δέκα αμερικανικές πολιτείες, αλλά και σε εθνικό επίπεδο.

Αγωγές κατά εταιρειών social media

Τον Ιανουάριο του 2023, οι αρχές της δημόσιας εκπαίδευσης του Σιάτλ υπέβαλαν μηνύσεις στις πλατφόρμες των Facebook, Instagram, Snap, TikTok και YouTube για παραβίαση ενός πολιτειακού «νόμου για δημόσια όχληση», υποστηρίζοντας ότι ήταν γνωστό πως οι εταιρείες μέσων κοινωνικής δικτύωσης «εκμεταλλεύονται τη νευροφυσιολογία του συστήματος ανταμοιβής του εγκεφάλου» και «η χειριστική συμπεριφορά» τους είχε προκαλέσει κρίση ψυχικής υγείας στο σχολικό σύστημα.

Εν τω μεταξύ, πολλά μεγάλα δικηγορικά γραφεία έχουν αναλάβει αγωγές για σωματικές βλάβες για λογαριασμό γονέων που πιστεύουν ότι αυτές οι πλατφόρμες έχουν προκαλέσει προβλήματα στη ζωή των παιδιών τους, όπως σωματική δυσμορφία, κατάθλιψη, άγχος και αυτοκτονία.

Ο Κρις Σίγκερ, από το δικηγορικό γραφείο Seeger Weiss, στο Νιου Τζέρσεϊ, είπε στο Atlantic ότι η εταιρεία του έχει επί του παρόντος περισσότερες από 1.000 τέτοιες υποθέσεις, οι οποίες βασίζονται πλέον σε νέα επιχειρήματα, και θα πρέπει να παρακάμψουν προσεκτικά πολλά προηγούμενα που οδήγησαν σε αποτυχημένες δίκες κατά εταιρειών μέσων κοινωνικής δικτύωσης.

Βρισκόμαστε σε μια κρίσιμη στιγμή, δήλωσε στο Atlantic η Εϊμι Ορμπεν: «Νομίζω ότι το βασικό είναι ότι σε 20 χρόνια, ενθυμούμενοι αυτή τη συζήτηση, μπορεί να αναρωτηθούμε μήπως ανησυχούσαμε υπερβολικά για την τεχνολογία, ενώ θα έπρεπε να μας ανησυχεί το πώς μεγαλώναμε τα παιδιά μας. Η απάντηση θα βρίσκεται μάλλον κάπου στη μέση» σημείωσε η ερευνήτρια του Κέιμπριτζ.

Το πιθανότερο είναι ότι μια νομοθεσία που θα απομακρύνει τους εφήβους από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν θα λύσει την κρίση ψυχικής υγείας· οι έφηβοι θα βρουν τρόπους να το αντιμετωπίσουν, και για εκείνους που δεν θα το κάνουν, η εκτόπισή τους από τις διαδικτυακές τους κοινότητες μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετικά προβλήματα.

Αυτή τη στιγμή η επιστήμη παρουσιάζει λόγους ανησυχίας για τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Υποστηρίζει, όμως, επίσης την ανάγκη για μια πολύ πιο εμπεριστατωμένη κατανόηση των επιπτώσεων των social media στους νέους και την παρουσία πολύ βαθύτερων προβλημάτων που θα μπορούσαμε να παραβλέψουμε αν δεν είμαστε προσεκτικοί.

«Το Facebook γνώριζε»

Αυτή η τελευταία έκρηξη ανησυχίας για τα παιδιά και το διαδίκτυο επιδεινώθηκε από τα Facebook Papers, απόρρητα έγγραφα που διέρρευσε το φθινόπωρο του 2021 η Φράνσις Χάουγκεν, πρώην στέλεχος του Facebook, αρχικά στη Wall Street Journal, τα οποία έκαναν στη συνεχεία τον γύρο των media και φυσικά, έφθασαν σε κυβερνητικούς αξιωματούχους.

Σε αυτά περιλαμβάνονταν αρκετές μελέτες που έγιναν εσωτερικά, με ερωτήσεις σε ομάδες νεαρών χρηστών του Instagram για το πώς τους έκανε να νιώθουν η πλατφόρμα. «Κάνουμε τα προβλήματα με την εικόνα του σώματος χειρότερα για μία στις τρεις έφηβες» αναφέρεται στην περίληψη μιας τέτοιας μελέτης, ενώ μια άλλη σημειώνει: «Οι έφηβοι κατηγορούν το Instagram για την αύξηση του ποσοστού άγχους και κατάθλιψης. Αυτή η αντίδραση ήταν αυθόρμητη και σταθερή σε όλες τις ομάδες».

Ηταν μια από τις ευρύτερα συζητημένες αποκαλύψεις, που αναφέρεται με τη συντομογραφία «Το Facebook γνώριζε». Η Χάουγκεν εμφανίστηκε στην εκπομπή «The Daily Show with Trevor Noah» και συμφώνησε με την άποψη του οικοδεσπότη ότι το Facebook είχε συμπεριφερθεί όπως (καλά το μαντέψατε) οι εταιρείες καπνού και ορυκτών καυσίμων, πραγματοποιώντας έρευνα που το καταδίκαζε και επιλέγοντας να μην κοινοποιήσει τα ευρήματα. Το Facebook απάντησε στον σάλο δημοσιεύοντας σχολιασμένες εκδόσεις της έρευνας, οι οποίες υπογράμμιζαν πόσο αντιεπιστημονικές ήταν εκείνες οι μελέτες.

Τι γίνεται όμως με την πραγματική επιστήμη; Το 2017 το Atlantic δημοσίευσε την επιτυχημένη έκθεση της Τζιν Τουέντζ με τίτλο «Κατέστρεψαν μήπως τα smartphones μια γενιά;» Η γενιά στην οποία αναφερόταν η αμερικανίδα ψυχολόγος γεννήθηκε από το 1995 έως το 2012, και την ονόμασε iGen. Αυτά τα παιδιά μεγάλωσαν με smartphone και είχαν λογαριασμούς στο Instagram πριν καν πάνε στο Γυμνάσιο.

«Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι η iGen βρίσκεται στο χείλος της χειρότερης κρίσης ψυχικής υγείας εδώ και δεκαετίες» έγραψε η Τουέντζ, τονίζοντας ότι «μεγάλο μέρος αυτής της επιδείνωσης μπορεί να εντοπιστεί στα τηλέφωνά τους». Υποστήριξε αυτό το επιχείρημα παραθέτοντας πρώιμες μελέτες και απλά «συνδέοντας τις τελείες»: τα παιδιά γίνονταν πιο ανήσυχα και καταθλιπτικά, και η τάση αυτή ξεκίνησε την εποχή που άρχισαν να χρησιμοποιούν smartphone και social media και να ζουν τη ζωή μέσω της οθόνης.

Εκτοτε, δεκάδες ερευνητές έχουν δημοσιεύσει έναν μεγάλο όγκο εργασιών εξετάζοντας γενικά τις επιπτώσεις του χρόνου οθόνης. Αλλά τα αποτελέσματα είναι συνεχώς ανάμεικτα: οι οθόνες είναι πανταχού παρούσες και είναι προσωπικές.

Σε μια μελέτη του 2019, η Εϊμι Ορμπεν και ο συνεργάτης της Αντριου Πρσιμπίλσκι διαπίστωσαν ότι ο χρόνος οθόνης δεν μπορούσε να συσχετιστεί με την ευημερία των εφήβων, με κανέναν λογικό τρόπο. Ο χρόνος στην οθόνη –ο μπαμπούλας της δεκαετίας του 2010– ήταν απλώς μια πολύ ευρεία έννοια ώστε να εξεταστεί ως μεμονωμένο φαινόμενο, υποστήριξαν.

Το Wired κάλυψε τη μελέτη με έναν πολύ περιεκτικό τίτλο: «Οι οθόνες μπορεί να είναι τόσο επικίνδυνες για την ψυχική υγεία όσο… οι πατάτες». Ο χρόνος στην οθόνη «είναι ένα ανόητο θέμα» είπε η Ορμπεν το περασμένο φθινόπωρο στην Κέιτλιν Τίφανι του Atlantic, τονίζοντας ότι «συνδυάζει τα πάντα, από βίντεο με γιόγκα μέχρι παρακολούθηση αυτοτραυματισμού στο Instagram».

Η μελέτη σηματοδότησε μια αλλαγή στο αντικείμενο της έρευνας, η οποία τα τελευταία χρόνια έχει επικεντρωθεί περισσότερο στη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, καθώς και σε άλλους, πιο συγκεκριμένους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι χρησιμοποιούν το διαδίκτυο, και ειδικότερα στις εμπειρίες των έφηβων κοριτσιών. Πολλές από αυτές τις μελέτες βρήκαν συσχετίσεις μεταξύ της χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και κακών συνεπειών, όπως άγχος, κατάθλιψη και αρνητική εικόνα του σώματος.

Αλλά οι εταιρείες τεχνολογίας μπορούν εύκολα να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους από σχετικούς ισχυρισμούς υποστηρίζοντας –ευλόγως– ότι το μόνο που αποδεικνύουν είναι πως δύο πράγματα τείνουν να συμβαίνουν ταυτόχρονα, και όχι ότι το ένα από αυτά προκαλεί το άλλο. Η πρόκληση για τους ερευνητές της δημόσιας υγείας, λοιπόν, είναι να βρουν νέους τρόπους για να αποδείξουν (ή να διαψεύσουν) και μια άμεση αιτιακή σχέση, κάτι που είναι πολύ δύσκολο να γίνει.

Τα κορίτσια στην εφηβεία είναι πιο ευάλωτα

Ο Τζόναθαν Χάιντ, κοινωνικός ψυχολόγος στο NYU Stern School of Business και τακτικός συνεργάτης του Atlantic, παρακολουθεί συστηματικά την έρευνα εδώ και χρόνια. Διατηρεί ένα τεράστιο δημόσιο Google Doc, στο οποίο συλλέγει, ταξινομεί και αναλύει όλα τα έγγραφα που σχετίζονται με το ερώτημα εάν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης συμβάλλουν στην αύξηση της κατάθλιψης και του άγχους στους εφήβους.

Ο Χάιντ συμφωνεί με την Ορμπεν και άλλους ερευνητές ότι τα ευρήματα σχετικά με τον «χρόνο οθόνης» τείνουν να είναι ανάμεικτα. Αλλά «για τα social media είναι πολύ συνεπή» είπε στο Atlantic, προσθέτοντας ότι «η επόμενη ερώτηση είναι, ποιος είναι ο πληθυσμός; Μιλάμε για όλα τα παιδιά ή μόνο για κορίτσια;».

Στην ανασκόπηση όλων των διαθέσιμων εργασιών ο Χάιντ βρήκε μια θετική συσχέτιση μεταξύ της κατάθλιψης και του άγχους στα έφηβα κορίτσια, και της χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης (η κατάθλιψη και το άγχος αυξάνονται όταν αυξάνεται η χρήση των social media). «Κανένας λογικός άνθρωπος δεν θα άφηνε την κόρη του να ασχοληθεί με μια δραστηριότητα» που έχει τόσο ξεκάθαρη σχέση με την κατάθλιψη και το άγχος, σχολίασε.

Σε αυτό το σημείο, τουλάχιστον, οι επιστήμονες συμφωνούν ότι η σχέση μεταξύ της κατάθλιψης, του άγχους και της χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης υποστηρίζεται από αρκετά στοιχεία που απαιτούν προσοχή. Η Ορμπεν υποστηρίζει ότι πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη προσοχή στα νεαρά κορίτσια (η τελευταία εργασία της δείχνει μια σχέση μεταξύ της χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και της μείωσης των διαφορετικών μορφών ικανοποίησης από τη ζωή).

Το ερώτημα είναι, τι είδους προσοχή πρέπει να δίνουμε; «Αν οι συσχετισμοί είναι χειρότεροι για τα κορίτσια, τότε αυτό είναι πολύ σημαντικό και καλό να το γνωρίζει κανείς» παρατήρησε ο Τζεφ Χάνκοκ, ιδρυτής του Stanford Social Media Lab. «Πρέπει να μιλήσουμε για αυτό, αλλά σας εγγυώμαι ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν είναι κακά για όλες τις έφηβες συνεχώς».

Αν θέλουμε λύσεις πιο λεπτές και ακριβείς από τη νομοθεσία που προτείνεται μέχρι τώρα, χρειαζόμαστε πολλές λεπτές και ακριβείς πληροφορίες. Εάν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν είναι κακά για όλες τις έφηβες, πρέπει να γνωρίζουμε για ποια κορίτσια είναι αρνητικά και τι είναι αυτό που κάνει ένα συγκεκριμένο κορίτσι επιρρεπές στους κινδύνους. Κάποια κορίτσια υποφέρουν και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης επιτείνουν τον πόνο τους.

Ορισμένα κορίτσια χρησιμοποιούν το διαδίκτυο για να βρουν μια κοινότητα που δεν έχουν εκτός σύνδεσης ή για να εκφράσουν δημιουργικές παρορμήσεις και ερωτήσεις σχετικά με την ταυτότητά τους, στις οποίες δεν είναι ανοιχτές οι οικογένειές τους. Πρέπει επίσης να γνωρίζουμε ποιες πτυχές των μέσων κοινωνικής δικτύωσης είναι πιο επικίνδυνες.

Είναι επιβλαβή επειδή μειώνουν τις ώρες ύπνου, τον χρόνο με φίλους στην πραγματική ζωή (IRL) και την έκθεση στο φως του ήλιου ή επειδή οι εικόνες που προκαλούν φθόνο, προκαλούν επίσης σύγκριση και αμφιβολία για τον εαυτό τους; Θα έπρεπε να ανησυχούμε περισσότερο για τον εκφοβισμό (bullying) ή για τον πιο… ατμοσφαιρικό τρόμο, ότι αρέσουν (likes) μεν, αλλά δεν αρέσουν αρκετά;

Αυτή τη στιγμή υπάρχουν μεν κάποια στοιχεία, αλλά όχι ένας σαφής τρόπος για να τακτοποιηθούν. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορεί να επηρεάσουν διαφορετικούς ανθρώπους με διαφορετικούς τρόπους για διάφορους λόγους. Θα μπορούσε να έχει σημασία ο τρόπος χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Θα μπορούσε ακόμη να έχει σημασία το πώς πιστεύουν οι χρήστες ότι τα χρησιμοποιούν.

Σημασία έχει η νοοτροπία του χρήστη

Η Αντζελα Λι, Ph.D. διδακτορική φοιτήτρια στο Στάνφορντ, που συνεργάζεται με τον Τζεφ Χάνκοκ, είναι από τους πρώτους ερευνητές που ασχολήθηκαν με αυτή την τελευταία διάκριση και τις νοοτροπίες των χρηστών. Η έρευνα είχε δείξει ότι η αντίληψη που έχει κάποιος για τη νοημοσύνη του έχει σημαντικό αντίκτυπο στην πορεία της πνευματικής του ζωής.

Εάν πιστεύει ότι η ευφυΐα είναι κάτι που μπορεί να αναπτυχθεί και να βελτιωθεί, τότε μπορεί να κάνει ενέργειες για να την αναπτύξει και να τη βελτιώσει. Αυτό «καταλήγει να είναι πραγματικά ισχυρό» είπε η Λι στο Atlantic. Προσέθεσε, δε, ότι σε σχέση και με τα social media, είχε σημασία πώς απαντούσαν οι άνθρωποι στην ερώτηση: «Εχω τον έλεγχο αυτής της τεχνολογίας ή αυτή ασκεί έλεγχο και επιρροή πάνω μου;»

Μελέτες έδειξαν ότι η χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης αύξησε την ευημερία ορισμένων εφήβων, άλλους τους έβλαψε και κάποιους δεν τους επηρέασε καθόλου· έτσι, η Λι είχε την αίσθηση ότι ορισμένες από αυτές τις διαφορές μπορούσαν να εξηγηθούν από τη νοοτροπία των εφήβων.

Στην εργασία τους «Νοοτροπίες στα social media: Μια νέα προσέγγιση για την κατανόηση της χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και της ψυχολογικής ευημερίας», οι Λι και Χάνκοκ έδειξαν ότι το αίσθημα έλλειψης ελέγχου «σχετίζεται με χειρότερο αίσθημα ευημερίας, κατάθλιψη, άγχος και μοναξιά». Αντίστοιχα, διαπίστωσαν ότι το αίσθημα ελέγχου συνδέθηκε με «καλύτερη ευημερία, περισσότερη κοινωνική υποστήριξη και λιγότερη ψυχολογική δυσφορία».

Οι άνθρωποι που έβλεπαν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης πιο θετικά «ανέφεραν επίσης καλύτερα αποτελέσματα από εκείνους που πίστευαν ότι οι επιπτώσεις των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ήταν επιβλαβείς». (Το Facebook διεξήγαγε αμέσως τη δική του εκδοχή της έρευνας του Χάνκοκ και της Λι, με  παρόμοια αποτελέσματα, προφανώς  έχοντας  πρόσβαση σε πολύ καλύτερα δεδομένα.)

Λίγος καπνός ακόμα…

Στην εργασία τους, για την οποία να σημειωθεί ότι επικεντρώθηκε σε ενήλικες και όχι σε εφήβους, οι Λι και Χάνκοκ σημείωσαν τη συνάφεια των ευρημάτων τους με την τρέχουσα πολιτική συζήτηση και τη μεγάλη εξάρτησή της από τους παραλληλισμούς στον καπνό.

Το αίσθημα ελέγχου της χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης μπορεί να είναι δύσκολο «αν οι άνθρωποι εκτίθενται συνεχώς σε μηνύματα σχετικά με το ότι τα social media είναι εθιστικά» υποστήριξαν. Μπορεί να μην είναι χρήσιμο να λέμε σε όλους ότι είναι ανήμποροι μπροστά σε σαγηνευτικές εικόνες και κίνητρα στα οποία κολλάς, με τον ίδιο τρόπο που θα μπορούσαν να εξαρτηθούν από τη νικοτίνη.

Μπορούμε να προσπαθήσουμε να ασκήσουμε κριτική στις ισχυρές και δημοφιλείς τεχνολογίες χωρίς να κάνουμε το λάθος να υποστηρίξουμε ότι τα ανθρώπινα όντα δεν έχουν την ικανότητα να τους αντισταθούν. Η εισαγωγή της έννοιας της παρέμβασης στη συζήτηση είναι επιτακτική, εν μέρει επειδή απευθύνεται στην κοινή λογική. Γνωρίζουμε ότι στην πραγματικότητα δεν εξαναγκαζόμαστε συνεχώς από τους αλγορίθμους, τις ειδοποιήσεις και τη ροή, πρέπει να είμαστε πιο περίπλοκοι από αυτά.

Αλλά, φυσικά, το είδος της παρέμβασης είναι ακόμα προς συζήτηση. Είναι σημαντικό το γεγονός ότι στη μελέτη των Χάνκοκ και Λι δεν συμμετείχαν έφηβοι, αλλά κυρίως εικοσάρηδες και τριαντάρηδες. Η Φράνσις Χάουγκεν είπε σχετικά ότι θα ήταν «παράλογο να πούμε ότι ένας 14χρονος είναι αυτός που θα πρέπει να είναι υπεύθυνος για τη διαμόρφωση της χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης».

Το να θέλετε να χρησιμοποιείτε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν σημαίνει ότι έχετε παραδώσει τον έλεγχο των συναισθημάτων και της ζωής σας σε μια μηχανή. Στην πραγματικότητα, για πολλούς ανθρώπους, θα μπορούσε να σημαίνει το αντίθετο: «Η χρήση των ψηφιακών μέσων δημιουργεί ένα φόρουμ που μπορεί να επιτρέψει την ανάπτυξη γρήγορων και διαφοροποιημένων δεξιοτήτων επικοινωνίας» έγραψε ο ψυχολόγος Μίτσελ Πρίνσταϊν στο Journal of Child Psychology and Psychiatry μόλις ξεκίνησε η πανδημία.

Σημείωσε επίσης τις δυνατότητες του διαδικτύου για διερεύνηση της ταυτότητας, για δημιουργικότητα, σύνδεση και αποδοχή. «Οι έφηβοι που αισθάνονται εξοστρακισμένοι ή στιγματισμένοι μέσα στα κοινωνικά τους πλαίσια εκτός σύνδεσης, όπως μέλη εθνοτικών, φυλετικών, έμφυλων και σεξουαλικών μειονοτήτων, αναφέρουν συχνά πρόσβαση σε διαδικτυακή συντροφικότητα, μοίρασμα πληροφοριών και συναισθηματική αποδοχή, τα οποία είναι πολύ πιο δύσκολο να τα έχουν διαφορετικά».

Αλλοι ερευνητές ανακάλυψαν, εξάλλου, ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορούν να αποβούν χρήσιμα σε νέους που αντιμετωπίζουν χρόνιες ασθένειες, ακόμη και βοηθώντας τους, μερικές φορές, να ακολουθήσουν τη θεραπεία τους.

Τι κάνουμε, λοιπόν;

Καλό θα ήταν να θυμόμαστε ότι δεν είμαστε άθροισμα αριθμών για στατιστικούς λόγους· είμαστε άτομα που αποφασίζουμε πώς θα περάσουμε τον χρόνο μας και πώς θα επιδιώξουμε την ευτυχία. Σε ανακοίνωσή της, η Αμερικανική Ψυχολογική Εταιρεία προτείνει οι έφηβοι να εκπαιδεύονται στη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης με παραγωγικούς τρόπους και οι γονείς να προσπαθούν να συμμετέχουν στη διαδικτυακή ζωή των παιδιών τους· θα πρέπει να παρατηρούν πότε οι εφαρμογές αρχίζουν να παρεμβαίνουν στο σχολείο ή στον χρόνο που αφιερώνεται αλλού (συμπεριλαμβανομένου του ύπνου και της σωματικής δραστηριότητας). Με βάση τα διαθέσιμα επιστημονικά στοιχεία, υποστηρίζει ακόμη ότι «η χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης δεν είναι εγγενώς ωφέλιμη ή επιβλαβής για τους νέους».

Ο Λόρενς Στάιμπεργκ, ειδικός σε ζητήματα εφηβείας, υποστηρίζει ότι η εφηβική κατάθλιψη και το άγχος είχαν ήδη αυξηθεί πριν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης γίνουν τόσο δημοφιλή όσο είναι σήμερα· η ανοδική τάση του ποσοστού των μαθητών Γυμνασίου που «βίωναν επίμονα συναισθήματα θλίψης ή απελπισίας» ήταν ορατή τουλάχιστον από το 2009, μετά την εμφάνιση του Facebook και του YouTube αλλά πριν από την πανταχού παρουσία των smartphones, τα οποία έκαναν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης προσβάσιμα διαρκώς. (Σύμφωνα με άλλα δεδομένα του CDC, τα ποσοστά αυτοκτονιών στις ΗΠΑ άρχισαν να αυξάνονται το 2003.)

Αυτό δεν σημαίνει ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν έχουν επιδεινώσει το πρόβλημα, παραδέχτηκε ο διακεκριμένος αμερικανός καθηγητής Ψυχολογίας και Νευροεπιστήμης. Σημαίνει απλώς ότι είναι μια πολύ εύκολη απάντηση. «Νομίζω ότι η τάση μας ως ανθρώπινα όντα είναι να αναζητούμε την απλούστερη δυνατή εξήγηση των πραγμάτων» είπε στο Atlantic. «Ξέρετε, ίσως είναι ένας συνδυασμός οκτώ διαφορετικών πραγμάτων, καθένα από τα οποία συνεισφέρει λίγο, αλλά κανένα από τα οποία δεν είναι ο ένοχος· οι άνθρωποι, όμως, θα προτιμούσαν απλώς να πουν “βρήκαμε ποιος είναι ο ένοχος”».

Στο μεταξύ, υπό την πίεση του κοινού, ορισμένες πλατφόρμες έχουν αρχίσει να κάνουν αλλαγές. Αν και οι επικριτές του συχνά μιλούν για το Instagram σαν να μην έχει κάνει τίποτα, παραμένοντας απολύτως επικεντρωμένο στην επιδίωξη καθαρού κέρδους, στην πραγματικότητα το Instagram έχει πειραματιστεί αρκετά. Ορισμένες αλλαγές έχουν σκοπό να μειώσουν το bullying (εκφοβισμό) και το doomscrolling (την τάση να ψάχνει κανείς συνεχώς για κακά νέα στην οθόνη του).

Προσέθεσε επίσης προειδοποιήσεις περιεχομένου σε αναρτήσεις και αποτελέσματα αναζήτησης που ενθαρρύνουν τις διατροφικές διαταραχές, και μείωσε την ορατότητα αυτών των αναρτήσεων στις ροές δεδομένων. Πριν από τις διαρροές της Χάουγκεν, η εταιρεία προσπάθησε να κρύψει τους αριθμούς των «like» κάτω από φωτογραφίες (δεν βοηθάει). Μετά τις διαρροές των απορρήτων εγγράφων έχει εφαρμόσει προτροπές για την ώρα του ύπνου και πιο ισχυρούς γονικούς ελέγχους.

Η Κέιτλιν Τίφανι υπογραμμίζει στο άρθρο της στο Atlantic ότι δεν τα αναφέρει όλα αυτά για να υπερασπιστεί την εταιρεία, αλλά για να μας γειώσει στην πραγματικότητα. Δεν πρόκειται να επιστρέψουμε σε μια εποχή πριν από το Instagram (είναι σαφές).

Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι κεντρικής σημασίας για τον τρόπο με τον οποίο οι νέοι κατανοούν τον κόσμο και τις σχέσεις τους: πώς να είναι προσεκτικοί, πώς να είναι δημιουργικοί, πώς να κάνουν φιλίες, πώς να σκέφτονται, να αντιδρούν και να μαθαίνουν. Αυτό ισχύει πιθανώς για το χειρότερο, αλλά ισχύει και για το καλύτερο (και το ουδέτερο!), και θα ήταν αδύνατο να τα διαχωρήσουμε πλήρως.

Γνωρίζοντας, λοιπόν, ότι ποτέ δεν θα μάθουμε τα πάντα με ακρίβεια, θα πρέπει να προσέχουμε ώστε να περιγράφουμε την κατάσταση όσο ακριβέστερα μπορούμε. «Χρειάζεται να βρούμε έναν τρόπο ώστε να είναι σίγουρο ότι ο διαδικτυακός κόσμος θα είναι ασφαλής για τους νέους» είπε η ερευνήτρια του Κέιμπριτζ, Εϊμι Ορμπεν. «Και αν θέλουμε να κάνουμε μια πειραματική παρέμβαση χωρίς μια πραγματικά ασφαλή βάση αποδεικτικών στοιχείων, νομίζω ότι θα χρειαστεί να επενδύσουμε πολλά χρήματα για να καταλάβουμε αν λειτούργησε, και στη συνέχεια να είμαστε έτοιμοι να την αλλάξουμε αν χρειαστεί. Αλλά δεν ξέρω αν το πολιτικό τοπίο το επιτρέπει αυτή τη στιγμή» παρατήρησε.

Δεν είναι παρήγορο να αποδεχτούμε ότι η κατανόησή μας για τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι ακόμα πολύ περιορισμένη ή ότι η καλύτερη πορεία προς τα εμπρός είναι να συνεχίσουμε να βαδίζουμε προς την όποια σαφήνεια μπορεί να βρούμε. Η απομάκρυνση εκατομμυρίων εφήβων από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι μια δραματική, ακόμη και δρακόντεια παρέμβαση, γράφει η Κέιτλιν Τίφανι.

Για πολλούς θα ήταν καλό. Θα ήταν σίγουρα κάτι μεγάλο. Θα πρέπει, ωστόσο, να έχουμε κατά νου ότι, ακόμη και αν αγανακτούμε με το «πείραμα» που έχουν κάνει οι εταιρείες τεχνολογίας στον νεαρό πληθυσμό, ίσως τις δούμε να αντικαθιστούν το άγριο πείραμά τους με ένα άλλο, που θα είχε επίσης ανεπιθύμητες συνέπειες…