Η επόμενη μεγάλη οικονομική κρίση ίσως δεν ξεκινήσει από απερίσκεπτα δάνεια ή χρηματοοικονομικούς ακροβατισμούς, αλλά από μια πιο αργή, επίμονη και βαθιά ριζωμένη απειλή: την κλιματική αλλαγή. Ενώ το 2008 η παγκόσμια οικονομία κατέρρευσε εξαιτίας μιας στεγαστικής φούσκας, σήμερα οι ειδικοί προειδοποιούν ότι τα ίδια τα θεμέλια των χρηματοπιστωτικών συστημάτων απειλούνται από τις ολοένα συχνότερες φυσικές καταστροφές. Με τις ασφαλιστικές εταιρείες να αποσύρονται από περιοχές υψηλού κινδύνου και τις τιμές των ακινήτων να υποχωρούν, το ενδεχόμενο ενός νέου, κλιματικά υποκινούμενου σοκ στην παγκόσμια οικονομία φαντάζει όχι μόνο πιθανό, αλλά και δυνητικά πιο καταστροφικό από ποτέ.
Η χρεοκοπία της Lehman Brothers, στις 15 Σεπτεμβρίου 2008, ήταν μια από τις πρώτες συγκλονιστικές στιγμές της τελευταίας παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, κατά την οποία τραπεζικές καταστροφές, κραχ και πτωχεύσεις, βύθισαν τις μεγάλες οικονομίες στη χειρότερη κρίση από τη Μεγάλη Υφεση. Εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν δουλειές, σπίτια και τις οικονομίες μιας ζωής σε μια καταστροφή που εξαφάνισε τρισεκατομμύρια δολάρια. Ολα ξεκίνησαν από την αγορά ακινήτων. Το 2006, έσκασε η στεγαστική φούσκα στις ΗΠΑ. Καθώς ο αριθμός των κατασχέσεων λόγω απλήρωτων στεγαστικών δανείων αυξανόταν, οι επενδυτές επιβαρύνθηκαν με τεράστιες απώλειες και προκλήθηκε πανικός στις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Τους μήνες μετά το ξέσπασμα της κρίσης, η κυβέρνηση διέσωσε το πληγωμένο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Σήμερα, οι μεγάλες τράπεζες είναι καλύτερα κεφαλαιοποιημένες και οι επενδυτές πιο προστατευμένοι ως αποτέλεσμα των μεταρρυθμίσεων που ακολούθησαν την κρίση. «Κι όμως», γράφουν οι Financial Times, «υπάρχουν διαρκείς υπενθυμίσεις εκείνης της καταστροφής». Οι φόβοι ότι οι αγορές ακινήτων θα μπορούσαν να αναταραχθούν ξανά, εντείνονται. Αυτήν τη φορά όχι από επικίνδυνες πρακτικές δανεισμού, αλλά από τον αυξανόμενο αριθμό φυσικών καταστροφών που σχετίζονται με το κλίμα, ασκώντας πίεση στις ασφαλιστικές εταιρείες.
«Οι αξίες των ακινήτων τελικά θα μειωθούν –όπως και το 2008– μειώνοντας τον πλούτο των νοικοκυριών», ανέφερε το Next to Fall, μια έκθεση του Δεκεμβρίου για την κλιματική αλλαγή. «Οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν ένα συστημικό σοκ για την οικονομία παρόμοιο με την οικονομική κρίση του 2008, αν όχι μεγαλύτερο». Τον Ιανουάριο, το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, το οποίο συστάθηκε για να παρακολουθεί το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα μετά την κρίση του 2008, δήλωσε ότι η ασφάλιση γίνεται όλο και πιο δαπανηρή και δύσκολη σε περιοχές επιρρεπείς σε καταστροφές και ότι τα «κλιματικά σοκ» θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν ευρύτερες αναταραχές στην αγορά. Στις αρχές Φεβρουαρίου, ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, Τζέι Πάουελ, προειδοποίησε ότι τράπεζες και ασφαλιστικές εταιρείες αποσύρονται από τις επικίνδυνες περιοχές. «Σε 10 ή 15 χρόνια θα υπάρχουν περιοχές της χώρας όπου δεν θα μπορεί κάποιος να πάρει στεγαστικό δάνειο. Δεν θα υπάρχουν ΑΤΜ και οι τράπεζες δεν θα έχουν υποκαταστήματα», δήλωσε στο Κογκρέσο.
Κλιματική κρίση = Ασφαλιστική κρίση
Λιγότερο από δύο εβδομάδες αργότερα, ο Γουόρεν Μπάφετ δήλωσε στους μετόχους του ομίλου Berkshire Hathaway, ο οποίος περιλαμβάνει μια σειρά ασφαλιστικών εταιρειών, ότι οι τιμές των ασφαλιστικών καλύψεων ακινήτων είχαν αυξηθεί λόγω της σημαντικής αύξησης των ζημιών από σφοδρές καταιγίδες. «Η κλιματική αλλαγή ανήγγειλε την άφιξή της», είπε. Στη συνέχεια, καθώς η Ευρώπη βίωσε τον πιο ζεστό Μάρτιο που έχει καταγραφεί ποτέ, ο Γκίντερ Θάλινγκερ, μέλος του διοικητικού συμβουλίου του γερμανικού ασφαλιστικού γίγαντα Allianz, προειδοποίησε ότι οι παγκόσμιες θερμοκρασίες πλησίαζαν γρήγορα σε επίπεδα που οι ασφάλειες δεν θα καλύπτουν, δημιουργώντας «έναν συστημικό κίνδυνο που απειλεί τα ίδια τα θεμέλια του χρηματοπιστωτικού τομέα». «Aν η ασφάλιση δεν είναι πλέον διαθέσιμη, και άλλες χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες δεν θα είναι διαθέσιμες», έγραψε σε ανάρτησή του. «Η οικονομική αξία ολόκληρων περιοχών –παράκτιες, άνυδρες, επιρρεπείς σε πυρκαγιές– θα αρχίσει να εξαφανίζεται από τα οικονομικά βιβλία», πρόσθεσε.
Δεν υπάρχει, σύμφωνα με τους Financial Times, ένα συγκεκριμένο σενάριο για το πώς το κόστος ασφάλισης ακινήτων μπορεί να οδηγήσει σε οικονομική αναταραχή. Αλλά ιδού ένα που προέκυψε από συζητήσεις με περισσότερους από είκοσι επενδυτές, οικονομικούς αναλυτές, εμπειρογνώμονες σε ρυθμιστικές αρχές, στελέχη ασφαλιστικών εταιρειών, επιστήμονες και ερευνητές. Ξεκινά με τον αριθμό των ασφαλιστών που αποσύρονται από τις πολιτείες των ΗΠΑ και όχι μόνο σε πολιτείες επιρρεπείς σε καταστροφές, όπως η Καλιφόρνια. Σε όλη τη χώρα, οι ιδιοκτήτες σπιτιών αντιμετωπίζουν αυξανόμενα ασφάλιστρα ή αδυναμία ανανέωσης της ασφαλιστικής τους κάλυψης, καθώς οι ασφαλιστές αντιμετωπίζουν μια αδιάκοπη έξαρση πυρκαγιών, καταιγίδων και τυφώνων.
Οι κυβερνήσεις προσπαθούν να καλύψουν τα κενά με περισσότερα ασφαλιστικά προγράμματα έσχατης ανάγκης. Αυτά τα προγράμματα συνήθως κοστίζουν περισσότερο και καλύπτουν λιγότερο, δημιουργώντας μια ανατριχιαστική νέα πραγματικότητα για χιλιάδες ιδιοκτήτες σπιτιών: Η αξία του σπιτιού τους, η οποία είχε αυξηθεί χρόνο με τον χρόνο, αρχίζει να βυθίζεται. Καθώς η κάλυψη ακινήτων εξασθενεί, το ίδιο συμβαίνει και με την παρουσία τραπεζών. Μερικοί δανειστές εγκαταλείπουν εντελώς τον κλάδο των στεγαστικών δανείων.
Οι ΗΠΑ δεν είναι μόνες τους σε αυτόν τον κίνδυνο. Η αναταραχή που προκαλείται από το κλίμα θα ενταθεί παντού, συγκλονίζοντας τις ασφαλιστικές εταιρείες, τις τράπεζες και τις αγορές ακινήτων, από τη νότια Αυστραλία έως τη βόρεια Ιταλία. Οι άνθρωποι θα βρεθούν να ζουν σε σπίτια μικρότερης αξίας από αυτήν που είχαν πληρώσει. Οι αθετήσεις στεγαστικών δανείων θα αρχίζουν να αυξάνονται, μαζί με τις κατασχέσεις. Ομως, σημειώνουν οι Financial Times, αυτή η φορά θα είναι διαφορετική. Σε αντίθεση με άλλες οικονομικές καταστροφές, η υποκείμενη αιτία της συγκεκριμένης δεν θα είναι οικονομική, θα είναι φυσική και δεν είναι σαφές εάν θα τελειώσει ποτέ.
Υπάρχουν και οι αντίθετες απόψεις. Ο Κρίστοφερ Γουόλερ, διοικητής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ που διορίστηκε κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του Ντόναλντ Τραμπ, συγκαταλέγεται στους αμφισβητίες. «Η κλιματική αλλαγή είναι πραγματική, αλλά δεν πιστεύω ότι θέτει σε σοβαρό κίνδυνο την ασφάλεια και την ευρωστία των μεγάλων τραπεζών ή τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα των ΗΠΑ», είπε το 2023.
Οι αξίες των ακινήτων μειώθηκαν κατακόρυφα μετά τη μείωση του πληθυσμού σε πόλεις των ΗΠΑ όπως το Ντιτρόιτ, χωρίς να αποτελούν απειλή για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, υποστήριξε ο Γουόλερ.
Υπάρχει, ωστόσο, ευρύτερη συμφωνία σε ένα σημείο. Το οικονομικός χάος που προκαλείται από την κλιματική αλλαγή, ακόμη και αν δεν συμβεί απότομα, θα μπορούσε να είναι πιο απειλητικό από το οικονομικό χάος του παρελθόντος. Αυτό συμβαίνει επειδή δεν θα προκληθεί από οικονομικές αποτυχίες που συνήθως ακολουθούνται από ανάκαμψη, αλλά από τις παγκόσμιες εκπομπές άνθρακα. «Αυτός ο τύπος κλιματικού κινδύνου δεν είναι κυκλικός. Οδεύει προς μία κατεύθυνση», λέει στους FT ο οικονομολόγος Μπεν Κις, του Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια. «Επομένως, δεν χρειάζεται απαραίτητα ένα τόσο μεγάλο σοκ για να έχει μια σοβαρή, μακροπρόθεσμη επίδραση στις τιμές των κατοικιών».
Η ιδέα ενός επίμονου κλιματικού αποτυπώματος στα ακίνητα, σηματοδοτεί μια μετατόπιση στον τρόπο με τον οποίο ορισμένοι ειδικοί σκέφτονται τη, σχετικά νέα, έννοια της χρηματοπιστωτικής αστάθειας που τροφοδοτείται από το κλίμα. «Ολα αυτά μπορεί να φαίνονται ασήμαντα όσο πύραυλοι πέφτουν στη Μέση Ανατολή και την Ουκρανία. Ομως, μακροπρόθεσμα, μπορεί να έχουν τη μεγαλύτερη σημασία, κυρίως επειδή είναι τόσο δύσκολο να δούμε πώς θα καταλήξουν», γράφουν οι FT. Για πολλά χρόνια, οι αναλυτές πίστευαν ότι υπάρχουν δύο τρόποι με τους οποίους η υπερθέρμανση του πλανήτη μπορεί να επηρεάσει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα: οι φυσικοί κίνδυνοι των ακραίων καιρικών φαινομένων και οι λεγόμενοι «κίνδυνοι μετάβασης» των κυβερνητικών πολιτικών, από τε ορυκτά καύσιμα σε πιο πράσινες οικονομίες.
Οι δύο απειλές συνδέονται: εάν οι φυσικοί κίνδυνοι ενταθούν, θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν αυστηρότερες πολιτικές για το κλίμα που θα επιδεινώνουν τους κινδύνους μετάβασης. Ωστόσο, οι φυσικοί κίνδυνοι φαίνονταν πάντα οι πιο μακρινοί από τους δύο. Οταν ο Μαρκ Καμπανάλε, αναλυτής βιώσιμων επενδύσεων στο Λονδίνο το 2007, άρχισε να προειδοποιεί για την απειλή των ορυκτών καυσίμων που δεν θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν εάν οι θέλαμε να διατηρήσουμε τις παγκόσμιες θερμοκρασίες σε ασφαλή επίπεδα, οι κυβερνήσεις άρχισαν να ενεργούν, θεσπίζοντας νόμους για τη μείωση των εκπομπών.
Ο Καμπανάλε υποστήριξε ότι θα μπορούσε να δημιουργηθεί μια «φούσκα άνθρακα» καθώς οι κυβερνήσεις έθεταν στόχους εκπομπών που δεν ήταν συμβατοί με τον αριθμό των πετρελαιοπηγών και των μονάδων παραγωγής ενέργειας από άνθρακα σε όλο τον κόσμο. Μόλις ξεκινήσουν πολιτικές για την επίτευξη αυτών των στόχων, υποστήριξε, οι επενδυτές που συνέχιζαν να επενδύουν χρήματα σε ορυκτά καύσιμα θα μπορούσαν να επιβαρυνθούν με μεγάλες ζημίες.
Η ιδέα απογειώθηκε. Οι οικονομικοί δημοσιογράφοι έγραψαν για αυτήν. Ακαδημαϊκοί διοργάνωσαν συνέδρια σχετικά με αυτήν. Οι ακτιβιστές για το κλίμα την ανέπτυξαν και προέτρεψαν τις χρηματοπιστωτικές ρυθμιστικές αρχές να την εξετάσουν. Τον Σεπτέμβριο του 2015, ο Μαρκ Κάρνi, τότε διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας και νυν πρωθυπουργός του Καναδά, εκφώνησε μια ομιλία σχετικά με τον κίνδυνο των αχρησιμοποίητων περιουσιακών στοιχείων ορυκτών καυσίμων και την «δυνητικά τεράστια» έκθεση που θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν οι επενδυτές.
Οι αρνητές της κλιματικής αλλαγής, παρατηρούν οι FT, είδαν σε όλα αυτά μια παρασκηνιακή προσπάθεια να εισχωρήσουν οι πολιτικές για το κλίμα στους τραπεζικούς κανονισμούς. Οι ακτιβιστές για την κλιματική δράση ανησυχούσαν ότι ο Κάρνι έδειχνε υπερβολική εμπιστοσύνη στις ιδιωτικές αγορές για να λύσει ένα πρόβλημα που απαιτούσε φόρους άνθρακα, όρια χρήσης ορυκτών καυσίμων και άλλες ισχυρές δημόσιες πολιτικές.
Πολλοί προέβλεψαν ότι τέτοιες πολιτικές δεν θα εφαρμόζονταν ποτέ στην απαιτούμενη κλίμακα. Και ακόμα κι αν εφαρμόζονταν, οι αξίες των ορυκτών καυσίμων θα μειώνονταν σταδιακά, δίνοντας στους επενδυτές άφθονο χρόνο για να βγάλουν χρήματα στην πορεία. Παρόλα αυτά, η ομιλία του Κάρνι σηματοδότησε ένα σημείο καμπής. Το 2017, οκτώ κεντρικές τράπεζες και χρηματοπιστωτικές εποπτικές αρχές, συμπεριλαμβανομένων εκείνων από την Κίνα, τη Γερμανία, τη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, ξεκίνησαν αυτό που έγινε γνωστό ως Δίκτυο για την Πράσινη Ενίσχυση του Χρηματοπιστωτικού Συστήματος. Η ομάδα σύντομα απέκτησε περισσότερα από 100 μέλη, συμπεριλαμβανομένης της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Η ιδέα ότι ένας θερμαινόμενος κόσμος θα μπορούσε να επηρεάσει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα έγινε κυρίαρχη.
Στρες τεστ για το κλίμα
Ξαφνικά, οι κεντρικές τράπεζες διεξήγαγαν «δοκιμές αντοχής» για το κλίμα σε τραπεζικά συστήματα. Η ανάλυση βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη. Μια ολοκληρωμένη ανασκόπηση των δοκιμών αντοχής από τον ΟΗΕ, ανέφερε πέρυσι ότι οι αξιολογήσεις είχαν σε γενικές γραμμές διαπιστώσει ότι τα χρηματοπιστωτικά συστήματα ήταν πιθανό να είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν τόσο τις φυσικές όσο και τις απειλές μετάβασης. Ο κίνδυνος παραμένει, συμπλήρωσε.
Οι επικριτές παραπονούνται ότι πολλά τεστ αντοχής βασίζονται σε μοντέλα που αποκλείουν κινδύνους όπως τα σημεία καμπής για το κλίμα. Αυτά είναι όρια στο σύστημα της γης που, μόλις ξεπεραστούν, πυροδοτούν δραματικές και μη αναστρέψιμες αλλαγές, όπως η απώλεια του στρώματος πάγου στη Δυτική Ανταρκτική ή του τροπικού δάσους στον Αμαζόνιο.
Επιμένουν ότι «είναι σαν να μοντελοποιούμε το σενάριο του Τιτανικού να χτυπάει ένα παγόβουνο, αλλά να αποκλείουμε από τις επιπτώσεις την πιθανότητα το πλοίο να βυθιστεί, με τα δύο τρίτα των επιβατών να χάνονται». Πιο πρόσφατα, η Norges Bank Investment Management της Νορβηγίας, το μεγαλύτερο κρατικό επενδυτικό ταμείο στον κόσμο, δήλωσε ότι ορισμένα συμβατικά μοντέλα παρήγαγαν «απίστευτα χαμηλές» εκτιμήσεις για τις απώλειες από τον φυσικό κίνδυνο του κλίματος. Τα μοντέλα συνεχίζουν να βελτιώνονται και οι κεντρικές τράπεζες συνεχίζουν να εργάζονται πάνω σε αυτό που η επικεφαλής της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, αποκάλεσε πέρυσι «νέο τύπο συστημικού κινδύνου» που θέτουν οι κλιματικές και περιβαλλοντικές απειλές.
Ομως, γράφουν οι FT, «όπως αποδείχθηκε, υπάρχει ένας άλλος τύπος κινδύνου που πρέπει να αντιμετωπιστεί: Ο κίνδυνος Τραμπ». Η βιασύνη της κυβέρνησης των ΗΠΑ να καταργήσει τις πολιτικές για την κλιματική αλλαγή από τότε που ανέλαβε τα καθήκοντά του, τον Ιανουάριο, ήταν εκπληκτική. Η κήρυξη «εθνικής ενεργειακής έκτακτης ανάγκης» από τον πρόεδρο με στόχο την ενίσχυση των ορυκτών καυσίμων και η εντολή για εκ νέου αποχώρηση από τη Συμφωνία του Παρισιού ήταν μόνο η αρχή. Η κυβέρνηση έχει έκτοτε απολύσει επιστήμονες από τις υπηρεσίες για το κλίμα και έχει καταρτίσει σχέδια για τη μείωση της παρακολούθησης των αερίων του θερμοκηπίου. Ο Τραμπ υπέγραψε ψηφίσματα του Κογκρέσου που αποσκοπούν στην ανατροπή των προσπαθειών της Καλιφόρνια να ερματίσει την πώληση βενζινοκίνητων αυτοκινήτων έως το 2035.
Τίποτα από αυτά δεν σημαίνει ότι η μετάβαση στην πράσινη ενέργεια, με όλες τις πιθανές συνέπειές της για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, είναι νεκρή. Πέρυσι, οι παγκόσμιες επενδύσεις στη μετάβαση ξεπέρασαν τα 2 τρισεκατομμύρια δολάρια, για πρώτη φορά, σημειώνουν οι Financial Times. Σχεδόν το 40% του ποσού προήλθε από τον κολοσσό της καθαρής ενέργειας, την Κίνα, η οποία επένδυσε περισσότερα από ό,τι οι ΗΠΑ, η ΕΕ και το Ηνωμένο Βασίλειο μαζί. Ομως, ο ρυθμός της παγκόσμιας αύξησης των επενδύσεων ήταν πιο αργός από τα προηγούμενα τρία χρόνια.
Και αν οι ΗΠΑ, η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, καταβάλλουν τώρα κάθε δυνατή προσπάθεια για να αντιστρέψουν τη μετάβαση, αυτό καθιστά το άμεσο μέλλον της μετατόπισης αβέβαιο.
Το κλίμα δείχνει τα δόντια του
Εν τω μεταξύ, τα σημάδια των φυσικών κλιματικών κινδύνων που αρχικά φάνηκαν πιο μακρινά από τις απειλές της μετάβασης έχουν γίνει όλο και πιο εμφανή. Οι τεράστιες βροχές έφεραν το Ντουμπάι σε αδιέξοδο τον Απρίλιο του περασμένου έτους. Εκατοντάδες πέθαναν λίγους μήνες αργότερα, όταν ο τυφώνας Γιάγκι σάρωσε τη νοτιοανατολική Ασία. Τον Οκτώβριο, οι αρχές στη Φλόριντα εξακολουθούσαν να ασχολούνται με τα συντρίμμια που άφησαν πίσω τους δύο τεράστιοι τυφώνες που έπληξαν την πολιτεία μέσα σε ασυνήθιστα σύντομο χρονικό διάστημα 13 ημερών. Μετά, η καταστροφή έπληξε τη Βαλένθια. Λιγότερο από τρεις μήνες αργότερα, ο κόσμος παρακολουθούσε καθώς τεράστιες πυρκαγιές έφεραν χάος στο Λος Αντζελες. Ο ρυθμός της καταστροφής συνεχίστηκε και φέτος. Τον Μάρτιο, οι ηγέτες της Νότιας Κορέας δήλωσαν ότι οι θανατηφόρες πυρκαγιές που σάρωναν τη χώρα ήταν οι χειρότερες στην ιστορία του έθνους, ενώ η Ιαπωνία διέταξε χιλιάδες να εκκενώσουν τις πληγείσες περιοχές λόγω των χειρότερων πυρκαγιών των τελευταίων δεκαετιών. Οι μαζικές πυρκαγιές έχουν πλήξει χιλιάδες Καναδούς και η Αυστραλία έχει αντιμετωπίσει μια καταστροφική σειρά πλημμυρών.
Αυτόν τον μήνα, οι αρχές εξέδωσαν προειδοποιήσεις για ακραίες θερμοκρασίες σε όλη τη Βόρεια Αμερική, την Ευρώπη και την Ασία. Πέρυσι, για πρώτη φορά, οι μέσες παγκόσμιες θερμοκρασίες έφτασαν τους 1,5 βαθμούς Κελσίου πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα, για 12 συνεχόμενους μήνες. Κάποια στιγμή μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια, υπάρχει πιθανότητα οι θερμοκρασίες να αυξηθούν κατά 2 βαθμούς Κελσίου για πρώτη φορά, είπαν οι επιστήμονες τον Μάιο.
Κανένα από αυτά τα γεγονότα δεν έχει οδηγήσει σε συστημική χρηματοπιστωτική αστάθεια. Οι δασμοί του Τραμπ είχαν πολύ μεγαλύτερη επίδραση. Ομως, ο αυξανόμενος αριθμός καταστροφών έχει αρχίσει να αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο οι ειδικοί εξετάζουν τα οικονομικά προβλήματα που προκαλούνται από το κλίμα. «Πίστευα πάντα ότι ο κίνδυνος μετάβασης είναι μεγαλύτερος για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, επειδή μπορεί να λάβει τη μορφή πολύ ξαφνικών μεταβολών που οδηγούν σε τεράστιες οικονομικές απώλειες», λέει στους FT ο καθηγητής οικονομικών Πάτρικ Μπόλτον. «Ομως νομίζω ότι αυτό που είδαμε με τις πυρκαγιές στο Λος Αντζελες και άλλες καταστροφές είναι ότι βρισκόμαστε ήδη στο σημείο όπου οι φυσικοί κίνδυνοι θα μπορούσαν να αποτελέσουν απειλή για το χρηματοπιστωτικό σύστημα».
Οι τράπεζες έχουν κάνει μια παρόμοια αναθεώρηση, λέει ένας στρατηγικός αναλυτής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών που έχει εργαστεί σε δοκιμές αντοχής στο κλίμα επί σχεδόν μια δεκαετία.
Ο Λόρδος Αντερ Τέρνερ, πρώην πρόεδρος της Αρχής Χρηματοπιστωτικών Υπηρεσιών του Ηνωμένου Βασιλείου, ο οποίος βοήθησε στον επανασχεδιασμό των τραπεζικών κανονισμών μετά την οικονομική κρίση του 2008, κατέληξε σε παρόμοιο συμπέρασμα. «Το γεγονός ότι η σοβαρότητα των ακραίων γεγονότων αυξάνεται με ρυθμό που δεν κατανοούσαμε προηγουμένως, και αυτό επηρεάζει μια κατηγορία περιουσιακών στοιχείων τόσο μεγάλη όσο τα ακίνητα, θα μπορούσε να αφήσει τους δανειστές εκτεθειμένους σε μη ασφαλίσιμα ακίνητα των οποίων η τιμή μειώνεται», λέει στους Financial Times.
Τέσσερις ημέρες πριν από την ορκωμοσία του Τραμπ, στις 20 Ιανουαρίου, το Ομοσπονδιακό Γραφείο Ασφαλίσεων του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ δημοσίευσε αυτό που χαρακτήρισε ως τα πιο ολοκληρωμένα δεδομένα για την ασφάλιση κατοικίας που έχουν συγκεντρωθεί μέχρι σήμερα. Η ανάλυσή του για 246 εκατομμύρια ασφαλιστήρια συμβόλαια, που εκδόθηκαν μεταξύ 2018 και 2022. έδειξε ότι η ασφάλιση γινόταν όλο και πιο δαπανηρή και λιγότερο διαθέσιμη για εκατομμύρια Αμερικανούς, ειδικά για εκείνους στις περιοχές που είναι πιο επιρρεπείς σε καταστροφές. Το μέσο κόστος των ασφαλίστρων που καταβάλλουν οι άνθρωποι που ζουν σε μέρη όπου οι ζημίες που σχετίζονται με το κλίμα αναμενόταν να είναι οι υψηλότερες, είναι 82% υψηλότερο από ό,τι στις λιγότερο επικίνδυνες περιοχές.
Η έκθεση περιελάμβανε πληροφορίες από φορείς όπως η Εθνική Υπηρεσία Ωκεανών και Ατμόσφαιρας και η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Διαχείρισης Εκτάκτων Αναγκών (FEMA). Και οι δύο οργανισμοί έχουν πληγεί από τις προσπάθειες μείωσης του ομοσπονδιακού εργατικού δυναμικού και ο Τραμπ έχει καταρτίσει σχέδια για την έναρξη της σταδιακής κατάργησης της FEMA. Η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ασφαλίσεων θα καταργηθεί επίσης βάσει νομοθεσίας που εισήγαγε τον Ιανουάριο ένας Ρεπουμπλικάνος βουλευτής.
Οι ασφαλιστικές εταιρείες από την πλευρά τους χαρακτήρισαν την έκθεση «ελαττωματική» προσπάθεια που επικεντρώθηκε υπερβολικά στην κλιματική αλλαγή και όχι σε άλλους παράγοντες που αύξησαν το κόστος ασφαλιστικής κάλυψης, όπως ο πληθωρισμός, οι αγωγές και η μετακίνηση ανθρώπων σε επικίνδυνες περιοχές. Οσον αφορά τους κινδύνους για τις ίδιες τις ασφαλιστικές εταιρείες, οι ηγέτες του κλάδου σπεύδουν να επισημάνουν ότι συνήθως προσφέρουν κάλυψη για ένα μόνο έτος, επομένως η οικονομική τους έκθεση είναι πιο περιορισμένη.
Εν τω μεταξύ, καταβάλλονται προσπάθειες για την αναμόρφωση των ασφαλιστικών αγορών ώστε να γίνουν πιο ανθεκτικές στον κλιματικό κίνδυνο, να ωθηθούν οι ιδιοκτήτες σπιτιών να χτίζουν σε λιγότερο επικίνδυνα μέρη και να γίνουν τα υπάρχοντα σπίτια πιο ανθεκτικά στα ακραία καιρικά φαινόμενα. Ισως αυτές οι προσπάθειες αποδώσουν, καταλήγουν οι FT. Θα πρέπει όμως να αναγνωρίσουμε ότι εξαρτώνται από δεδομένα, αναλύσεις και εμπειρογνωμοσύνη σχετικά με τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, η οποία τώρα δέχεται σοβαρή πίεση στις ΗΠΑ.
Οπως δήλωσε στο Fox Business η υπουργός Γεωργίας, Μπρουκ Ρόλινς, «δεν ασχολούμαστε πια με την κλιματική αλλαγή». Αυτό συμβαίνει επειδή, όπως είπε, «για την Αμερική ξημέρωσε μια νέα μέρα».
