1651
| Reuters/Carlos Barria/ Creative Protagon

Πώς οι ΗΠΑ κατέληξαν με έναν «αυτοκράτορα»

Protagon Team Protagon Team 21 Ιουνίου 2025, 18:37

Πώς οι ΗΠΑ κατέληξαν με έναν «αυτοκράτορα»

Protagon Team Protagon Team 21 Ιουνίου 2025, 18:37

«Θα μπορούσα να το κάνω, αλλά μπορεί και όχι. Δηλαδή κανείς δεν ξέρει τι θα κάνω. Μου αρέσει να παίρνω την τελική απόφαση την τελευταία στιγμή», δήλωσε την Τετάρτη ο Ντόναλντ Τραμπ σχετικά με την πιθανότητα οι Ηνωμένες Πολιτείες να εμπλακούν, τελικά, στον πόλεμο του Ισραήλ κατά του Ιράν. Την επομένη, δια στόματος της εκπροσώπου Τύπου του Λευκού Οίκου Κάρολαϊν Λέβιτ, ενημέρωσε όλον τον κόσμο πως θα αποφασίσει «μέσα στις επόμενες εβδομάδες».

Ορισμένοι, ακόμη και μεταξύ των αμερικανών νομοθετών (Δημοκρατικών αλλά και Ρεπουμπλικανών), επιχείρησαν να αντιτάξουν ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ δεν μπορεί να αποφασίζει τα πάντα μόνος του, ειδικά την εμπλοκή της χώρας σε έναν πόλεμο, καθώς σύμφωνα με το αμερικανικό Σύνταγμα αυτό μπορεί να το αποφασίσει μόνο το Κογκρέσο.

Η πολιτική επιστήμονας Ελίζαμπεθ Σόντερς, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια και συγγραφέας του βιβλίου «The Insiders’ Game: How Elites Make War and Peace», εξηγεί, ωστόσο, σε άρθρο της στο Foreign Affairs, ότι, δυστυχώς, ο Τραμπ μπορεί να αποφασίζει σχεδόν τα πάντα μόνος του, ειδικά όσον αφορά την εξωτερική πολιτική και την εθνική ασφάλεια. Ο τίτλος του άρθρου είναι δυσοίωνα διαφωτιστικός: «Αυτοκρατορικός πρόεδρος στο εσωτερικό, αυτοκράτορας στο εξωτερικό». Αλλά το πιο ενδιαφέρον μέρος της ανάλυσης της αμερικανίδας ειδικού αφορά το πώς οι ΗΠΑ έφτασαν σε αυτό το σημείο.

«Ο Τραμπ κυβερνά σήμερα στον απόηχο της πλήρους εξάλειψης ελέγχων και ισορροπιών στην εκτελεστική εξουσία, τουλάχιστον στα πεδία της εξωτερικής πολιτικής και της εθνικής ασφάλειας. Από τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου και έπειτα το Κογκρέσο παρείχε στον Λευκό Οίκο ολοένα περισσότερες εξουσίες ως προς τις εξωτερικές υποθέσεις και δεν επιδίωξε να τις ανακτήσει, και το Ανώτατο Δικαστήριο διστάζει να επιβάλει ουσιαστικούς περιορισμούς.

»Ο Τραμπ κληρονόμησε έναν συνεχώς διευρυνόμενο μηχανισμό εθνικής ασφάλειας που λειτουργεί με ελάχιστη εποπτεία. Οι επιθέσεις του σε θεσμούς κατά τη διάρκεια της πρώτης του θητείας αποσκοπούσαν στην περαιτέρω διεύρυνση των εξουσιών του προέδρου, και στα χρόνια που ακολούθησαν το Κογκρέσο και το Ανώτατο Δικαστήριο μπλόκαραν τις προσπάθειες ελέγχου της προεδρίας» γράφει η Ελίζαμπεθ Σόντερς.

Το αποτέλεσμα είναι ότι ο Τραμπ μπορεί πλέον, σε μεγάλο βαθμό, να κάνει ό,τι θέλει όταν πρόκειται για οτιδήποτε σχετίζεται, έστω και φαινομενικά, με την εξωτερική πολιτική και την εθνική ασφάλεια, «να απελαύνει αλλοδαπούς σε κέντρα κράτησης στο Ελ Σαλβαδόρ, να επιβάλλει σαρωτικούς δασμούς σε χώρες σε όλον τον κόσμο, να ακυρώνει δεσμεύσεις για βοήθεια στο εξωτερικό που έχουν εγκριθεί από το Κογκρέσο, να εκφοβίζει συμμάχους, να φλερτάρει με αυταρχικούς ηγέτες, να αποδέχεται δώρα από μοναρχίες, να αναπτύσσει στρατιωτικές μονάδες στους δρόμους των αμερικανικών πόλεων, ακόμη και να επιστρατεύει τις ένοπλες δυνάμεις για μια εορταστική παρέλαση στα γενέθλιά του. Οι πολιτικοί επιστήμονες που μελετούν τα αυταρχικά καθεστώτα αναγνωρίζουν το φαινόμενο ως αυτό που είναι: η εξωτερική πολιτική ενός δικτάτορα».

Ομως, αν και ο Τραμπ συνεισέφερε σημαντικά στην όλη διαδικασία, αποτελεί γεγονός ότι η πορεία προς τη σημερινή «αυτοκρατορική προεδρία» των ΗΠΑ άρχισε πολύ πριν τη δίκη του έλευση. «Οι έλεγχοι και οι ισορροπίες σχετικά με τον ρόλο του προέδρου στην εξωτερική πολιτική είχαν ήδη διαβρωθεί σημαντικά πριν ο Τραμπ κερδίσει τις εκλογές του 2016. Δύο εξελίξεις ξεχωρίζουν ως οι πιο σχετικές για την τρέχουσα δύσκολη κατάσταση της χώρας», σύμφωνα με την αμερικανίδα πολιτολόγο.

«Η διεύρυνση των προεδρικών εξουσιών μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 και η απουσία λογοδοσίας των ελίτ για τη διπλή αποτυχία του πολέμου στο Ιράκ και της οικονομικής κρίσης του 2008. Οταν το Κογκρέσο παραχώρησε στον πρόεδρο περισσότερη ευελιξία για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, αυτό συνέβη με μια αυτοτροφοδοτούμενη λογική που διασφάλιζε ότι αυτή η ευελιξία θα ήταν δύσκολο να περιοριστεί. Ανησυχώντας ότι θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι εμπόδιζε την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, το Κογκρέσο επέλεξε να μην καταργήσει αυτές τις εξουσίες ούτε να ασκήσει ισχυρή εποπτεία στην κυβέρνηση στο πλαίσιο του “πολέμου κατά της τρομοκρατίας”.

»Αφού ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους χρησιμοποίησε αυτές τις εξουσίες για να εισβάλει στο Ιράκ το 2003, το Κογκρέσο παρέμεινε απρόθυμο να τον περιορίσει σε καιρό πολέμου, ακόμη και όταν ο πόλεμος οδηγούνταν σαφώς σε αποτυχία. Στον οικονομικό τομέα, το Troubled Asset Relief Program του 2008, μια απάντηση στην οικονομική κρίση και τη σοβαρή οικονομική ύφεση που ακολούθησε, συνέβαλε επίσης στη διάβρωση των περιορισμών.

»Το πρόγραμμα, που θεσπίστηκε από τον Τζορτζ Μπους τον νεότερο και συνεχίστηκε κατά τη διακυβέρνηση Ομπάμα, ήταν απαραίτητο για να αποφευχθεί μια ακόμη μεγαλύτερη οικονομική καταστροφή. Αλλά η διάσωση τραπεζών, που ήταν “πολύ μεγάλες για να καταρρεύσουν”, τροφοδότησε την αντίληψη ότι ο πρόεδρος μπορούσε να λαμβάνει αποφάσεις που επηρέαζαν ολόκληρη την οικονομία, ακόμη και όταν οι υπεύθυνοι για την κατάρρευση συνέχιζαν να επωφελούνται από τις συνέπειές της. Η αποτυχία, ιδίως του Κογκρέσου, να προσπαθήσει να χαλιναγωγήσει την εκτελεστική εξουσία μετά από αυτές τις κρίσεις, είναι ανησυχητική» γράφει η Ελίζαμπεθ Σόντερς.

Κάπως έτσι είχαν τα πράγματα όταν εξελέγη ο Τραμπ πρώτη φορά στην προεδρία το 2016 και τα συνθήματα που τον είχαν οδηγήσει στον Λευκό Οίκο, από το «Θα αποστραγγίσουμε τον βάλτο» της Ουάσινγκτον έως τον πόλεμο κατά του «βαθέος κράτους», υποδήλωναν ήδη πως ο αμερικανός πρόεδρος θα απαιτούσε, με κάθε μέσο, να τον «αφήσουν να κάνει τη δουλειά του», κατά το δοκούν φυσικά.

«Αλλά κατά την πρώτη θητεία του Τραμπ, ορισμένα προστατευτικά κιγκλιδώματα –κυρίως σύμβουλοί του και μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου, πολλά από τα οποία σέβονταν το Κογκρέσο– μετρίαζαν τα πιο άγρια ένστικτά του. Τώρα αυτά τα προστατευτικά κιγκλιδώματα δεν υπάρχουν. Οι άλλοι κλάδοι της κυβέρνησης δεν προσπαθούν πλέον καν να περιορίσουν την εξωτερική πολιτική του» συνεχίζει η Σόντερς.

Μάλιστα, το ίδιο το Κογκρέσο κατάφερε το πρώτο πλήγμα στη δυνατότητα ελέγχου και συγκράτησης της εκτελεστικής εξουσίας τον Ιανουάριο του 2021, όταν η Γερουσία απέτυχε να καταδικάσει τον Τραμπ στη δεύτερη δίκη καθαίρεσής του για υποκίνηση της εξέγερσης της 6ης Ιανουαρίου:

«Πολύ λίγοι Ρεπουμπλικανοί ήταν πρόθυμοι να ψηφίσουν κατά του Τραμπ. Η κριτική και οι αποστασίες από το ίδιο το προεδρεύον κόμμα ήταν πάντα απαραίτητες για να λογοδοτούν οι πρόεδροι: κατά τη διάρκεια του Watergate, οι Ρεπουμπλικανοί του Κογκρέσου τελικά εγκατέλειψαν τον Νίξον, ο οποίος παραιτήθηκε, γνωρίζοντας ότι δεν θα τον υποστήριζαν. Με την αθώωση του Τραμπ το 2021, οι Ρεπουμπλικανοί νομοθέτες στο Κογκρέσο κατέστησαν σαφές ότι ουσιαστικά δεν επρόκειτο να ελέγχουν τον Τραμπ».

Στη συνέχεια, τον Ιούλιο του 2024, το Ανώτατο Δικαστήριο, που ποτέ δεν είχε την τάση να ελέγχει την προεδρική εξουσία στην εξωτερική πολιτική και ανέκαθεν ήταν ιδιαίτερα πειθήνιο σε σχέση με θέματα εθνικής ασφάλειας, «έδωσε στον Τραμπ “λευκή επιταγή”, αποφασίζοντας ότι ο πρόεδρος απολάμβανε σημαντική ασυλία για σχεδόν οποιαδήποτε ενέργεια σχετική με τα επίσημα καθήκοντά του.

»Η απόφαση όχι μόνο τερμάτισε τις ομοσπονδιακές διώξεις εναντίον του –για τον ρόλο του στο κίνημα “Σταματήστε την Κλοπή” και τις ενέργειές του που σχετίζονταν με την 6η Ιανουαρίου, καθώς και για τη φερόμενη κακή διαχείριση διαβαθμισμένων εγγράφων–, αλλά επίσης κατέστησε εξαιρετικά απίθανο να θεωρηθεί ποτέ ο Τραμπ υπεύθυνος για παραβίαση της ομοσπονδιακής νομοθεσίας και του Συντάγματος, κάτι που αναμφισβήτητα έχει πράξει επανειλημμένως στους πρώτους μήνες της δεύτερης θητείας του».

Είναι δύσκολο να θεωρηθεί σύμπτωση το γεγονός ότι ο Τραμπ, αναπάντεχα ενισχυμένος από τις δύο παραπάνω εξελίξεις, προτού καν αρχίσει τη δεύτερη θητεία του τοποθέτησε σε νευραλγικές θέσεις άτομα απόλυτα πιστά σε εκείνον, κηρύσσοντας παράλληλα τον πόλεμο στη δημόσια διοίκηση. «Η ανασυγκρότηση των δεξιοτήτων και της εμπειρίας της ομοσπονδιακής διοίκησης θα είναι έργο μιας γενιάς, όχι μιας κυβέρνησης», προειδοποιεί επί τούτου η Ελίζαμπεθ Σόντερς. «Οταν, αναπόφευκτα, έρθουν κρίσεις, οι ΗΠΑ μπορεί να μην έχουν πλέον τα εργαλεία, την επάρκεια και τη συνολική ικανότητα να τις αντιμετωπίσουν».

Τον περασμένο Φεβρουάριο, επίσης στο Foreign Affairs, οι πολιτικοί επιστήμονες Λούκαν Γουέι και Στίβεν Λεβίντσικι υποστήριξαν ότι οι ΗΠΑ ολισθαίνουν προς τον «ανταγωνιστικό αυταρχισμό», δηλαδή «ένα σύστημα όπου τα κόμματα ανταγωνίζονται στις εκλογές, αλλά η κατάχρηση εξουσίας από τον εν ενεργεία πρόεδρο γέρνει την πλάστιγγα σε βάρος της αντιπολίτευσης».

Σήμερα, όμως, έπειτα από μόλις λίγους μήνες, ειδικά όσον αφορά την εξωτερική πολιτική, οι ΗΠΑ βρίσκονται ήδη σε χειρότερη κατάσταση. «Τα δικαστήρια των ΗΠΑ εξακολουθούν να ασκούν κάποιον έλεγχο στον πρόεδρο, ειδικά όσον αφορά εσωτερικά ζητήματα. Η τύχη αυτών των αμφισβητήσεων, ωστόσο, παραμένει αβέβαιη, καθώς πολλές υποθέσεις θα καταλήξουν τελικά στο Ανώτατο Δικαστήριο, η σύνθεση του οποίου ευνοεί τον Τραμπ», θυμίζει η αμερικανίδα πανεπιστημιακός.

«Οσον αφορά ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και εθνικής ασφάλειας, η προεδρία έχει πλέον τα χαρακτηριστικά μιας προσωποκεντρικής δικτατορίας. Η παραδοσιακή υποταγή των δικαστηρίων στον πρόεδρο στις εξωτερικές υποθέσεις είναι απίθανο να αλλάξει. Η δεύτερη κυβέρνηση Τραμπ, έχοντας επίγνωση αυτής της υποταγής, χρησιμοποιεί την εξωτερική πολιτική ως πρόσχημα για τις νομικά αμφίβολες ενέργειές της».

Τι μπορεί, όμως, να περιμένει κανείς από έναν δικτάτορα στην εξωτερική πολιτική; Πιθανότατα τίποτα καλό. «Αυτή η εξάλειψη των προεδρικών περιορισμών είναι κακός οιωνός για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ και για τον κόσμο. Μελέτες για τον προσωποκρατία σκιαγραφούν μια ζοφερή εικόνα. Χωρίς περιορισμούς, ακόμη και από τις ελίτ στον στενό κύκλο του ηγέτη, οι περσοναλιστές δικτάτορες είναι επιρρεπείς σε στρατιωτικούς τυχοδιωκτισμούς, απρόβλεπτες αποφάσεις και αντιπαραγωγικές πολιτικές.

»Τείνουν επίσης να θέλουν περισσότερα από τον κόσμο, υιοθετώντας “αναθεωρητικές” θέσεις», με την Ελίζαμπεθ Σόντερς να θυμίζει πως ο Τραμπ, έχοντας αναφερθεί στο ενδεχόμενο εξαγοράς της Γροιλανδίας κατά την πρώτη θητεία του, σχεδόν αμέσως αφού ανέλαβε και επίσημα τα καθήκοντά του φέτος δεν απέκλεισε ακόμη και τη χρήση στρατιωτικής βίας εναντίον της Δανίας, μιας χώρας-μέλους του ΝΑΤΟ, ώστε να την αποκτήσει.

Οσο για τη συνέχεια, «το Κογκρέσο μπορεί και πρέπει να διαδραματίζει ρόλο στον έλεγχο της εκτελεστικής εξουσίας». Προϋπόθεση για να αρχίσει εκ νέου η νομοθετική εξουσία να μπορεί ελέγχει τον Λευκό Οίκο είναι να αποκατασταθεί η πολιτική προσδοκία της λογοδοσίας, με τους νομοθέτες να θέτουν ερωτήματα και τον πρόεδρο να καλείται να τα απαντά ή να αντιμετωπίζει το πολιτικό κόστος. «Αλλά σε μια εποχή ακραίας πόλωσης, απώλειας συσσωρευμένης εμπειρίας και νομοθετικής δειλίας, το Κογκρέσο πιθανότατα θα συνεχίσει να αποφεύγει την ευθύνη του για περιορισμό των υπερβολών της προεδρικής εξουσίας», θεωρεί η Ελίζαμπεθ Σόντερς.

«Οι συνέπειες της δεύτερης κυβέρνησης Τραμπ για τη μελλοντική αμερικανική εξωτερική πολιτική –υπό οποιοδήποτε κόμμα– είναι ήδη σοβαρές. Εάν δεν ληφθεί σοβαρά υπόψη η ανάγκη αποκατάστασης της υποχρέωσης του προέδρου να λογοδοτεί για την εξωτερική πολιτική, οι Αμερικανοί μπορούν να περιμένουν, όχι μόνο περισσότερες παρελάσεις, αλλά και περισσότερες στρατιωτικές περιπέτειες, απρόβλεπτες εμπορικές σχέσεις και μια ασταθή εξωτερική πολιτική σε ένα ήδη πολύ αβέβαιο μέλλον», προειδοποιεί.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...