«Είμαι ο κύριος αντίπαλος του τούρκου προέδρου. Με συνέλαβαν». Με αυτά τα λόγια του, ο Εκρέμ Ιμάμογλου είχε τιτλοφορήσει, τον περασμένο Μάρτιο, άρθρο του στους New York Times, το οποίο είχε γράψει μέσα από τη φυλακή Σιλιβρί, καθώς το καθεστώς Ερντογάν τον κατηγορούσε για διαφθορά.
«Η κράτησή μου σηματοδοτεί νέα φάση στη διολίσθηση της χώρας προς τον αυταρχισμό, με τους δημοκρατικούς θεσμούς να κινδυνεύουν να μην ανακάμψουν», επεσήμανε τότε ο καθαιρεθείς δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης, τονίζοντας ανάμεσα σε άλλα ότι η σύλληψή του πραγματοποιήθηκε με αβάσιμες κατηγορίες διαφθοράς, δωροδοκίας, ηγεσίας εγκληματικής οργάνωσης και υποβοήθησης του παράνομου PKK. Οκτώ μήνες μετά, βρέθηκε ένας τούρκος εισαγγελέας, ο οποίος ζήτησε να καταδικαστεί ο Ιμάμογλου με 2.352 χρόνια φυλάκιση…
Είναι προφανές πως σε όλα αυτά, σε όλη αυτή τη διολίσθηση της Τουρκίας προς τον αυταρχισμό, καταλυτικό ρόλο διαδραματίζει η τουρκική δικαιοσύνη, η «άλωση» της οποίας από τον Ερντογάν ξεκίνησε το 2016, με την απόπειρα πραξικοπήματος εναντίον του. Και έγινε σε βήματα, όπως φαίνεται, καλά μελετημένα.
Βήμα 1o
Μετά την απόπειρα πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 2016, σύμφωνα με στοιχεία που έχουν υποβληθεί στο γραφείο του ειδικού εισηγητή του ΟΗΕ για την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, και ενώ η χώρα βρισκόταν υπό το καθεστώς «έκτακτης ανάγκης», φέρεται να απολύθηκαν 4.362 δικαστές και εισαγγελείς από όλες τις βαθμίδες, συμπεριλαμβανομένων των ανώτατων δικαστηρίων της χώρας. Αυτός ο αριθμός εκείνη την εποχή αντιστοιχούσε σε περίπου 1/3 των μελών του δικαστικού σώματος. Παράλληλα δημιουργήθηκε κλίμα τρόμου, καθώς ανοίχθηκαν ποινικές υποθέσεις εναντίον τους, με περισσότερους από τους μισούς δικαστές που απολύθηκαν να κατηγορούνται για σχέσεις με το κίνημα του Φετουλάχ Γκιουλέν, τον οποίον ο Ερντογάν κατηγορούσε για την απόπειρα πραξικοπήματος.
Βήμα 2ο
Την ίδια περίοδο ξεκινούν και νέες προσλήψεις για την αναπλήρωση των θέσεων που άδειασαν, με περισσότερες από αυτές να γίνονται «με συνοπτικές διαδικασίες», όπως αναφέρεται σε επιστολή του ειδικού εισηγητή του ΟΗΕ που αποστάλθηκε πέρυσι το καλοκαίρι στην Τουρκία. Στο σύνολο, από το 2016 έως το 2024, έχουν προσληφθεί περίπου 10.000 δικαστές, δηλαδή έχουν αντικατασταθεί τα 2/3 του δικαστικού σώματος της Τουρκίας.
Βήμα 3ο
Εναν χρόνο μετά την απόπειρα πραξικοπήματος, με τη συνταγματική μεταρρύθμιση του 2017, τα μέλη του Ανώτατου Συμβουλίου Δικαστών και Εισαγγελέων μειώνονται από 22 σε 13. Το νέο Συμβούλιο είναι επιφορτισμένο με αρμοδιότητες που αφορούν την οργάνωση και τη λειτουργία του δικαστικού σώματος, συμπεριλαμβανομένων των διορισμών, μεταθέσεων, προαγωγών, κυρώσεων και απολύσεων.
Κανένα μέλος του Συμβουλίου δεν διορίζεται πλέον στην πραγματικότητα από δικαστές ή εισαγγελείς: ο Τούρκος πρόεδρος διορίζει τέσσερα μέλη και η Εθνοσυνέλευση εκλέγει επτά μέλη. Ο υπουργός και ο υφυπουργός Δικαιοσύνης, που διορίζονται από τον τούρκο πρόεδρο, αποτελούν τα υπόλοιπα δύο μέλη, με τον υπουργό να προεδρεύει του Συμβουλίου. Ως εκ τούτου, με σχεδόν το ήμισυ του Συμβουλίου διορισμένο από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας και με το υπουργείο Δικαιοσύνης να προεδρεύει στο Συμβούλιο, η σταδιοδρομία των δικαστών και των εισαγγελέων σε όλη τη χώρα βρίσκεται de facto υπό τον έλεγχο της εκτελεστικής εξουσίας.
Βήμα 4ο
To 2018, όταν η χώρα βγαίνει από την κατάσταση «έκτακτης ανάγκης» στην οποία βρισκόταν από την απόπειρα πραξικοπήματος, ψηφίζεται ο νόμος 7145, που δίνει στην κυβέρνηση την εξουσία να απολύει οποιονδήποτε δημόσιο λειτουργό, δικαστή ή εισαγγελέα αποκλειστικά βάσει αξιολόγησης σχετικά με τις επαφές του με τρομοκρατικές οργανώσεις και όχι με αποδεικτικά στοιχεία.
Το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας μπορεί να κάνει τέτοιες αξιολογήσεις χωρίς δικαστική εποπτεία και έλεγχο και για να αιτιολογηθεί η απόλυση ενός δικαστή, ο νόμος απαιτεί μια απλή «σύνδεσή» του με «οργάνωση, δομή ή ομάδα» την οποία το εν λόγω συμβούλιο έχει προσδιορίσει ότι «λειτουργεί ενάντια στην εθνική ασφάλεια του κράτους». Στην επιστολή που έστειλε ο ειδικός εισηγητής του ΟΗΕ στην Τουρκία αναφέρει για τα παραπάνω ότι η συγκεκριμένη «ασαφής και υπερβολικά ευρεία διατύπωση δημιουργεί μεγάλες δυνατότητες για αυθαίρετες απολύσεις δικαστών κατά παράβαση των εγγυήσεων της δικαστικής ανεξαρτησίας».
Βήμα 5ο
Τον Σεπτέμβριο του 2012 ξεκίνησε στο τουρκικό Συνταγματικό Δικαστήριο η διαδικασία των ατομικών καταγγελιών, οι οποίες μπορούν να υποβληθούν από οποιονδήποτε πολίτη ισχυρίζεται ότι υφίσταται παραβίαση από τις κρατικές αρχές των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών που προστατεύονται από το Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Με το πραξικόπημα του 2016, δύο δικαστές του Συνταγματικού Δικαστηρίου «εκκαθαρίστηκαν» έπειτα από κατηγορίες για σύνδεσή τους με το κίνημα Γκιουλέν, με το σκεπτικό ότι υπήρχαν «πληροφορίες από το κοινωνικό περιβάλλον» και από την «κοινή γνώμη» – κάτι που δεν έγινε αποδεκτό από την «Επιτροπή της Βενετίας», το συμβουλευτικό όργανο του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη Δημοκρατία μέσω του Δικαίου, καθώς όπως σημείωσε η εν λόγω επιτροπή, η συγκεκριμένη “απόφαση δεν αναφέρεται σε κανένα αποδεικτικό στοιχείο εναντίον των δύο δικαστών”.
Όμως, η απαξίωση του Συνταγματικού Δικαστηρίου δεν σταμάτησε εκεί: το 2023 το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της Τουρκίας -κάτι σαν τον Αρειο Πάγο- σε τουλάχιστον δύο περιπτώσεις αρνούνταν να εφαρμόσει αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Σε αυτή την κατάσταση θέση έλαβε και ο ίδιος ο Ερντογάν, ο οποίος σχολιάζοντας το θέμα ανέφερε ότι η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου ήταν «λανθασμένη», ότι δεν ήταν το πρώτο λάθος και ότι θα προτιμούσε έναν νέο θεσμό στην θέση του.
Βήμα 6ο
Και επειδή μια δίκαιη δίκη μπορεί να γίνει μόνο εάν οι νομικοί μπορούν να ενεργούν χωρίς φόβο αντιποίνων, μεταξύ 2016 και 2022, σύμφωνα με τα στοιχεία που έφτασαν στο γραφείο του ειδικού εισηγητή του ΟΗΕ, περισσότεροι από 1.600 δικηγόροι διώχθηκαν ποινικά και 615 τέθηκαν υπό κράτηση. «Συνολικά 474 δικηγόροι έχουν καταδικαστεί αθροιστικά σε 2.966 χρόνια φυλάκισης με την αιτιολογία της συμμετοχής σε “τρομοκρατική οργάνωση”, ενώ στην πραγματικότητα οι περισσότεροι έχουν διωχθεί για άσκηση του επαγγέλματός τους και την υπεράσπιση των πελατών τους», επισημαίνεται στην επιστολή που αποστάλθηκε στην Τουρκία από τον ειδικό εισηγητή του ΟΗΕ για την ανεξαρτησία των δικαστών και των δικηγόρων.
Εν κατακλείδι: «Θα ήθελα να εκφράσω τη βαθύτατη ανησυχία μου για την τρέχουσα κατάσταση των δικαστών, των εισαγγελέων, των δικηγόρων και του ίδιου του δικαστικού σώματος, που φαίνεται να υπόκειται σε αυξανόμενες παρεμβάσεις στην Τουρκία. Συγκεκριμένα, με ανησυχεί η σειρά των ενεργειών που αναλαμβάνονται, οι οποίες, χωριστά και συνδυαστικά, φαίνεται να στοχεύουν στην υπονόμευση της ανεξάρτητης λειτουργίας της δικαιοσύνης στη χώρα», σημειώνει ο ειδικός εισηγητής του ΟΗΕ.
