Πόσο θα κοστίσει στην Ευρώπη να σταματήσει τον Βλαντίμιρ Πούτιν;
Πόσο θα κοστίσει στην Ευρώπη να σταματήσει τον Βλαντίμιρ Πούτιν;
Ο πόλεμος στην Ουκρανία εξακολουθεί να διαμορφώνει το μέλλον της Ευρώπης και να επανακαθορίζει τα όρια της διεθνούς ισχύος. Σε μια εποχή αβεβαιότητας και γεωπολιτικών ανακατατάξεων, το ερώτημα δεν είναι μόνο πώς θα τερματιστεί η ρωσική επιθετικότητα, αλλά και ποιο θα είναι το πραγματικό τίμημα της ειρήνης.
«Η Ιστορία μάς διδάσκει ότι οι πόλεμοι ξεκινούν όταν οι κυβερνήσεις πιστεύουν ότι η επιθετικότητα είναι φθηνή υπόθεση», είχε πει ο Ρόναλντ Ρέιγκαν το 1984. Την εποχή εκείνη, ο αμερικανός πρόεδρος αύξησε θεαματικά τον αμυντικό προϋπολογισμό των ΗΠΑ, οδηγώντας τη Σοβιετική Ενωση σε έναν εξαντλητικό ανταγωνισμό εξοπλισμών που τελικά διέλυσε την οικονομία της. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1980, η «Αυτοκρατορία του Κακού» κατέρρεε.
Σήμερα, η Ευρώπη αντιμετωπίζει μια παρόμοια εξωτερική απειλή, γράφει ο Economist: μια αναθεωρητική Ρωσία που προσπαθεί να καταστρέψει την Ουκρανία και να διασπάσει τη συνοχή του ΝΑΤΟ. Για να αποτραπεί αυτό, η Ουκρανία χρειάζεται επαρκή χρηματοδότηση και στρατιωτική υποστήριξη, ώστε να υπερασπιστεί το έδαφός της, να στηρίξει την οικονομία της και να επιβάλει στη Μόσχα ένα δυσβάσταχτο τίμημα. Οι δυτικοί σύμμαχοι οφείλουν να αποδείξουν αξιόπιστα ότι θα τη στηρίζουν για όσο χρειαστεί, έως ότου γίνει ξεκάθαρο στον Πούτιν ότι ένας μακροχρόνιος πόλεμος δεν μπορεί να κερδηθεί.
Η κρίσιμη διαφορά σε σχέση με τον Ψυχρό Πόλεμο είναι ότι αυτή τη φορά η Ευρώπη θα πρέπει να αναλάβει σχεδόν εξ ολοκλήρου το βάρος, χωρίς τη βοήθεια των ΗΠΑ, καθώς η Αμερική υπό την ηγεσία του Τραμπ απομακρύνεται από τη συμμαχία.
Οι υπολογισμοί δείχνουν ότι από το 2026 έως το 2029, η Ουκρανία θα χρειαστεί περίπου 389 δισ. δολάρια σε μετρητά και στρατιωτικό υλικό, ποσό σχεδόν διπλάσιο από όσα έχει ήδη προσφέρει η Ευρώπη από το 2022 (περίπου 206 δισ.). Οι ΗΠΑ έχουν συνεισφέρει περίπου 133 δισ. δολάρια σε μετρητά και όπλα. Χωρίς αυτές, τα υπόλοιπα μέλη του ΝΑΤΟ θα πρέπει να διπλασιάσουν το ποσοστό της οικονομικής συνεισφοράς τους από 0,2% σε 0,4% του ΑΕΠ. Η ανταπόκριση της Ευρώπης σε αυτή την πρόκληση θα αποτελέσει, σύμφωνα με τον Economist, κρίσιμη δοκιμή για την περιβόητη «στρατηγική αυτονομία της», δηλαδή την ικανότητά της να ενεργεί ανεξάρτητα από τις ΗΠΑ ή την Κίνα.
Η ουκρανική κυβέρνηση διαθέτει σήμερα ετήσιο αμυντικό προϋπολογισμό περίπου 65 δισ. δολαρίων, ενώ άλλα 73 δισ. κατευθύνονται σε κρατικές υπηρεσίες και κοινωνικές δαπάνες. Τα φορολογικά έσοδα φτάνουν τα 90 δισ., αφήνοντας ένα έλλειμμα 50 δισ. ετησίως. Επιπλέον, η Ουκρανία βασίζεται σε δωρεές οπλισμού αξίας περίπου 40 δισ. δολαρίων (αμερικανικοί πύραυλοι, ευρωπαϊκά συστήματα αεράμυνας κ.ά.).
Αυτή η στήριξη επιτρέπει στην Ουκρανία να κρατά τις γραμμές του μετώπου, αλλά με δυσκολία. Οι δαπάνες της αυξάνονται κατά 20% τον χρόνο, για να διατηρούνται περίπου στα δύο τρίτα των ρωσικών, αν και αξιωματούχοι εκτιμούν ότι η Μόσχα δαπανά στην πραγματικότητα υπερδιπλάσια ποσά από τα επίσημα στοιχεία.
Εκτιμάται ότι οι συνολικές αμυντικές ανάγκες του Κιέβου θα αυξηθούν κατά 5% ετησίως. Οι υπόλοιπες κρατικές δαπάνες θα παραμείνουν σταθερές, εκτός από τις εργασίες ανοικοδόμησης, οι οποίες θα απαιτήσουν τουλάχιστον 5 δισ. δολάρια τον χρόνο.
Η Ευρώπη θα χρειαστεί να προσφέρει 181 δισ. δολάρια σε όπλα και πυρομαχικά. Η Αμερική, που υπό τον Μπάιντεν είχε διαθέσει ή υποσχεθεί 75 δισ., έχει πλέον «κλείσει τη στρόφιγγα». Τα επιμέρους ευρωπαϊκά προγράμματα (όπως το βρετανικό, ύψους 4 δισ. ετησίως, ή η συνεισφορά 8 δισ. της Δανίας) δεν επαρκούν.
Ετσι, εκτιμά ο Economist, το συνολικό κόστος για την τετραετία ανέρχεται στα 389 δισ. δολάρια. Αν αυτό καλυφθεί εξ ολοκλήρου από την Ευρώπη, η ΕΕ θα πρέπει να διαθέσει 328 δισ. και η Βρετανία περίπου 61 δισ. και η χρηματοδότηση θα πρέπει να συνεχιστεί ακόμα και μετά τη λήξη των εχθροπραξιών, ώστε η Ουκρανία να αναπληρώσει τα αποθέματά της και να διατηρήσει αξιόμαχο στρατό.
Από πού θα βρεθούν τα χρήματα; Η ΕΕ έχει ήδη προϋπολογίσει 15 δισ. δολάρια μέχρι το 2027. Αλλοι εταίροι (πλην ΗΠΑ) και εγχώριοι επενδυτές ουκρανικών ομολόγων μπορούν να προσφέρουν περίπου 2 δισ. ετησίως ο καθένας. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αναμένεται να συνεισφέρει περίπου 10 δισ. δολάρια, παρέχοντας παράλληλα «οικονομική αξιοπιστία» που ενθαρρύνει άλλους δωρητές.
Δύο επιπλέον «πηγές» χρημάτων συζητούνται στην Ευρώπη, σύμφωνα με τον Economist. Η πρώτη είναι ο ίδιος ο προϋπολογισμός της ΕΕ, από τον οποίο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προτείνει να δοθούν 117 δισ. Ρεαλιστικά, ωστόσο, αναμένονται περίπου 30 δισ. ετησίως για τα έτη 2028-2029.
Η δεύτερη και πιο αμφιλεγόμενη είναι το λεγόμενο «δάνειο επανορθώσεων», που θα βασιστεί στα 163 δισ. δολάρια ρωσικών κρατικών περιουσιακών στοιχείων που παραμένουν παγωμένα σε ευρωπαϊκές (κυρίως βελγικές) τράπεζες. Το σχέδιο προβλέπει ότι αυτά τα κεφάλαια θα χρηματοδοτήσουν ειδικά ευρωπαϊκά ομόλογα, τα έσοδα των οποίων θα δοθούν στην Ουκρανία. Ωστόσο, το Βέλγιο φοβάται ότι θα βρεθεί οικονομικά εκτεθειμένο και έχει παγώσει τη διαδικασία.
Υπάρχει διαφωνία και για το πού θα διατεθούν τα χρήματα. Ο γερμανός καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς επιμένει να χρησιμοποιηθούν αποκλειστικά για όπλα, ενώ οι ουκρανοί αξιωματούχοι θεωρούν ότι αυτό δεν είναι ρεαλιστικό, καθώς χρειάζονται και πόρους για τον κρατικό προϋπολογισμό. Πιθανόν ο Μερτς επιδιώκει να πιέσει άλλες χώρες (όπως την Ιαπωνία ή τον Καναδά) να συμβάλουν στη χρηματοδότηση, ή να ενθαρρύνει την Ουκρανία να αυξήσει τα έσοδά της.
Ενα άλλο ζήτημα είναι πού θα παράγονται τα όπλα. Ενα μεγάλο μέρος των ευρωπαϊκών χρημάτων καταλήγει στις ΗΠΑ μέσω προγραμμάτων με τα οποία οι Ευρωπαίοι αγοράζουν αμερικανικά όπλα σε τιμή κόστους και τα αποστέλλουν στην Ουκρανία. Αυτό όμως αντιβαίνει στο ευρωπαϊκό σχέδιο για ενίσχυση της δικής της αμυντικής βιομηχανίας.
Αν και η Ευρώπη εξαρτάται ακόμα από αμερικανικά συστήματα όπως οι πύραυλοι Patriot ή οι εκτοξευτές Himars, σημειώνει ο Economist, διαθέτει συγκριτικό πλεονέκτημα στην παραγωγή μαχητικών αεροσκαφών. Η πρόσφατη συμφωνία Ουκρανίας – Σουηδίας για την αγορά 100-150 Gripen είναι ενδεικτική. Το αεροσκάφος είναι οικονομικό και ταιριάζει στις ανάγκες της Ουκρανίας, ενώ θα ενισχύσει και τη σουηδική βιομηχανία.
Η Ευρώπη σχεδιάζει επίσης να παράγει 2 εκατομμύρια βλήματα πυροβολικού ετησίως έως το τέλος του έτους. Κάποιες αμερικανικές εταιρείες, όπως η Raytheon, συνεργάζονται ήδη με ευρωπαϊκές, παράγοντας οπλισμό εντός ΕΕ, μια συμβιβαστική λύση που συνδυάζει την ευρωπαϊκή παραγωγή με την αμερικανική τεχνολογία.
Η Γαλλία επιδιώκει η Ευρώπη να επενδύσει περισσότερο εντός των συνόρων της. Οπως τόνισε ο γάλλος υπουργός Οικονομικών Ρολάν Λεσκίρ: «Επί ογδόντα χρόνια η ευρωπαϊκή άμυνα στηριζόταν στην αμερικανική ομπρέλα και αυτό έχει κόστος. Ηρθε η ώρα να φτιάξουμε τη δική μας». Αντιθέτως, χώρες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης προτιμούν να συνεχίσουν να αγοράζουν αμερικανικά ή κορεατικά όπλα. Πιθανότατα, όπως παραδέχεται ευρωπαίος αξιωματούχος στον Economist, «η λύση θα είναι ένας συμβιβασμός: μείγμα ευρωπαϊκών και αμερικανικών προμηθειών».
Πολλοί αναλυτές θεωρούν αναπόφευκτη την υλοποίηση του «δανείου επανορθώσεων», καθώς αποτελεί τη μόνη ρεαλιστική πηγή χρηματοδότησης για τα επόμενα χρόνια. Οταν αυτά τα κεφάλαια εξαντληθούν, η πιο προφανής λύση θα είναι κοινός ευρωπαϊκός δανεισμός, όπως συνέβη με το Ταμείο Ανάκαμψης ύψους 800 δισ. ευρώ μετά την πανδημία. Ομως η Γερμανία αντιδρά, φοβούμενη χαλάρωση της δημοσιονομικής πειθαρχίας και πιθανή παρεμπόδιση από φιλορώσους ηγέτες όπως ο Βίκτορ Ορμπαν.
Παρά τα εμπόδια και τις διαφωνίες, καταλήγει ο Economist, φαίνεται ότι η Ευρώπη αρχίζει να συνειδητοποιεί το διακύβευμα. Οπως λέει ο Βλάντισλαβ Ράσκοβαν, εκπρόσωπος της Ουκρανίας στο ΔΝΤ: «Η Ευρώπη έχει πλέον αφυπνιστεί και παίρνει σοβαρά τη ρωσική απειλή. Δεν πρόκειται μόνο για την Ουκρανία, είναι θέμα ευρωπαϊκής ασφάλειας».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
