Οπως συνοψίζεται σε δημοσίευμα του Guardian, στο πλαίσιο μελέτης του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ αξιολογήθηκαν 35 είδη θηλαστικών ως προς τον βαθμό μονογαμίας, με τους ανθρώπους να καταλαμβάνουν την έβδομη θέση, μπροστά από τις αλεπούδες, τους λύκους και τις σουρικάτες, αλλά πίσω από τους ευρασιατικούς κάστορες, τα αφρικανικά αγριόσκυλα και τους αιθιοπικούς λύκους.
«Υπάρχει μια “premier league” της μονογαμίας, στην οποία οι άνθρωποι κατατάσσονται άνετα, ενώ η συντριπτική πλειονότητα των υπόλοιπων θηλαστικών επιδεικνύει μια πολύ πιο ελευθεριάζουσα συμπεριφορά όσον αφορά το ζευγάρωμα», ανέφερε στον Guardian ο δρ Μαρκ Ντάιμπλ, επίκουρος καθηγητής Εξελικτικής Ανθρωπολογίας στο κορυφαίο βρετανικό πανεπιστήμιο και επικεφαλής της μελέτης.
Στις κατώτερες θέσεις βρίσκονται οι αγριόγατες, τα ρινοδέλφινα, οι ορεσίβιοι γορίλες και οι χιμπαντζήδες, ενώ στην τελευταία (35η) θέση κατατάσσονται τα πρόβατα της ράτσας Soay της Σκωτίας.
Μελέτες για τη μονογαμία ανθρώπων και άλλων ζώων, έχουν εκπονηθεί ξανά στο παρελθόν, ωστόσο ο δρ Ντάιμπλ ήθελε να διαπιστώσει πόσο μονογαμικοί είναι οι άνθρωποι συγκρινόμενος με άλλα θηλαστικά. Για να το πετύχει αυτό βασίστηκε στη γενετική ανάλυση συγγενικών δεσμών, συγκεκριμένα στην αναλογία αδελφών που μοιράζονται και τους δύο γονείς, σε σχέση με ετεροθαλή αδέλφια: όσο υψηλότερο το ποσοστό πλήρων αδελφών, τόσο ισχυρότερη η μονογαμική συμπεριφορά μεταξύ των όποιων πληθυσμών.
Εξετάζοντας περισσότερους από 100 ανθρώπινους πληθυσμούς, ο καθηγητής του Κέιμπριτζ διαπίστωσε ότι τα επίπεδα μονογαμίας ποικίλλαν σημαντικά: σε έναν νεολιθικό οικισμό στην περιοχή Κότσγουολντς της Αγγλίας μόλις το 26% των αδελφών μοιράζονταν και τους δύο γονείς, ενώ σε τέσσερις νεολιθικούς πληθυσμούς της βόρειας Γαλλίας το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 100%.
Στη συνέχεια κατέταξε τους ανθρώπους και ακόμη 34 είδη θηλαστικών με βάση τη μέση αναλογία πλήρων αδελφών. Τα 11 πρώτα, με επικεφαλής τον περόμυσκο της Καλιφόρνιας (είδος τρωκτικού), θεωρούνται όλα μονογαμικά, ενώ τα υπόλοιπα 24 χαρακτηρίζονται ως μη μονογαμικά είδη.
Το ποσοστό πλήρων αδελφών μεταξύ των ανθρώπων ανήλθε στο 66%, με τους ευρασιατικούς κάστορες να μας ξεπερνούν με 72,9% και τους λευκόχειρους γίββωνες να μας ακολουθούν με 63,5%.
Οσο για τους στενούς (από εξελικτική άποψη) συγγενείς μας, τους ορεσίβιους γορίλες και τους χιμπαντζήδες, τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν μόλις 6% και 4%. Οπως εξηγείται στο βρετανικό δημοσίευμα, παρότι συγγενεύουμε στενά, οι κοινωνικές δομές τους απέχουν σημαντικά από τις ανθρώπινες, με την πολυγαμία να είναι ο κανόνας μεταξύ των χιμπαντζήδων (πολλά αρσενικά ζευγαρώνουν με πολλά θηλυκά), ενώ οι γορίλες οργανώνονται γύρω από ένα κυρίαρχο αρσενικό, το οποίο ζευγαρώνει με πολλά θηλυκά.
Με βάση τα πρότυπα ζευγαρώματος των χιμπαντζήδων και των γορίλων, η ανθρώπινη μονογαμία πιθανότατα προέκυψε λόγω μιας εξαιρετικά ιδιότυπης εξελικτικής μετάβασης/απομάκρυνσης από τη μη μονογαμική ομαδική ζωή. Το γιατί συνέβη αυτό δεν είναι ξεκάθαρο, αλλά η μονογαμία συνδέεται στενά με την εξέλιξη της (σχετικά σπάνιας) πατρικής φροντίδας σε ολόκληρο το ζωικό βασίλειο.
Ο Ρόμπιν Ντάνμπαρ, καθηγητής Εξελικτικής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, είπε στον Guardian ότι προηγούμενες μελέτες τοποθετούσαν τον άνθρωπο «ακριβώς στο μεταίχμιο μεταξύ μονογαμίας και πολυγαμίας». Σημείωσε επίσης πως, ενώ ορισμένα ζώα ζευγαρώνουν δια βίου, οι άνθρωποι συχνά παραμένουν μαζί λόγω θρησκευτικών περιορισμών και άλλων κοινωνικών πιέσεων.
«Στην προκειμένη ελλοχεύει ο κίνδυνος σύγχυσης της επιθυμίας με την πραγματικότητα: οι άνθρωποι επιθυμούν την πολυγαμία, αλλά περιορίζονται σε μια απρόθυμη μορφή μονογαμίας», ανέφερε, προσθέτοντας ότι όποτε αυτοί οι περιορισμοί χαλαρώνουν «η σειριακή μονογαμία ή και η πολυγαμία εμφανίζονται γρήγορα».
Σύμφωνα με τον Κιτ Οπι από το Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ, περισσότερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το πώς οι άνθρωποι άρχισαν να τείνουν προς τη μονογαμία. Κατά τη γνώμη του, τόσο η (σχετική) μονογαμία μεταξύ των ανθρώπων όσο και ελευθεριάζουσα συμπεριφορά των χιμπαντζήδων αποτελούν διαφορετικές εξελικτικές τακτικές αντιμετώπισης του κινδύνου παιδοκτονίας από τα αρσενικά, ένα συχνό φαινόμενο στα μεγάλα πρωτεύοντα.
Οπως εξήγησε, τα θηλυκά είτε επιχειρούν να θολώσουν τα όρια της πατρότητας μέσω πολλαπλών συντρόφων, έτσι ώστε όλα τα αρσενικά της ομάδας να είναι εν δυνάμει πατέρες (χιμπαντζήδες) είτε επιδιώκουν τη σχετική βεβαιότητα της πατρότητας μέσα από μια σταθερή σχέση, έτσι ώστε το αρσενικό να έχει κίνητρο να προστατεύσει το νεογνό, καθώς και τη μητέρα του (άνθρωποι).
