Οι πανδημίες δεν προκαλούν μόνο ασθένειες και θανάτους. Εχουν και πολιτικές και οικονομικές συνέπειες, όπως τονίζει ο Economist.
Μετά τον Μαύρο Θάνατο, που εξολόθρευσε το ένα τρίτο του πληθυσμού της Ευρώπης, τα ψευδή νέα εξαπλώθηκαν: φήμες ότι η πανούκλα προκλήθηκε από Εβραίους που δηλητηρίαζαν τα πηγάδια οδήγησαν σε πογκρόμ.
Οι μισθοί εκτοξεύθηκαν (επειδή υπήρχαν πολύ λίγοι εργάτες) και τα ενοίκια κατέρρευσαν (επειδή τόσα πολλά σπίτια έμειναν άδεια). Οι ηγεμόνες προσπάθησαν με τη βία να μπλοκάρουν την αλλαγή, απαγορεύοντας στους αγρότες να εγκαταλείψουν τη γη του άρχοντά τους για να εργαστούν σε άλλον που πλήρωνε καλύτερα. Αυτό, όμως, προκάλεσε αντιδράσεις, όπως την Εξέγερση των Χωρικών στην Αγγλία το 1381, και τελικά οδήγησε στο τέλος της δουλοπαροικίας στη μεγαλύτερη μερίδα της Ευρώπης.
Η Covid-19 ήταν λιγότερο θανατηφόρα. Ομως δύο πρόσφατα βιβλία υποστηρίζουν ότι είχε επίσης εκτεταμένες και απρόσμενες συνέπειες. Τροφοδότησε ένα παγκόσμιο κύμα πληθωρισμού, προκάλεσε υποχώρηση εμπιστοσύνης στους ειδικούς και δημιούργησε όξυνση της πολιτικής πόλωσης, σημειώνει ο Economist.
Πριν από την πανδημία λίγοι επιστήμονες πίστευαν ότι η εντολή για μάσκες ή για παραμονή στο σπίτι θα μπορούσε να σταματήσει τη διάδοση ενός ιού που μεταδιδόταν εύκολα από άνθρωπο σε άνθρωπο, υποστηρίζουν οι Στίβεν Ματσέντο και Φράνσις Λι του Πανεπιστημίου Πρίνστον στο βιβλίο τους «In Covid’s Wake». Τα lockdown είναι δύσκολο να διατηρηθούν και έχουν τεράστιο κόστος. Και όμως, όταν εμφανίστηκε ο νέος κορονοϊός στην Κίνα, η κινεζική κυβέρνηση επέβαλε αυστηρότατα lockdown, τα οποία ισχυρίστηκε ότι ήταν ιδιαίτερα επιτυχημένα. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας το αποδέχθηκε. Ετσι, τα lockdown έγιναν γρήγορα παγκόσμια «κοινή λογική».
Δεν είναι σαφές πόσο αποτελεσματικά υπήρξαν. Η Κίνα κατάφερε να περιορίσει τον ιό, φτάνοντας ακόμη και στο σημείο να αποκλείει τους ανθρώπους μέσα στα διαμερίσματά τους. Ομως αυτά τα μέτρα απέτυχαν όταν η εξαιρετικά μεταδοτική παραλλαγή Ομικρον απαίτησε ακόμη εκτενέστερα lockdown, οδηγώντας σε διαδηλώσεις το 2022. Επειδή η κυβέρνηση δεν είχε εμβολιάσει αρκετό πληθυσμό, όταν άρθηκαν οι περιορισμοί, ένα έως δύο εκατομμύρια άνθρωποι πέθαναν.
Οι Δυτικές δημοκρατίες δεν μπορούσαν να επιβάλουν τέτοιου είδους σκληρά μέτρα, αλλά οι περισσότερες έκλεισαν μπαρ, εστιατόρια και σχολεία, απαγόρευσαν τις μαζικές συναθροίσεις και ενθάρρυναν την τηλεργασία, συνεχίζει ο Economist. Αυτό έπληξε περισσότερο τους φτωχούς παρά τους πλούσιους. Η «τάξη των λάπτοπ», στην οποία ανήκαν και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής για την Covid, μπορούσε να εργάζεται από τα άνετα σπίτια της. Αντιθέτως, οι οδηγοί και όσοι εργάζονταν σε εργοστάσια έπρεπε να βγουν έξω για να εργαστούν, ενώ τα σχολεία δεν φρόντιζαν πλέον τα παιδιά τους. Πλήθη εργαζομένων σε υπηρεσίες απολύθηκαν.
Οι πολιτικοί ισχυρίστηκαν ότι η θυσία ήταν αναγκαία για να σωθούν ζωές. Στις ΗΠΑ, ο κυβερνήτης της Νέας Υόρκης, Αντριου Κουόμο, το έθεσε εύστοχα: «Οικονομικές δυσκολίες; Ναι, πολύ κακές. Οχι θάνατος. Συναισθηματικό στρες, από το να είσαι κλεισμένος στο σπίτι; Πολύ κακό. Οχι θάνατος».
Οι ηγέτες επέμεναν ότι «ακολουθούσαν την επιστήμη», δηλαδή τις συμβουλές των ειδικών δημόσιας υγείας. Ομως οι ειδικοί αυτοί επικεντρώνονται στη μείωση των βλαβών από την ασθένεια· δεν είναι ειδικοί στις ισορροπίες ανάμεσα στους θανάτους από Covid και τις οικονομικές απώλειες, τα παιδιά που χάνουν το σχολείο ή τα άτομα που γίνονται μοναχικά και καταθλιπτικά εξαιτίας του εγκλεισμού. Η εξέταση τέτοιων ισορροπιών «συστηματικά παραμερίστηκε το 2020-21», διαμαρτύρονται οι Λι και Ματσέντο. «Αυτό ήταν προφανώς παράλογο.»
Οι κυβερνήσεις των πλούσιων χωρών δανείστηκαν τεράστια ποσά για να πληρώνουν επιδοτούμενους εργαζομένους ή να στέλνουν επιταγές.
Οι άμεσες ομοσπονδιακές δαπάνες για την Covid στην Αμερική έφτασαν τα 5 τρισ. δολάρια, δηλαδή το ένα τέταρτο του ΑΕΠ το 2020. Η καταναλωτική έξαρση τροφοδότησε το παγκόσμιο κύμα πληθωρισμού, που εξόργισε τους ψηφοφόρους και τελικά οδήγησε πολλούς στο να ψηφίσουν τον Ντόναλντ Τραμπ το 2024. Οι φτωχότερες χώρες τα πήγαν ακόμα χειρότερα. Καθώς τα lockdown διέλυσαν την οικονομική δραστηριότητα, η παγκόσμια φτώχεια αυξήθηκε για πρώτη φορά μετά από μια γενιά.
Είναι δύσκολο να αποδειχθεί ότι τα lockdown έσωσαν πολλές ζωές, αν και πολλοί επιστήμονες το πιστεύουν. Οι άνθρωποι μπορεί να λάβουν προφυλάξεις χωρίς να εξαναγκαστούν, ή να αντιδράσουν στην καταπίεση. Η Σουηδία δεν επέβαλε ποτέ μάσκες ούτε παραμονή στο σπίτι και κράτησε τα περισσότερα σχολεία ανοιχτά. Για την προστασία των ηλικιωμένων συστήθηκε απλώς στους Σουηδούς να μην επισκέπτονται γηροκομεία.
Οι New York Times αποκάλεσαν τη Σουηδία «παρία». Και όμως, το ποσοστό υπερβάλλουσας θνησιμότητας μετά από έναν χρόνο Covid ήταν από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη. Στις ΗΠΑ, οι Πολιτείες με αυστηρά lockdown δεν τα πήγαν καλύτερα σε αυτόν τον δείκτη από εκείνες που δεν επέβαλαν—μέχρι να φτάσουν τα εμβόλια. Τότε τα ποσοστά υπερβάλλουσας θνησιμότητας άρχισαν να αποκλίνουν· η Λι και ο Ματσέντο υποστηρίζουν ότι αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι οι Πολιτείες που αρνήθηκαν τα lockdown περιλάμβαναν και πολλούς αρνητές εμβολίων.
Η κοινή γνώμη καθοδηγήθηκε λιγότερο από τα στοιχεία και περισσότερο από την κομματική ταυτότητα, ιδιαίτερα στην Αμερική. Οι Δημοκρατικοί ήταν πιο πιθανό να πιστεύουν στα lockdown και στα εμβόλια· οι Ρεπουμπλικανοί ούτε στο ένα ούτε στο άλλο. Στις Πολιτείες των Δημοκρατικών «οι άνθρωποι έκαναν ποδήλατο και τζόκινγκ έξω φορώντας μάσκες», παρατηρούν οι συγγραφείς. Τα σχολεία εκεί έμειναν κλειστά πολύ περισσότερο. Στις Πολιτείες των Ρεπουμπλικανών δεν υπήρξε τέτοια «τρέλα», αλλά περισσότεροι άνθρωποι πέθαναν επειδή αρνήθηκαν να εμβολιαστούν. Οι 19 από τις 25 Πολιτείες με ποσοστά εμβολιασμού κάτω του μέσου όρου είχαν Ρεπουμπλικανούς κυβερνήτες.
Η βεβαιότητα και η σφοδρότητα με την οποία οι δυο πλευρές διαφωνούσαν είναι δύσκολο να εκτιμηθούν. Στο βιβλίο «Summer of Our Discontent» ο δημοσιογράφος Τόμας Τσάτερτον Ουίλιαμς εξερευνά πώς οι οπαδοί της Αριστεράς και της Δεξιάς σταμάτησαν να ακούν ο ένας τον άλλον και άρχισαν να θεωρούν ότι η αντίπαλη πλευρά είχε «εκπέσει ηθικά». Οταν η Πολιτεία της Τζόρτζια αποφάσισε να χαλαρώσει τα lockdown νωρίς, το Atlantic, ένα φιλελεύθερο περιοδικό, το αποκάλεσε «πείραμα με ανθρώπινη θυσία».
Και έπειτα, τον Μάιο του 2020, ο Τζορτζ Φλόιντ, ένας μαύρος άνδρας, στραγγαλίστηκε μέχρι θανάτου από αστυνομικό που τον υποπτεύθηκε για χρήση πλαστού χαρτονομίσματος των 20 δολαρίων. Ξαφνικά έγινε ηθικό καθήκον κάθε προοδευτικού να συμμετάσχει σε πλήθη που κατήγγελλαν τον ρατσισμό και την αστυνομική βία. «Μέσα σε δύο εβδομάδες, και χωρίς να το σκεφτούμε σοβαρά, περάσαμε από το να κατηγορούμε τους ανθρώπους επειδή ήταν στον δρόμο στο να τους κατηγορούμε επειδή δεν ήταν στον δρόμο», γράφει ο Ουίλιαμς. «Πώς να μη μοιάζει αυτό με εξαπάτηση;»
Ο Ουίλιαμς εικάζει ότι ο Φλόιντ ίσως να μην είχε μπλεξίματα αν δεν ήταν ένας από τα 40 εκατ. Αμερικανούς που έχασαν τη δουλειά τους λόγω των περιορισμών της Covid. (σ.σ.: Ηταν πορτιέρης σε κλαμπ που είχε κλείσει.) Παραπονιέται ότι οι προοδευτικοί συχνά αποδέχτηκαν τέτοια μέτρα με «καταπληκτική ελαφρότητα».
Η πανδημία έθεσε σε δοκιμασία θεσμούς παντού. Κάποιοι, όπως οι παρασκευαστές εμβολίων και οι εφοδιαστικές αλυσίδες που γέμιζαν τα ράφια των σουπερμάρκετ, βγήκαν κερδισμένοι. Αλλοι όχι και τόσο. Οι αρχές δημόσιας υγείας ήταν υπερβολικά σίγουρες για τις οδηγίες τους σχετικά με μια νέα ασθένεια, της οποίας η κατανόηση, αναπόφευκτα, εξελισσόταν. Οπως το έθεσε αργότερα ο Φράνσις Κόλινς, πρώην διευθυντής των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας της Αμερικής: «Αποτύχαμε να πούμε κάθε φορά που δίναμε μια σύσταση, “παιδιά, αυτό είναι το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε τώρα. Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να είναι λάθος”. Αυτό ήταν ένα μεγάλο λάθος, και χάσαμε σημαντικό πσοστό της αξιοπιστίας μας».
Οι κυβερνήσεις εφάρμοσαν «τη μεγαλύτερη κινητοποίηση έκτακτων εξουσιών στην ανθρώπινη ιστορία» και καταπίεσαν όποιον τις αμφισβητούσε. Οι 50 Πολιτείες της Αμερικής, όλες αντιμετωπίζοντας το ίδιο πρόβλημα με διαφορετικούς τρόπους, θα έπρεπε να είχαν λειτουργήσει ως «εργαστήρια δημοκρατίας», μαθαίνοντας η μία από την άλλη. Αλλά δεν έγινε έτσι. Αντίθετα, κόκκινοι και μπλε πολιτικοί και ψηφοφόροι υποχώρησαν σε κουκούλια αυτάρεσκης βεβαιότητας.
Οι Λι και Ματσέντο καταλήγουν ότι ο κόσμος χρειαζόταν «μια πιο ειλικρινή πολιτική χάραξης κρίσιμων ενεργειών… μεγαλύτερη προθυμία να αναγνωρίζεται η αμφιβολία και η λογική ανθρώπων με διαφορετικές απόψεις». Αντί γι’ αυτό, η πανδημία γέννησε κομματική έχθρα, μισαλλοδοξία και κακές πολιτικές, εφαρμοσμένες με ζήλο, καταλήγει ο Economist.. Ο Αντερς Τέγνελ, αρχιτέκτονας της μοναδικά χαλαρής πολιτικής της Σουηδίας για την Covid, το είπε καλύτερα: «Ο κόσμος έχει τρελαθεί».
