Οταν τα περιοδικά του Condé Nast κυβερνούσαν τη Γη
Οι διευθυντές των περιοδικών Γκρέιντον Κάρτερ, Τίνα Μπράουν και Αννα Γουίντουρ αποφάσιζαν τι και ποιος ήταν σημαντικός για τα εξώφυλλά τους | Shuterstock / Creative Protagon
Θέματα

Οταν τα περιοδικά του Condé Nast κυβερνούσαν τη Γη

Οι μέρες χλιδής τελείωσαν για τη Vogue, το Vanity Fair και άλλα, κάποτε, ισχυρά glossy περιοδικά του αμερικανικού ομίλου. Και όμως στην εποχή των social media συνεχίζουμε να αναδημιουργούμε τον κόσμο τους, που έχει εμμονή με το στάτους. Γιατί;
Protagon Team

Επί δεκαετίες, τα λαμπερά περιοδικά του ομίλου Condé Nast καθόριζαν τι σημαίνει καλή ζωή στην Αμερική. Οι ευφυείς, περίπλοκοι, φιλόδοξοι χαρακτήρες πίσω από τους τίτλους Vogue, Vanity Fair, The New Yorker, GQ, Architectural Digest αλλά και πολλούς άλλους, κατασκεύασαν ένα όραμα πολυτέλειας και αισθητικού εξευγενισμού που διαμόρφωσε τις καταναλωτικές συνήθειες, τις πολιτιστικές τάσεις, τις πνευματικές συμπεριφορές και τις πολιτικές πεποιθήσεις σε όλο τον κόσμο.

Ο δισεκατομμυριούχος ιδιοκτήτης του ομίλου, Σι Νιουχάουζ, και η ομάδα των κορυφαίων φωτογράφων, δημοσιογράφων και κυρίως των διευθυντών του (όπως η Αννα Γουίντουρ, η Τίνα Μπράουν και ο Γκρέιντον Κάρτερ) ήταν οι απόλυτοι θεματοφύλακες της κουλτούρας και άνθρωποι που προκαλούσαν λατρεία αλλά και φόβο. Γιατί ήταν αυτοί που αποφάσιζαν τι και ποιος ήταν σημαντικός προσφέροντας τις απόψεις τους σε δεκάδες εκατομμύρια αναγνώστες κάθε μήνα.

Ηταν οι απόλυτοι influencers πριν τα social media αλλάξουν τα πάντα. Τα περιοδικά έστεφαν δεκάδες διασημότητες, πατρονάριζαν τα δημιουργικά ταλέντα -όπως κάποτε οι Μέδικοι που χρηματοδοτούσαν τους καλλιτέχνες της Αναγέννησης- και διοργάνωναν πολυτελείς εκδηλώσεις όπως το πάρτι των Οσκαρ του Vanity Fair και το Met Gala της Vogue, που έφτασαν να συναγωνίζονται τις γιορτές του Λουδοβίκου ΙΔ’ στις Βερσαλλίες.

Ολη αυτή η επιρροή δεν ήταν φθηνή, γράφει ο Μάικλ Μ. Γκρίνμπαουμ στους New York Times, σε ένα κείμενο προσαρμοσμένο από το βιβλίο του με τίτλο «Empire of the Elite: Inside Condé Nast, the Media Dynasty That Reshaped America», που αναμένεται να κυκλοφορήσει στις 15 Ιουλίου. Για να πουλήσει στις μάζες τις φαντασιώσεις των περιοδικών του για την ανώτερη τάξη, ο κ. Νιούχαουζ -ένας υδραργυρικός ειδήμονας που είχε συλλογή με πίνακες του Ρόθκο και φορούσε φούτερ στο γραφείο- χρηματοδοτούσε ένα είδος ονειρικής ζωής για τους εργαζόμενούς του.

Οταν ο διευθυντής του GQ, Αρτ Κούπερ, διοργάνωνε δείπνα στο Μιλάνο τη δεκαετία του 1990, έστελνε τον γαστροκριτικό του με μοναδικό σκοπό την επιλογή των κρασιών. Ο Ρον Γκαλότι, επικεφαλής του τμήματος των διαφημίσεων του ομίλου που ενέπνευσε τον χαρακτήρα του κ. Μπιγκ στη σειρά «Sex and the City», έστειλε τη Ferrari Testarossa του στο Κολοράντο για να εντυπωσιάσει έναν διαφημιζόμενο. Ο φωτογράφος Irving Penn έσπασε εκατό γυαλιά Cartier αναζητώντας το τέλειο θραύσμα.

Και η Ανι Λάιμποβιτς, επικεφαλής φωτογράφος του Vanity Fair, είχε πληρώσει 475.000 δολάρια (περίπου 850.000 σημερινά δολάρια) για μια φωτογράφιση εξωφύλλου στην οποία συμμετείχαν 10 παγκοσμίου φήμης ηθοποιοί (Νικόλ Κίντμαν, Κατρίν Ντενέβ, Μέριλ Στριπ, Γκουίνεθ Πάλτροου, Κέιτ Μπλάνσετ, Βανέσα Ρέντγκρεϊβ, Κέιτ Γουίνσλετ, Κλοέ Σεβινί, Σοφία Λόρεν και Πενέλοπε Κρουζ) και ένα περίτεχνο σκηνικό με τζάκι και έναν γνήσιο πίνακα του Τζον Σίνγκερ Σάρτζεντ, ο οποίος μεταφέρθηκε αεροπορικώς από το Λος Αντζελες στη Νέα Υόρκη και στο Λονδίνο. («Ηταν σαν το Βιετνάμ, τα έξοδα», θυμήθηκε ο διευθυντής του περιοδικού Γκρέιντον Κάρτερ, αλλά το αφεντικό του δεν είχε πρόβλημα με το ποσόν).

Οι αουτσάιντερ που χλεύασαν αυτές τις ακραίες σπατάλες παρερμήνευσαν τη μασκαράτα, γράφει ο δημοσιογράφος των New York Times. Οι συντάκτες του Condé ήταν οι πρώτοι influencers, και η ζωή τους μια ολοκληρωμένη διαφημιστική καμπάνια για την εταιρεία που τους προσέλαβε. Ολες αυτές οι λιμουζίνες και οι πτήσεις Concorde εξυπηρετούσαν μια ψευδαίσθηση: ότι οι αναγνώστες με τις μάρκες που διαφημίζονταν μπορούσαν να αποκτήσουν ένα κομμάτι αυτού του λαμπερού κόσμου. Η παρακμή ήταν το ζητούμενο και όταν αυτή μειώθηκε, μειώθηκε και η δύναμη του Condé Nast.

Σήμερα, ο όμιλος είναι η σκιά του παλιού του εαυτού. Πολλά από τα περιοδικά του έχουν κλείσει ή έχουν υποστεί απολύσεις και η εξουσία του έχει σχεδόν «κατεδαφιστεί» από το διαδίκτυο. Οταν η διάδοχος του κ. Κάρτερ στο Vanity Fair, Ραντίκα Τζόουνς, παραιτήθηκε ξαφνικά την άνοιξη, τα ερωτήματα που προκλήθηκαν ήταν σχετικά με το αν η θέση, κάποτε κόσμημα της δημοσιογραφίας, ήταν ακόμα επιθυμητή. (Κάποιοι εξέχοντες του χώρου όπως η Τζάνις Μιν είπαν όχι.)

Πρόσφατα, άλλος ένας πυλώνας μετατοπίστηκε: Η Αννα Γουίντουρ άφησε άναυδο τον κόσμο της μόδας ανακοινώνοντας την αποχώρησή της από τη διεύθυνση της αμερικανικής Vogue, έναν ρόλο που κατείχε εδώ και 37 χρόνια. Βέβαια δεν πρόκειται να πάει πουθενά: Παραμένει στη θέση της παγκόσμιας διευθύντριας σύνταξης της Vogue και συνεχίζει να επιβλέπει κάθε τίτλο του ομίλου Condé Nast, εκτός από το περιοδικό The New Yorker. (Επίσης, τόνισε ότι θα διατηρήσει το γραφείο της και τη συλλογή της με τα κεραμικά Clarice Cliff.)

Παρόλα αυτά, η απομάκρυνσή της ήταν το πρώτο πραγματικό σημάδι του σχεδιασμού διαδοχής –ένα κονκλάβιο του Condé, όπως αστειεύτηκε ένας συντάκτης- και μια υπενθύμιση ότι η κυρία Γουίντουρ, αναμφισβήτητα ο τελευταίος κρίκος των χρόνων δόξας της εταιρείας, δεν θα υπάρχει για πάντα. Σήμερα, οι αρθρογράφοι των περιοδικών είναι πιο πιθανό να μένουν σε ένα ξενοδοχείο της αλυσίδας «Radisson» παρά στο «Ritz». Και ο νέος διευθυντής του Vanity Fair, Μαρκ Γκουιντούτσι, αναμένεται να ακολουθήσει αυτό που κάποτε ήταν ένα εντελώς μη-Condé διάταγμα: να κάνει περισσότερα με λιγότερα…

Κι όμως, κρίνοντας από τα παγκόσμια πρωτοσέλιδα που ανήγγειλαν την αλλαγή τίτλου της κυρίας Γουίντουρ, ο θρύλος του ομίλου παραμένει πηγή γοητείας. Ζούμε ακόμα στον κόσμο που μας κληροδότησε ο Condé Nast, γράφει ο Μάικλ Μ. Γκρίνμπαουμ στους New York Times: τον κόσμο του πάρτι των Οσκαρ του Vanity Fair και του Met Gala της Vogue, έναν κόσμο που έχει εμμονή με το στάτους, τη διασημότητα και την κατανάλωση, έναν κόσμο που επιμένει ακόμη και όταν η μονοκουλτούρα έχει ξεθωριάσει, και οι μόνοι θεματοφύλακες που έχουν απομείνει είμαστε εμείς οι ίδιοι.

«Δεν είσαι αρκετά Page Six»

Tο 1998, όταν ο Condé Nast αγόρασε το πρωτοποριακό τεχνολογικό περιοδικό Wired η διευθύντριά του, Κατρίνα Χέρον, πέταξε στη Νέα Υόρκη για να συναντήσει τα νέα της αφεντικά. Αμέσως δέχτηκε επίπληξη επειδή είχε κλείσει δωμάτιο σε ένα μέτριο ξενοδοχείο. Με την παρότρυνση ενός στελέχους, πήγε στο «St. Regis» στην Πέμπτη Λεωφόρο, του οποίου η τιμή ήταν πολλαπλάσια. «Ωραία», της είπε το στέλεχος, «Οταν οι άνθρωποι τρώνε πρωινό μαζί σου, θέλουν να μένεις στο “St. Regis”».

Οι δημοσιογράφοι ενθαρρύνονταν να στέλνουν τις αποσκευές τους στον προορισμό τους με FedEx, αντί να τις μεταφέρουν με το αεροπλάνο. Μια αρθρογράφος του Vanity Fair, που έκανε ρεπορτάζ στο Λονδίνο, έζησε έναν μήνα με τον σύζυγο και τα παιδιά της στο «Dorchester», το πολυτελές ξενοδοχείο με θέα στο Χάιντ Παρκ, ενώ για την νταντά κρατήθηκε ένα πιο προσιτό δωμάτιο.

Οταν ο διευθυντής του Vanity Fair Γκρέιντον Κάρτερ, πήγαινε, ας πούμε, στο «Four Seasons» στο Μιλάνο, ένας βοηθός του έφτανε μερικές φορές μια μέρα νωρίτερα στο ξενοδοχείο για να ετοιμάσει τη σουίτα του, έτσι ώστε να τον υποδέχεται το ίδιο τραπέζι με τα ακονισμένα μολύβια και τα εξατομικευμένα χαρτικά όπως στο γραφείο του στο Μανχάταν. Οι βοηθοί ταξίδευαν με χιλιάδες δολάρια για τα μικροέξοδα και για να μπορούν να ξεμπερδεύουν τυχόν απρόβλεπτα εμπόδια. Ο Τζον Κέλι, πρώην βοηθός του Κάρτερ, ο οποίος τώρα διαχειρίζεται το newsletter Puck, θυμήθηκε ότι δωροδόκησε έναν βενετσιάνο γονδολιέρη με 1.000 ευρώ για να τον βοηθήσει να ανακτήσει ένα εμπιστευτικό πρωτότυπο περιοδικού που είχε χαθεί.

Υπήρχαν λογαριασμοί σε εστιατόρια όπως το «Four Seasons» -όπου το προσωπικό του Condé δεν πλήρωνε ποτέ, επειδή τα γεύματα χρεώνονταν απευθείας στην εταιρεία- και μια συνεχής ροή παραδόσεων λουλουδιών και χριστουγεννιάτικων δώρων από κασμίρ. Η Ντομινίκ Μπράουνινγκ, πρώην αρχισυντάκτρια του House & Garden, οδηγήθηκε κάποτε στο γραφείο ενός στελέχους για επίπληξη: «Δεν είσαι αρκετά Page Six. Θέλουμε να σε βλέπουμε να φοράς περισσότερα ρούχα σχεδιαστών», της είπε.

Τα περιοδικά είχαν στη μισθοδοσία τους αριστοκράτες για να διευκολύνουν την πρόσβαση των συντακτών τους σε ιδιωτικά θέρετρα που προτιμούν για τις διακοπές τους οι VIPς, όπως η Κέρκυρα και το Μιστίκ της Καραϊβικής. Αν το Architectural Digest, για παράδειγμα, ήθελε να φωτογραφίσει τους ιδιωτικούς κήπους κάποιου Ευρωπαίου με τίτλους ευγενείας, βοηθούσε να έχει συνεργάτη τον πρίγκιπα Μιχαήλ της Ελλάδας. Ορισμένοι υπάλληλοι, δε, είτε λόγω πλούτου είτε λόγω εκκεντρικότητας, δεν έμπαιναν καν στον κόπο να εξαργυρώσουν τις επιταγές μισθοδοσίας τους. Μια συντάκτρια της Vogue ζήτησε οι πληρωμές της να διαβιβάζονται απλώς στο New York City Ballet, αποκαλύπτει ο δημοσιογράφος των New York Times  Μάικλ Μ. Γκρίνμπαουμ.

Τα μαύρα αυτοκίνητα πόλης, που έκαναν ουρά με αναμμένες τις μηχανές έξω από τα γραφεία του Condé, έγιναν σύμβολο της εταιρείας και της αλαζονείας της, στο στυλ του κυνικού χρηματιστή Γκόρντον Γκέκο στην ταινία «Wall Street» (1987) του Ολιβερ Στόουν. Ο Ελιοτ Κάπλαν, συντάκτης του GQ τη δεκαετία του 1980, πήγαινε με ένα αυτοκίνητο του Condé στον χειροπράκτη του δύο φορές την εβδομάδα και ο οδηγός τον περίμενε απέξω μέχρι να τελειώσει. Ενας άλλος συντάκτης χρέωνε στον Condé ένα άδειο αυτοκίνητο για να του μεταφέρει το κινέζικο φαγητό του σε πακέτο. Οταν ο κ. Νιούχαουζ το έμαθε, απλά σήκωσε τους ώμους του: Ηταν σημαντικό να κρατάει τους πολύτιμους υπαλλήλους του ευχαριστημένους.

Το 1966, όταν η συντάκτρια μόδας Πόλι Μέλεν εντάχθηκε στη Vogue, στάλθηκε για πέντε εβδομάδες στην Ιαπωνία μαζί με τον φωτογράφο Ρίτσαρντ Αβεντον και το μοντέλο Βερούσκα. Ταξίδεψαν πρώτη θέση και είχαν μαζί τους τεράστια μπαούλα με γούνες, που κουβαλούσαν ντόπιοι εργάτες. «Τα χρήματα δεν ήταν κάτι που σκεφτόταν κανείς», δήλωσε η κυρία Μέλεν σε συνέντευξή της πριν από τον θάνατό της τον περασμένο Δεκέμβριο.

«Κάντε τα όλα μεγαλοπρεπώς»!

Αυτή η εντολή για  ακριβή ζωή είχε βαθιές ρίζες. Ο ιδρυτής της εταιρείας, Κοντέ Μοντρόουζ Ναστ, ήταν ένας αγωνιστής της Χρυσής Εποχής από το Σεντ Λούις, ο οποίος το 1909 αγόρασε μια νυσταλέα εφημερίδα με κοσμικά νέα που ονομαζόταν Vogue και την έκανε κριτή της γυναικείας μόδας. Αργότερα, πρόσθεσε το Vanity Fair και το περιοδικό διακόσμησης House & Garden. Καθώς, δε, η Αμερική γινόταν πιο εύπορη, ο κ. Ναστ αναγνώρισε ότι το ταξικό άγχος μπορούσε να αξιοποιηθεί επικερδώς. Οπως το έθεσε ένας συνάδελφος: «Δεν ήθελε μεγάλη κυκλοφορία. Ηθελε καλή».

Το 1923, ο φωτογράφος Εντουαρντ Στάιχεν -η Ανι Λάιμποβιτς της εποχής του- είχε ένα συμβόλαιο ύψους 35.000 δολαρίων με τον Condé Nast, που αντιστοιχεί σε περίπου 650.000 σημερινά δολάρια. Το 1928, ο Ναστ προσέφερε στην διευθύντρια της Vogue, Εντνα Γούλμαν Τσέις, 100.000 δολάρια -περίπου 1,8 εκατ. σημερινά δολάρια- για να χτίσει μια εξοχική κατοικία στο Λονγκ Αϊλαντ. Δεκαετίες αργότερα, ο κ. Νιούχαουζ ενέκρινε στεγαστικά δάνεια πολλών εκατομμυρίων δολαρίων, ώστε οι διευθυντές του να μπορούν να μένουν με στυλ στο Γουέστ Βίλατζ ή στο Απερ Ιστ Σάιντ, ενώ βοήθεια έλαβαν ακόμη και μερικοί αγαπημένοι δημοσιογράφοι, όπως ο Ανταμ Γκόπνικ του The New Yorker.

Η κυρία Χέρον του Wired, πήρε ένα άτοκο δάνειο για προκαταβολή για ένα διαμέρισμα στο Σαν Φρανσίσκο. Οταν έφυγε από το περιοδικό τρία χρόνια αργότερα, κανείς στην εταιρεία δεν της ζήτησε τα χρήματα πίσω. Αλλά φού πούλησε το διαμέρισμα, η κυρία Χέρον επέστρεψε τα χρήματα στέλνοντας μια επιταγή με το ταχυδρομείο στον Condé. Το λογιστήριο της τηλεφώνησε και τη ρώτησε τι ήταν αυτά τα χρήματα. Η εταιρεία δεν είχε κανένα αρχείο γι’ αυτά.

Ο Αλεξάντερ Λίμπερμαν, διευθυντής σύνταξης του ομίλου Condé Nast από τη δεκαετία του 1960 έως τη δεκαετία του 1990, ασπαζόταν μια φιλοσοφία υπερβολής. Κάποτε τηλεφώνησε στην Γκρέις Μιραμπέλα, η οποία είχε διαδεχθεί την Ντιάνα Βρίλαντ στην αρχισυνταξία της Vogue, δίνοντάς της συμβουλές για ένα ταξίδι στο Παρίσι: «Πάρτε το Concorde. Ξοδέψτε πολλά χρήματα. Πηγαίνετε εκεί με τον πιο ακριβό δυνατό τρόπο, βγάλτε φωτογραφίες πάνω από δέκα φορές αν χρειαστεί. Κάντε τα όλα μεγαλοπρεπώς!»

Τη δεκαετία του 1980, ένα στέλεχος της εταιρίας προσπάθησε να περιορίσει τις δαπάνες με ένα καινοτόμο λογιστικό σύστημα. Ο κ. Λιμπερμαν τους κάλεσε όλους στο γραφείο του, σήκωσε το νέο έντυπο προϋπολογισμού πάνω από το κεφάλι του και το έσκισε στη μέση με θεατρικό τρόπο.

«Φυσικά και θα είναι ελέφαντας»

Το 1998, το περιοδικό Fortune αποκάλυψε ένα άβολο γεγονός: Ο Condé Nast δεν έβγαζε αρκετά χρήματα. Το 1996, ο πιο λαμπερός εκδότης περιοδικών στον κόσμο είχε κέρδη μόλις 55 εκατ. δολαρίων με έσοδα 750 εκατ. δολαρίων. Οταν οι δημοσιογράφοι του Fortune, Τζόζεφ Νοσέρα και Πίτερ Ελκάιντ, συμπεριέλαβαν τις ζημίες του The New Yorker (το οποίο εκείνη την εποχή ανήκε σε ξεχωριστό τμήμα της αυτοκρατορίας Νιουχάουζ), το περιθώριο κέρδους των περιοδικών σε όλα τα περιοδικά του Νιούχαουζ μειώθηκε κατακόρυφα σε περίπου 5%. Οι αντίπαλοι εκδότες περιοδικών είχαν περιθώρια κέρδους τρεις έως τέσσερις φορές υψηλότερα. Το Cosmopolitan, που εκδόθηκε από τον Χιρστ, το 1997 κέρδισε τόσα χρήματα όσα περίπου όλα τα περιοδικά του Condé Nast μαζί.

Η Advance, εταιρεία holding του Νιουχάουζ, ήταν και συνεχίζει να είναι ιδιωτική. Αλλά το άρθρο του Fortune έδειξε πώς ο κ. Νιουχάουζ είχε στηρίξει τα περιοδικά του που αναζητούσαν κύρος με έσοδα από τις πιο επικερδείς συμμετοχές της οικογένειάς του σε περιφερειακές εφημερίδες και στην καλωδιακή τηλεόραση.

Αυτή η δημοσιονομική μαγική σκέψη σταμάτησε με το κραχ του 2008. Η άνοδος του διαδικτύου και η κατάρρευση της έντυπης διαφήμισης κατέστρεψαν το Portfolio, ένα επιχειρηματικό περιοδικό του Condé που ξεκίνησε το 2007 με κόστος που εκτιμάται μεταξύ 100 εκατομμυρίων και 150 εκατομμυρίων δολαρίων. Φημολογείται ότι για ένα δοκίμιο σχετικά με τους hedge funders στο πρώτο του τεύχος, το Portfolio πλήρωσε στον διάσημο δημοσιογράφο Τομ Γουλφ 12 δολάρια τη λέξη. Η πρώτη του πρόταση ήταν: «Οχι μπαμ μπαμ μπαμ μπαμ μπαμ μπαμ, αλλά μπαμα μπαμπα μπαραμα μπαμ μπάμιτι μπαμ μπαμ μπαμιτι μπαραμπα»…

Το αστείο στο γραφείο ήταν ότι η ανόητη εισαγωγή κόστισε «200 δολάρια». Ολόκληρο το άρθρο, δε, είχε 7.400 λέξεις, αποφέροντας στον κ. Γουλφ περίπου το διπλάσιο του μέσου ετήσιου μισθού ενός δημοσιογράφου εφημερίδας, γράφει ο δημοσιογράφος των New York Times στο βιβλίο του για τον όμιλο Condé Nast.

Τον Σεπτέμβριο του 2008, λίγο πριν χρεοκοπήσει η Lehman Brothers, το Portfolio νοίκιασε έναν ελέφαντα για να εικονογραφήσει ένα άρθρο σχετικά με το γραφείο πιστωτικών παραγώγων της JPMorgan Chase, επειδή οι συντάκτες είχαν αποφασίσει τον τίτλο «Ο ελέφαντας των 58 τρισ. δολαρίων στο δωμάτιο». Ο Condé ξόδεψε περίπου 30.000 δολάρια για να φωτογραφίσει το παχύδερμο, αντί να χρησιμοποιήσει μια φωτογραφία αρχείου. «Δεν υπήρξε πραγματικά κανένας δισταγμός», θυμάται ο φωτογράφος Φίλιπ Τολεντάνο. «Φυσικά και θα είναι ελέφαντας», είπαν. Τελικά, η εικόνα, που προέκυψε δεν μπήκε καν στο εξώφυλλο. (Η διευθύντρια του Portfolio, Τζόαν Λίπμαν, είπε ότι δεν ενέκρινε τη φωτογράφιση.) Οταν κυκλοφόρησε, δε, το τεύχος, η οικονομία βρισκόταν σε κρίση και σύντομα το Portfolio έκλεισε.

Αλλά ακόμα και τότε, ο Condé συνέχιζε να ξοδεύει, παρόλο που κατέρρεε. Το 2016, οι υπάλληλοι μεσαίου επιπέδου στη Νέα Υόρκη εξακολουθούσαν να κάνουν κρατήσεις σε πολυτελή ξενοδοχεία στο Μπέβερλι Χιλς για 10ήμερα επαγγελματικά ταξίδια. Και την επόμενη χρονιά, ο Condé Nast φέρεται να έχασε περισσότερα από 120 εκατ. δολάρια.

Τελικά, η βιτρίνα της υπερβολής κατέρρευσε. Τα Self, Teen Vogue, Glamour και Allure κατάργησαν τις έντυπες εκδόσεις. Οι ελεγκτές γεγονότων, οι επιμελητές κειμένων και οι ομάδες φωτογραφίας κάθε έκδοσης (εκτός από το The New Yorker) συγκεντρώθηκαν σε ένα κεντρικό γραφείο, ένα μέτρο μείωσης κόστους που είχαν θεσπίσει χρόνια πριν αντίπαλοι όπως ο όμιλος Hearst. Τα περιοδικά μείωσαν τους προϋπολογισμούς τους αντικαθιστώντας το Microsoft με τα φθηνότερα Google Docs. Και οι απολύσεις έγιναν ρουτίνα.

Σήμερα, οι υπεύθυνοι του Condé αντιμετωπίζουν προκλήσεις αδιανόητες για τους προκατόχους τους. Το πώς φαίνεται ένα περιοδικό στο περίπτερο (ή στα χέρια ενός συνδρομητή έντυπης έκδοσης) έχει λιγότερη σημασία από το πώς εμφανίζεται σε ένα iPhone: Τα αναδιπλούμενα εξώφυλλα του Vanity Fair για το Χόλιγουντ, όπως και η υπερβολή των 475.000 δολαρίων της κυρίας Λάιμποβιτς, είναι πλέον μια αδέξια οριζόντια εφαρμογή για κάθετες οθόνες.

Και τα προνόμια, αυτά που έκαναν τη ζωή στα περιοδικά διασκεδαστική, έχουν εξανεμιστεί. Το 2015, το GQ μετέφερε με αεροπλάνο το προσωπικό του στο Τουλούμ του Μεξικού για μια τριήμερη εκδρομή. Αργότερα, η εκδρομή υποβαθμίστηκε σε μια χειμωνιάτικη μέρα στα βόρεια της Νέας Υόρκης και τώρα έχει εξαφανιστεί εντελώς. Στο Vanity Fair, οι υπάλληλοι έπαιρναν κάποτε ως δώρα διακοπών τσάντες Anya Hindmarch και βελούδινες πετσέτες παραλίας. Οχι πια. Ενας διευθυντής του Condé δήλωσε ότι το πιο χαρακτηριστικό σημάδι της αλλαγής ήταν ότι οι εργαζόμενοι δεν προσπαθούν καν πλέον να κάνουν μεγάλα έξοδα. Είναι βαθιά ριζωμένο στη σκέψη τους να εξοικονομούν χρήματα από την αρχή.

Ωστόσο, αυτή η εκδοχή Ποτέμκιν του Condé Nast εξακολουθεί να απογοητεύει και να εντυπωσιάζει τις τάξεις των σχολιαστών. Οι νεότεροι μπορεί να λένε ότι η Vogue δεν έχει σχεδόν καμία σημασία, αλλά το ποιος εμφανίζεται στο εξώφυλλό της και πώς είναι ντυμένος, μπορεί να προκαλέσει αναταραχή στο διαδίκτυο, όπως συνέβη όταν το περιοδικό παρουσίασε την τότε εκλεγμένη αντιπρόεδρο Κάμαλα Χάρις και την πρώτη κυρία των ΗΠΑ, Τζιλ Μπάιντεν, το περασμένο καλοκαίρι.

Μπορεί τα περιοδικά να έχουν υποχωρήσει μπροστά στα πιο ισότιμα ​​μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά το άγχος για το status είναι τόσο ισχυρό όσο ποτέ, υπογραμμίζει ο Μάικλ Μ. Γκρίνμπαουμ στο απόσπασμα του βιβλίου του που δημοσιεύεται στους New York Times. Το iPhone έφερε τα μέσα παραγωγής γοητείας στις μάζες και οι μάζες επέλεξαν να αναπαράγουν το σύμπαν που διέδωσε ο Condé Nast, ένα σύμπαν πλημμυρισμένο με μάρκες και γεμάτο F.O.M.O. (φόβο μήπως χάσουμε κάτι), όπου όμορφοι άνθρωποι κάνουν όμορφα πράγματα σε όμορφα μέρη χωρίς εσένα.

Ο ίδιος ο όμιλος Condé Nast προσπαθεί να προσαρμοστεί, υιοθετώντας περιεχόμενο mobile-first video και επενδύοντας σε εμπειρίες I.R.L. όπως η Vogue World, μια ταξιδιωτική επίδειξη μόδας γεμάτη διασημότητες. Κατά ειρωνικό τρόπο, τα λιγότερο λαμπερά περιοδικά της εταιρείας είναι φωτεινά σημεία. Το The New Yorker φέρνει ειδήσεις και δημιουργεί σημαντικά έσοδα. (Σύμφωνα με πηγές, τα έσοδα από την κυκλοφορία του περιοδικού υπερδιπλασιάστηκαν στα πέντε χρόνια μετά την εισαγωγή ενός πλήρους paywall το 2014.) Και το Wired έχει αναφερθεί έντονα στην χαοτική επέλαση του Ελον Μασκ στην ομοσπονδιακή γραφειοκρατία.

Το 2006, οι Νιούχαουζ απέκτησαν έναν τότε άγνωστο ιστότοπο, που ονομαζόταν Reddit, για περίπου 10 εκατ. δολάρια. Η start-up, ένα συνονθύλευμα από πίνακες μηνυμάτων με μεγάλο όγκο κειμένων, επιτρέπει σε ανώνυμους σχολιαστές να τοποθετούνται για οποιοδήποτε θέμα μπορεί να φανταστεί κανείς.

Το 2012, το Reddit είχε περισσότερες από τρία δισ. προβολές σελίδων κάθε μήνα. Τον Μάρτιο του 2024, εισήχθη στο χρηματιστήριο, με τους Νιούχαουζ να αποκομίζουν απροσδόκητα κέρδη ύψους περίπου 2,1 δισ. δολαρίων. Ενα στοίχημα 10 εκατ. δολαρίων είχε αποφέρει απόδοση 210 φορές. Στον βαθμό που η οικογένεια μπορεί να συνεχίσει να χρηματοδοτεί τα περιοδικά Vogue, Vanity Fair και The New Yorker την επόμενη δεκαετία, αυτό μπορεί να οφείλεται, λοιπόν, σε ένα έξυπνο στοίχημα σε μια διαδικτυακή εταιρεία της οποίας ο ατημέλητος ισότιμος προσανατολισμός είναι το αντίθετο της προσέγγισης του Condé Nast από πάνω προς τα κάτω: «εμείς ξέρουμε καλύτερα».

Και το κόστος δημιουργίας μιας ανάρτησης στο Reddit; Μηδέν.

Exit mobile version