Οταν «έπεσε» η Θάτσερ – το σοκ στη Βρετανία
| Wikipedia public domain / Creative Protagon
Θέματα

Οταν «έπεσε» η Θάτσερ – το σοκ στη Βρετανία

Πέρασαν τριάντα πέντε χρόνια από εκείνον τον Νοέμβριο του 1990, όταν η Σιδηρά Κυρία αποχωρούσε από το πρωθυπουργικό αξίωμα, έχοντας χάσει μια μεγάλη εσωκομματική μάχη. Η ήττα εκείνη θα την ακολουθούσε σε όλη την υπόλοιπη ζωή της ως «προδοσία με το χαμόγελο»
Protagon Team

Στις 28 Νοεμβρίου του 1990, η τότε πρωθυπουργός της Βρετανίας Μάργκαρετ Θάτσερ αποχώρησε από τον αριθμό 10 της Ντάουνινγκ Στριτ βρουκωμένη. «Εκδιώχθηκε από το ίδιο το κόμμα της, έχοντας αποδυναμωθεί από έναν απίθανο εχθρό», γράφει σήμερα ο Γκρεγκ Μακέβιτ του BBC σε άρθρο του.

Καθώς η Θάτσερ στεκόταν στο κατώφλι της πρωθυπουργικής κατοικίας για τελευταία φορά, ήρθε αντιμέτωπη με τους προβολείς των ΜΜΕ όλου του κόσμου. «Φεύγουμε από την Ντάουνινγκ Στριτ έπειτα από 11,5 υπέροχα χρόνια και είμαστε χαρούμενοι που αφήνουμε το Ηνωμένο Βασίλειο σε πολύ καλύτερη κατάσταση από ό,τι το βρήκαμε όταν ήρθαμε εδώ», είχε δηλώσει η «Σιδηρά Κυρία», όντας, προφανώς, κάθε άλλο παρά «πολύ χαρούμενη».

Οπως υπενθυμίζει το BBC, στις 22 Νοεμβρίου του 1990, η Θάτσερ είχε παραιτηθεί από την ηγεσία του κυβερνώντος Συντηρητικού Κόμματος, αφού δεν κατάφερε να κερδίσει σε μια εσωκομματική μάχη την υποστήριξη που χρειαζόταν ώστε να συνεχίσει να ασκεί την εξουσία. Εμοιαζε έτοιμη να βάλει τα κλάματα καθώς αποχαιρετούσε το συγκεντρωμένο πλήθος και έμπαινε στη λιμουζίνα που επρόκειτο να τη μεταφέρει στα Ανάκτορα του Μπάκιγχαμ για μια τελευταία ακρόαση από τη βασίλισσα Ελισάβετ Β’.

Ωστόσο, όπως μας πληροφορεί ο Γκρεγκ Μακέβιτ του βρετανικού δικτύου, «κατά ειρωνικό τρόπο, ήταν η δική της, ολοένα και πιο βασιλική, διαχείριση του κόμματος που το ώθησε να στραφεί εναντίον της».

Ως η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός της Βρετανίας, η Θάτσερ οδήγησε το κόμμα της στη νίκη σε τρεις εθνικές εκλογικές αναμετρήσεις, με το BBC να σημειώνει πως «λίγοι πολιτικοί άσκησαν τόση εξουσία κατά τη διάρκεια της θητείας τους, προκαλώντας τόσο έντονα συναισθήματα, και υπέρ και κατά».

28 Νοεμβρίου 1990. Η Μάργκαρετ Θάτσερ μόλις έχει τερματίσει μια πρωθυπουργική κούρσα 11 ετών και αποχαιρετά τα media στο κατώφλι της Downing Street. Πίσω, ο σύζυγός της Ντένις (Richard Baker / In Pictures via Getty Images Images/ Ideal Image)

Κατά τη διάρκεια της πολυκύμαντης πρωθυπουργίας της, η Θάτσερ έδωσε και κέρδισε αμέτρητες μάχες εναντίον του βρετανικού κατεστημένου, των συνδικάτων, του αντιπολιτευόμενου Εργατικού Κόμματος καθώς και κατά των ίδιων των υπουργικών συμβουλίων της.

Εχασε, ωστόσο, την τελική μάχη με τους κομματικούς πρώην συντρόφους της και, στην ήττα, αισθανόταν βαθιά προδομένη, με το BBC να κάνει λόγο για μια «ιστορία αλαζονείας, πληγωμένων συναισθημάτων και μερικών πολύ βρετανικών αθλητικών μεταφορών».

Μιλώντας το 2005 στο BBC o Κρις Πάτεν, ο οποίος υπήρξε υπουργός της, είχε πει πως η Θάτσερ αναγνώριζε ότι «ο κόσμος πρέπει να σε φοβάται λίγο αν θέλεις να πετύχεις τον στόχο σου». Σημείωσε επίσης πως ήταν «εξαιρετική» στο να συνοψίζει τα συμπεράσματα των συναντήσεων στην αρχή και στη συνέχεια να προκαλεί τους συμμετέχοντες να δηλώσουν αν θεωρούσαν πως έσφαλε σε κάποιο ή περισσότερα σημεία.

Η ίδια η Θάτσερ είχε εξηγήσει το 2005 ότι ως επιστήμονας (σπούδασε Χημεία στην Οξφόρδη) η τακτική της ήταν πρώτα να συλλέγει τις πληροφορίες με αυστηρότητα και στη συνέχεια να εκδίδει την ετυμηγορία της. «Νομίζω ότι ο/η πρωθυπουργός ενίοτε πρέπει να προκαλεί φόβο. Δεν έχει και πολύ νόημα να υπάρχει ένα αδύναμο, νωθρό πράγμα στην καρέκλα, έτσι δεν είναι;», είχε παραδεχτεί η Σιδηρά Κυρία της βρετανικής πολιτικής.

Οταν η Θάτσερ κέρδισε τη σπάνια τρίτη θητεία στην πρωθυπουργία στις γενικές εκλογές του 1987, μια από τις πρώτες ενέργειές της ήταν να ανακοινώσει τη θέσπιση του «poll tax», ενός τοπικού δημοτικού κεφαλικού φόρου που υποχρεούνταν να καταβάλλουν όλοι οι πολίτες, ανεξάρτητα από τα όποια εισοδήματά τους.

Εν μέσω της γενικής κατακραυγής που ξεσήκωσε η απόφαση της Θάτσερ, τον Μάρτιο του 1990 ξέσπασαν ταραχές στην πλατεία Τραφάλγκαρ του Λονδίνου, με πολλούς από τους βουλευτές των Συντηρητικών να ανησυχούν ότι ο φόρος θα μπορούσε να τους κοστίσει τις έδρες τους.

H Θάτσερ και ο σύζυγός της καθ’ οδόν προς το παλάτι για την τελευταία ακρόαση από τη βασίλισσα Ελισάβετ (Richard Baker / In Pictures via Getty Images/ Ideal Image)

Ηταν η πρώτη φορά που αμφισβητείτο η εξουσία της από τον Μάιο του 1979, όταν ανέλαβε πρώτη φορά την πρωθυπουργία της Βρετανίας. Ωστόσο, την τελική πτώση της επρόκειτο να την επιφέρει το ανέκαθεν επίμαχο στη Βρετανία ζήτημα των σχέσεων με την Ευρώπη.

Ο μοιραίος άνθρωπος για τη Θάτσερ ήταν ο σερ Τζέφρι Χάου, ένας διακριτικός, μετριοπαθής βουλευτής, με τη Θάτσερ να τον υποτιμά και εκείνον να της ρίχνει τη χαριστική βολή, εκφωνώντας μια πύρινη ομιλία, η οποία σήμερα θεωρείται μία από τις πιο αξιόλογες στην ιστορία του κοινοβουλευτισμού στη Βρετανία.

Αν και ο Χάου ήταν στενός σύμμαχος της Θάτσερ κατά τα πρώτα χρόνια της στην εξουσία, η σχέση τους είχε επιδεινωθεί. Οταν ανασχημάτισε το υπουργικό της συμβούλιο τον Ιούλιο του 1989, ο Χάου αντικαταστάθηκε στη θέση του υπουργού Εξωτερικών από τον Τζον Μέιτζορ, το ανερχόμενο αστέρι των Συντηρητικών, ο οποίος τον Νοέμβριο της επόμενης χρονιάς επρόκειτο να διαδεχθεί τη Θάτσερ στην πρωθυπουργία.

«Οταν ουσιαστικά απέλυσε τον Χάου, τον διόρισε αναπληρωτή πρωθυπουργό. Αυτή δεν είναι μια δουλειά, όπως δεν είναι η αντιπροεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών… Ηξερε ότι τον παραγκώνιζαν», είχε πει ο πρώην βουλευτής και υπουργός Κένεθ Μπέικερ στο BBC το 2019.

Στις 30 Οκτωβρίου του 1990, η Θάτσερ εξαπέλυσε μια από τις πιο διαβόητες δηλώσεις της στο κοινοβούλιο, επικρίνοντας τους ομολόγους της στην Ευρώπη. Απαντώντας στις εκκλήσεις των Βρυξελλών για μεγαλύτερο κεντρικό έλεγχο, δήλωσε προκλητικά: «Οχι, όχι, όχι!». Ομως αυτό ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι για τον Χάου, ο οποίος παραιτήθηκε δύο ημέρες αργότερα.

Η Θάτσερ, ωστόσο, δεν πτοήθηκε και συνέχισε να είναι επιθετική, και στις 12 Νοεμβρίου, στο πλαίσιο μιας σημαντικής ετήσιας κοινωνικοπολιτικής εκδήλωσης στο Λονδίνο, εκφώνησε μια ιδιαίτερα μαχητική ομιλία, αναπτύσσοντας μια σειρά από μεταφορές με σημείο αναφοράς το κρίκετ.

«Συνεχίζω να αγωνίζομαι, αγωνίζομαι για να κερδίσω»

Την επομένη στο κοινοβούλιο, ο Χάου απάντησε μέσω του «φονικού», όπως τον χαρακτηρίζει το BBC, αποχαιρετιστήριου λόγου του. Επικαλέστηκε και αυτός το κρίκετ για να περιγράψει τη στάση της Θάτσερ όσον αφορά τις διαπραγματεύσεις της Βρετανίας με την υπόλοιπη Ευρώπη, λέγοντας πως «είναι σαν να ρίχνεις τους ροπαλοφόρους στο παιχνίδι, μόνο και μόνο για να διαπιστώνουν… ότι τα ρόπαλά τους τα έσπασε πριν από τον αγώνα ο ίδιος ο αρχηγός της ομάδας».

«Ηρθε η ώρα να εξετάσουν και άλλοι τη δική τους απάντηση στην τραγική σύγκρουση συμφερόντων με την οποία πάλεψα εγώ ο ίδιος για ίσως πολύ καιρό», είχε προσθέσει, με την εν λόγω δήλωσή του να διαβάζεται, τότε, ως πρόσκληση προς έναν παλιό αντίπαλο της Θάτσερ να βγει από την πολιτική του απομόνωση και να αναμετρηθεί με τη βρετανίδα πρωθυπουργό.

Ο Μάικλ Χέσελτιν, γνωστός και ως «Ταρζάν», είχε παραιτηθεί τέσσερα χρόνια νωρίτερα από τη θέση του υπουργού Αμυνας σε ένδειξη διαμαρτυρίας για το γεγονός ότι η Θάτσερ αγνοούσε τις απόψεις του. Απέκτησε το χαρακτηριστικό παρατσούκλι το 1976, όταν άρπαξε το τελετουργικό σκήπτρο της Βουλής των Κοινοτήτων και το κουνούσε πάνω από το κεφάλι του. Συνέχισε να σχεδιάζει την επιστροφή του και οι εξελίξεις του Οκτωβρίου του 1990 ήταν η τέλεια ευκαιρία, με τον Χέσελτιν να ρίχνεται, τελικά, στη μάχη, διεκδικώντας την ηγεσία των Συντηρητικών.

Την ημέρα του πρώτου γύρου της ψηφοφορίας, η Θάτσερ επέλεξε να ταξιδέψει στο Παρίσι για να συμμετάσχει σε μια σύνοδο κορυφής για το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, αντί να μείνει στο Λονδίνο και να καλοπιάσει όσους είχαν αρχίσει να την αμφισβητούν.

Παρ’ όλο που επικράτησε στον πρώτο γύρο με 204 ψήφους έναντι 152, αρκετοί βουλευτές επέλεξαν να ψηφίσουν τον Χέσελτιν για να αποτρέψουν μια καθαρή νίκη της Θάτσερ, με την αναμέτρηση να συνεχίζεται σε έναν δεύτερο γύρο, το οποίο ήταν ήδη σημάδι πως η εξουσία της στους κόλπους του κόμματός της είχε αρχίσει να κλονίζεται επικίνδυνα.

«Συνεχίζω να αγωνίζομαι. Αγωνίζομαι για να κερδίσω», δήλωσε η Θάτσερ κατά την επιστροφή της από το Παρίσι. Αντί να προσπαθήσει να συσπειρώσει τις δυνάμεις της, η βρετανίδα πρωθυπουργός επέλεξε να δει τους υπουργούς της ξεχωριστά, οι οποίοι, όμως, καθώς περίμεναν έξω από το γραφείο της, συνομιλούσαν μεταξύ τους και οι περισσότεροι συμφώνησαν τι έπρεπε να γίνει.

Επειτα από μία τριετία, η Θάτσερ επανήλθε σε αυτή την οδυνηρή ανάμνηση, λέγοντας στο BBC πως, ο ένας μετά τον άλλον, οι υπουργοί της μετέφεραν το μήνυμα: «Φυσικά, αν θέλετε να θέσετε υποψηφιότητα, θα σας υποστηρίξω. Αλλά δεν νομίζω ότι μπορείτε να κερδίσετε. Και νομίζω, επομένως, ότι πρέπει να αφήσετε άλλους ανθρώπους να αναδειχθούν και να αποχωρήσετε».

Επέλεξε να το σκεφτεί κατά τη διάρκεια της νύχτας και το επόμενο πρωί, έπειτα από μόλις τέσσερις ώρες ύπνου, κατά τη διάρκεια του καθιερωμένου ημερήσιου υπουργικού συμβουλίου, ανακοίνωσε, εμφανώς συγκινημένη, πως είχε αποφασίσει να αποχωρήσει.

Μια ανώτερη υπάλληλος της κυβέρνησης που ήταν παρούσα στην αίθουσα, είχε πει το 2019 στο BBC πως η Θάτσερ –«μια γυναίκα περιτριγυρισμένη από άνδρες»– άρχισε να διαβάζει μια σύντομη δήλωση. «Μόλις ξεκίνησε, άρχισε να κλαίει και μετά ξέσπασε σε λυγμούς και πραγματικά δυσκολευόταν να αρθρώσει τα λόγια της». Μερικοί από τους υπουργούς της σκούπιζαν επίσης τα δάκρυά τους, με τον Κρις Πάτεν να σημειώνει με νόημα στη συνέχεια, «νομίζω όλοι γνωρίζουμε ότι αρκετοί κροκόδειλοι έχουν ένα μαντίλι πρόχειρο».

Η Θάτσερ υποσχέθηκε την υποστήριξή της στον Τζον Μέιτζορ, ο οποίος αναδείχθηκε, τελικά, ηγέτης των Συντηρητικών την 27η Νοεμβρίου του 1990, αναλαμβάνοντας την επομένη και την πρωθυπουργία της Βρετανίας.

Μετά την ακρόασή της με τη βασίλισσα, η Θάτσερ και ο σύζυγός της Ντένις μετέβησαν στο νέο σπίτι τους σε μια περιφραγμένη κοινότητα στο Ντάλγουιτς, στο νότιο Λονδίνο. Ξεκαθάρισε ότι επόμενο πρωί θα ήταν εκ νέου στο κοινοβούλιο, καθώς το μόνο που γνώριζε να κάνει ήταν να εργάζεται. Αν και δήλωσε στους δημοσιογράφους ότι θα προσέφερε στον Μέιτζορ την πλήρη υποστήριξή της κατά τα επόμενα χρόνια, στην πραγματικότητα επρόκειτο να του κάνει τη ζωή πολύ δύσκολη.

Ωστόσο το αίσθημα προδοσίας θα βάραινε τη Θάτσερ έως το τέλος της ζωής της (την 8η Απριλίου του 2013 σε ηλικία 87 ετών). Οπως δήλωσε η ίδια στο BBC το 1993, «επρόκειτο για μια προδοσία με χαμογελαστό πρόσωπο. Ισως αυτό ήταν το χειρότερο από όλα».

Exit mobile version