Οταν οι στρατιώτες της 371ης ταξιαρχίας των γερμανικών Ενόπλων Δυνάμεων συμμετείχαν σε ασκήσεις στη Νορβηγία με συμμάχους, υποτίθεται ότι θα επιδείκνυαν τις δυνατότητες μιας επίλεκτης δύναμης ταχείας αντίδρασης του ΝΑΤΟ.
Αντίθετα, οι ασκήσεις τους έμοιαζαν με φάρσα, καθώς τα κακώς εξοπλισμένα γερμανικά στρατεύματα αναγκάστηκαν να χρησιμοποιήσουν… σκουπόξυλα που είχαν βάψει μαύρα αντί για πολυβόλα στα οχήματα μεταφοράς των στρατιωτών τους.
Το ντροπιαστικό περιστατικό συνέβη το 2014 καθώς ο γερμανικός στρατός, γνωστός και ως Bundeswehr, αντιμετώπιζε τεράστιες ελλείψεις σε εξοπλισμό.
Και ενώ το Βερολίνο προσπάθησε τότε να υποβαθμίσει το περιστατικό, στους συμμάχους ήταν εμφανής η περικοπή των στρατιωτικών δαπανών από τη Γερμανία.
«Θεωρήθηκαν λίγο σαν ανέκδοτο», είπε στην Telegraph ο Φράνσις Τούσα, ανεξάρτητος αναλυτής αμυντικών θεμάτων.
Αλλά οι καιροί αλλάζουν. Και απέναντι στη ρωσική επιθετικότητα, η γερμανική πολεμική μηχανή αναδύεται ξανά και δείχνει ότι είναι μια δύναμη που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη.
Στο πλαίσιο των ριζικών μεταρρυθμίσεων που προώθησε ο καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς, το Βερολίνο φέτος αίρει όλους τους δημοσιονομικούς περιορισμούς στις αμυντικές δαπάνες για να οικοδομήσει τον ισχυρότερο στρατό της Ευρώπης.
Η αναθεώρηση άνοιξε τον δρόμο για μαζικές αγορές εξοπλισμού, όπως άρματα μάχης, πυροβολικό, μαχητικά αεροσκάφη και πολεμικά πλοία, αξίας εκατοντάδων δισεκατομμυρίων ευρώ, καθώς η Bundeswehr προετοιμάζεται να αντιμετωπίσει την απειλή της Ρωσίας και του προέδρου της Βλαντίμιρ Πούτιν.
Συνολικά, η Γερμανία δαπάνησε περισσότερα από 50 δισ. ευρώ σε όπλα πέρυσι και έχει καταρτίσει σχέδια για να δαπανήσει άλλα 377 δισ. ευρώ επιπλέον.
Η ιστορική αύξηση αναμένεται να μετατρέψει τη Γερμανία σε στυλοβάτη του ΝΑΤΟ για άλλη μια φορά, με σημαντική συμβολή στην ασφάλεια ολόκληρης της ευρωπαϊκής ηπείρου.
«Οι Γερμανοί στοχεύουν στον μεγαλύτερο και ισχυρότερο στρατό στην Ευρώπη, επομένως από πολλές απόψεις επιστρέφουν στον παραδοσιακό ρόλο που είχαν κατά τον Ψυχρό Πόλεμο», είπε στην Telegraph ο Εντουαρντ Αρνολντ, του Βασιλικού Ινστιτούτου Ηνωμένων Υπηρεσιών (Rusi), μιας στρατιωτικής δεξαμενής σκέψης.
Αλλά ένα βασικό ερώτημα παραμένει: Θα είναι όλα αυτά αρκετά για να αντιμετωπίσουν τη Ρωσία;
Η «κατάρρευση»
Σε περίπτωση ρωσικής επίθεσης στην ανατολική πλευρά του ΝΑΤΟ, ο ρόλος της Γερμανίας θα είναι κομβικός.
Παράλληλα με τα στρατεύματα που είναι μόνιμα εγκατεστημένα στη Λιθουανία, οι κύριες δυνάμεις της Bundeswehr αναμένεται να σπεύσουν για να υποστηρίξουν συμμάχους, όπως η Πολωνία, στην αναχαίτιση των δυνάμεων της Μόσχας και στην ανάκτηση χαμένων εδαφών.
«Αναμένεται να καλύψουν το μεγαλύτερο μέρος των χερσαίων δυνατοτήτων στην ηπειρωτική Ευρώπη», επισήμανε ο Αρνολντ.
«Από τη Γερμανία και την Πολωνία θα προέλθει μεγάλο μέρος της δύναμης πυρός, καθώς και από τις ΗΠΑ».
Ο Νίκολας Ντράμοντ, βρετανός σύμβουλος άμυνας που συνεργάζεται με γερμανικές στρατιωτικές εταιρείες, ανέφερε στην Telegraph: «Είναι πιθανό οι Ρώσοι να επιτεθούν στην Πολωνία και η Πολωνία να χρειαστεί βοήθεια, και η Γερμανία να την παράσχει.
»Ετσι οι Γερμανοι χρειάζονται την ικανότητα να διεξάγουν πόλεμο ελιγμών, και αυτό σημαίνει άρματα μάχης, πεζικό, πυροβολικό και αεροσκάφη σε συντονισμό για να απωθήσουν τον εχθρό».
Ωστόσο, για χρόνια η Γερμανία αγνοούσε τους στόχους δαπανών του ΝΑΤΟ και υποβάθμιζε τις στρατιωτικές δυνάμεις της, καθώς οι ηγέτες της υπέθεταν ότι οι ημέρες των ένοπλων συγκρούσεων στην Ευρώπη ανήκαν στο παρελθόν.
Ο στρατός της Δυτικής Γερμανίας ήταν στο παρελθόν ένας από τους καλύτερα εξοπλισμένους στην Ευρώπη. Αλλά στη δεκαετία που ακολούθησε μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, οι στρατιωτικές δαπάνες μειώθηκαν από 2,5% σε μόλις 1,4%, καθώς η χώρα επανενώθηκε με την Ανατολική Γερμανία και η Bundeswehr περιορίστηκε.
Αυτό ήταν εν μέρει αποτέλεσμα ενός βαθιά ριζωμένου αντιμιλιταριστικού κινήματος που απέκτησε ισχύ στη Δυτική Γερμανία τη δεκαετία του 1950, το οποίο αντανακλούσε την αποστροφή για την τρομακτική κληρονομιά των Ναζί και τις απεχθείς πράξεις τους στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η Γερμανία απέφευγε τις συγκρούσεις, με εξαίρεση τη συμμετοχή στις αποστολές του ΝΑΤΟ στο Κοσσυφοπέδιο και στο Αφγανιστάν.
Αλλά η συμπίεση δαπανών – η οποία συνεχίστηκε ακόμη και μετά τη ρωσική εισβολή στην Κριμαία – άφησε την Bundeswehr σε τόσο κακή κατάσταση, που αναγκάστηκε να καταστρέφει τον εξοπλισμό της για να εξασφαλίζει ανταλλακτικά, επισήμανε ο Γκούντραμ Γουλφ, καθηγητής Οικονομικών στο Ινστιτούτο του Κιέλου.
«Οι δαπάνες μειώθηκαν τόσο πολύ που η αντικατάσταση του υπάρχοντος εξοπλισμού έγινε σχεδόν αδύνατη. Αν είχες τρία τανκς, θα χρησιμοποιούσες τα δύο για να πάρεις ανταλλακτικά για το τρίτο – έτσι είχες μόνο ένα μάχιμο…», σημείωσε.
Για παράδειγμα, μεταξύ 1992 και 2013, το απόθεμα των κύριων αρμάτων μάχης του στρατού μειώθηκε από 6.684 σε μόλις 323, σύμφωνα με την ανάλυση δεδομένων του Διεθνούς Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών από το Ινστιτούτο του Κιέλου.
Την ίδια στιγμή, ο αριθμός των γερμανικών οχημάτων μάχης πεζικού μειώθηκε από 3.250 σε 395, με τον αριθμό των howitzer και των πυροβόλων να μειώνεται από 3.214 σε 130 και τον στόλο μαχητικών αεροσκαφών της Luftwaffe να συρρικνώνεται από 553 σε 205.
Αυτή η οικονομική δυσπραγία οδήγησε στον εξευτελισμό των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων στις ασκήσεις του ΝΑΤΟ το 2014.
Αλλά η έλλειψη εξοπλισμού προκάλεσε και πιο σοβαρές ανησυχίες, καθώς επηρέασε τις υποτιθέμενες επίλεκτες μονάδες που είχαν ως αποστολή να σπεύσουν στην πρώτη γραμμή σε περίπτωση πολέμου με τη Ρωσία.
Αντ’ αυτού, η Ανγκελα Μέρκελ, καθώς και ο προκάτοχός της Γκέραρντ Σρέντερ, προτίμησαν να ενισχύσουν τις εμπορικές σχέσεις με τη Μόσχα, εκτιμώντας ότι ο Πούτιν θα είχε πάρα πολλά να χάσει από οποιαδήποτε πιθανή στρατιωτική αντιπαράθεση.
Αλλά αυτή η πολιτική έχει έκτοτε απορριφθεί μετά από δύο σεισμικά γεγονότα, που ενίσχυσαν την υποστήριξη για τον επανεξοπλισμό: την εισβολή της Ρωσίας το 2022 στην Ουκρανία και την προειδοποίηση του αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ ότι η Αμερική δεν θα χρηματοδοτεί πλέον την άμυνα της Ευρώπης.
«Υπήρξε ένα διπλό χτύπημα, με τη Ρωσία από τη μία πλευρά να απειλεί την Ευρώπη και την Αμερική να απομακρύνεται από την άλλη», είπε ο Ντράμοντ.
«Η Ευρώπη πρέπει να αναλάβει δράση. Και αυτή είναι η αιτία όσων συμβαίνουν στη Γερμανία».
Το σοκ του Τραμπ
Η απρόκλητη επίθεση του Πούτιν στην Ουκρανία διέλυσε την ψευδαίσθηση στο Βερολίνο ότι ήταν ένας άνθρωπος με τον οποίο θα μπορούσε τελικά να υπάρξει λογική συνεννόηση.
Η ανησυχία εντάθηκε επίσης από το πόσο κοντά ήταν η σύγκρουση στην Γερμανία. Η απόσταση μεταξύ των ανατολικών συνόρων της Γερμανίας και της Ουκρανίας είναι μόλις 600 χιλιόμετρα.
Ο Ολαφ Σολτς, αρχηγός του ιστορικά φιλορωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, αποτύπωσε το σοκ σε αυτό που αργότερα θα γινόταν γνωστό ως η ομιλία-καμπή στην Bundestag το 2022.
«Ζούμε σε μια εποχή καμπής», είπε στους γερμανούς βουλευτές. «Και αυτό σημαίνει ότι ο κόσμος μετά δεν θα είναι πλέον ο ίδιος με τον κόσμο πριν».
Προειδοποίησε τον Πούτιν «να μην υποτιμά την αποφασιστικότητά μας να υπερασπιστούμε κάθε τετραγωνικό μέτρο εδάφους του ΝΑΤΟ μαζί με τους συμμάχους μας» και δεσμεύτηκε ότι η Γερμανία θα οικοδομήσει «μια ισχυρή, πρωτοποριακή, προοδευτική Bundeswehr στην οποία μπορεί να βασιστεί κανείς για να μας προστατεύσει. Ο,τι χρειάζεται για να διασφαλιστεί η ειρήνη στην Ευρώπη, θα γίνει», πρόσθεσε ο Σολτς.
Μέσα σε δύο χρόνια από εκείνη την ομιλία, η Γερμανία είχε δημιουργήσει ένα ειδικό ταμείο 100 δισ. ευρώ για στρατιωτικές προμήθειες, έγινε ο δεύτερος μεγαλύτερος δωρητής στην Ουκρανία και επιτύγχανε τον τότε στόχο του ΝΑΤΟ να δαπανήσει το 2% του ΑΕΠ για την άμυνα, για πρώτη φορά.
Κι ενώ το Βερολίνο εξακολουθούσε να δέχεται επικρίσεις για κωλυσιεργία και αμφιταλάντευση σχετικά με εξαγωγές συγκεκριμένων όπλων προς την Ουκρανία, ήρθε η επιστροφή του Τραμπ να προκαλέσει νέο σοκ και να αναγκάσει τους Γερμανούς να επισπεύσουν τη μεταμόρφωση των ενόπλων δυνάμεών τους.
Κορυφαία στελέχη στο Βερολίνο συνειδητοποίησαν ότι πλέον μπορεί να συμβεί το μέχρι τότε αδιανόητο: να μην μπορεί να βασιστεί η Ευρώπη στην Ουάσινγκτον.
Η αποφασιστικότητα του Μερτς
Ηταν μια ακόμη κρίσιμη στιγμή για τον Μερτς, όταν το κόμμα του, οι Χριστιανοδημοκράτες, αναδείχθηκε πρώτη δύναμη στις εκλογές του Φεβρουαρίου.
Δηλωμένος οπαδός του ΝΑΤΟ και της αμερικανογερμανικής φιλίας, συγκλονίστηκε τόσο πολύ από τα σχόλια του Τραμπ που προειδοποίησε ότι η Ευρώπη χρειάζεται «ανεξαρτησία από τις ΗΠΑ» και άρχισε να πιέζει για ριζικές μεταρρυθμίσεις του συνταγματικού «φρένου χρέους» της Γερμανίας, ώστε να επιτραπούν αστρονομικά υψηλότερα επίπεδα στρατιωτικών δαπανών.
«Ποτέ δεν πίστευα ότι θα έπρεπε να πω κάτι τέτοιο», δήλωσε ο Μερτς. «Αλλά είναι σαφές ότι οι Αμερικανοί είναι σε μεγάλο βαθμό αδιάφοροι για την τύχη της Ευρώπης».
Η αλλαγή στο «φρένο χρέους» ψηφίστηκε από την Ομοσπονδιακή Βουλή τον Μάρτιο, δύο μήνες πριν ο Μερτς αναλάβει τα καθήκοντά του ως καγκελάριος, ουσιαστικά καταργώντας όλα τα όρια στον δανεισμό για την άμυνα.
Αυτό έχει δημιουργήσει ένα τεράστιο περιθώριο δαπανών, με τον καγκελάριο να δεσμεύεται να το χρησιμοποιήσει για να μετατρέψει την Bundeswehr στον «ισχυρότερο συμβατικό στρατό στην Ευρώπη».
Τον περασμένο μήνα, αποκαλύφθηκε ότι έχει καταρτίσει σχέδια για να δαπανήσει το τεράστιο ποσό των 377 δισ.ευρώ για την άμυνα, σε μεγάλο βαθμό επιπλέον των 100 δισ. ευρώ του Σολτς.
Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του κονδυλίου θα προκύψει από δανεισμό. Και καθώς έχουν προηγηθεί πολλά χρόνια δημοσιονομικής σύνεσης, οι διεθνείς δανειστές είναι πρόθυμοι να το κάνουν.
Ολα αυτά σημαίνουν ότι οι Γερμανοί μπορούν να αντέξουν οικονομικά τον επανεξοπλισμό, ενώ στην πραγματικότητα μειώνουν τους φόρους για τις επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους συνταξιούχους ταυτόχρονα, εξήγησε στην Telegraph ο Σάντερ Τορντουάρ, επικεφαλής οικονομολόγος στη δεξαμενή σκέψης Centre for European Reform (Κέντρο Ευρωπαϊκών Μεταρρυθμίσεων).
«Η Γερμανία έχει τον μεγαλύτερο δημοσιονομικό χώρο από οποιαδήποτε μεγάλη οικονομία στην Ευρώπη, απλώς και μόνο επειδή ο δείκτης χρέους της είναι τόσο χαμηλός», σημείωσε.
«Αυτό δημιουργεί μια δυναμική όπου αυτά τα υψηλότερα επίπεδα αμυντικών δαπανών είναι πολύ πιο βιώσιμα εδώ. Και δεν είναι πρόβλημα να το κάνουμε αυτό με δημόσιο δανεισμό».
Η αλλαγή στο φρένο χρέους θα πρέπει επίσης να θεωρηθεί ως αποτρεπτικός παράγοντας από μόνη της, εκτιμά ο Τορντουάρ, επειδή τεχνικά επιτρέπει απεριόριστο δανεισμό για τον στρατό. Ο Μερτς έχει δεσμευτεί να δώσει στην Bundeswehr «όλους τους οικονομικούς πόρους που χρειάζεται».
Η διαφορά με το 1939
Για ορισμένους, η ταχεία στρατιωτική συσσώρευση θα θυμίσει την τρομακτική πολεμική μηχανή που κάποτε κατασκεύασαν οι Ναζί. Αλλά ο σημερινός επανεξοπλισμός απέχει πολύ από τη δεκαετία του 1930, καθώς η υποστήριξη για υψηλότερες στρατιωτικές δαπάνες -τώρα σε ποσοστό άνω του 60% σύμφωνα με δημοσκοπήσεις- έχει κερδηθεί με δυσκολία από ένα σκεπτικιστικό κοινό, σύμφωνα με τον Ντράμοντ, ο οποίος συνεργάζεται με γερμανικές αμυντικές εταιρείες για περισσότερα από 20 χρόνια.
«Φυσικά, όταν μιλάμε για αυτό, κάποιοι ρωτούν αν πρέπει να ανησυχούμε για το ενδεχόμενο η Γερμανία να έχει έναν στρατό όπως είχε το 1939. Αλλά τα πράγματα τώρα είναι πολύ, πολύ διαφορετικά. Δεν είναι καθόλου μια μιλιταριστική κουλτούρα.
»Η Γερμανία που προέκυψε από την επανένωση ήταν σε μεγάλο βαθμό μια ειρηνιστική χώρα. Δεν υποστηρίζουν τον επανεξοπλισμό –τον βλέπουν ως μια απαραίτητη πράξη».
Σύμφωνα με τα σχέδια προϋπολογισμού του Μερτς, οι δαπάνες θα αυξηθούν στο νέο στόχο του ΝΑΤΟ, το οποίο ανέρχεται στο 3,5% του ΑΕΠ, έως το 2029. Αυτό είναι έξι χρόνια νωρίτερα από την αντίστοιχη δέσμευση της Βρετανίας.
Ο συνολικός προϋπολογισμός για την άμυνα έχει αυξηθεί από περίπου 53 δισ. ευρώ το 2021 σε 86 δισ. ευρώ φέτος. Το ποσό αυτό θα αυξηθεί στη συνέχεια σε 108,2 δισεκατομμύρια ευρώ το 2026 και σε 162 δισ. ευρώ έως το 2029.
Τα παγκοσμίως «δημοφιλή» γερμανικά Leopard 2
Το Leopard 2 είναι το κύριο άρμα μάχης της Bundeswehr. Είναι επίσης το πιο δημοφιλές παγκοσμίως, ανέφερε η Telegraph.
Σχεδιασμένο τη δεκαετία του 1970 από την Krauss-Maffei της Βαυαρίας (τώρα γνωστή ως KNDS), το τεθωρακισμένο χρησιμοποιείται σε περισσότερες από 20 χώρες και έχει γίνει το πιο εμβληματικό γερμανικό άρμα μάχης.
Αλλά παρά την αποστολή χιλιάδων Leopard 2 σε πρόθυμους αγοραστές του εξωτερικού, οι Γερμανοί δεν αγόρασαν οι ίδιοι νέα Leopards μετά τον Ψυχρό Πόλεμο και μέχρι το 2023 – και αυτά που αγοράστηκαν τότε ήταν μόνο για να αντικαταστήσουν 18 που είχαν σταλεί στην Ουκρανία.
Τώρα τα πράγματα αλλάζουν. Πέρυσι, το Βερολίνο παρήγγειλε 105 ακόμη, σε μια συμφωνία που θα ανεβάσει τον συνολικό στόλο σε περισσότερα από 400. Συγκριτικά, το Ηνωμένο Βασίλειο διαθέτει 213 κύρια άρματα μάχης.
Οι νέες μονάδες θα χρησιμοποιηθούν από τις εγχώριες δυνάμεις καθώς και από την τεθωρακισμένη γερμανική ταξιαρχία που τώρα εδρεύει μόνιμα στη Λιθουανία ως μέρος της «ενισχυμένης προωθημένης παρουσίας» του ΝΑΤΟ.
Και τα νέα Leopards είναι μόνο ένα μικρό κλάσμα του εξοπλισμού που αγοράζουν οι Γερμανοί στον αγώνα τους για να αντιμετωπίσουν τη ρωσική πολεμική μηχανή.
Ξέφρενη κούρσα
Μόνο το 2024, το Βερολίνο παρήγγειλε 123 τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς Boxer, 265 προστατευμένα φορτηγά, 19 κινητούς πυργίσκους αεράμυνας «Skyranger», έξι φρεγάτες και δύο υποβρύχια, μεταξύ πολλών άλλων, σε μια αγορά ύψους 58 δισεκατομμυρίων ευρώ, σύμφωνα με στοιχεία που συγκέντρωσε το Ινστιτούτο Κιέλου.
Ανακοινώθηκε επίσης μια παραγγελία έως και 1.000 αμερικανικής κατασκευής πυραύλων Patriot.
Συνολικά, οι αγορές της Γερμανίας πέρυσι ήταν πάνω από τρεις φορές το συνολικό ποσό που δαπάνησαν η Βρετανία, η Γαλλία και η Πολωνία την ίδια περίοδο.
Εάν η τάση συνεχιστεί, το Βερολίνο θα δαπανήσει εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ.
Μεγάλο μέρος αυτών επικεντρώνεται στην ικανότητα απόκρουσης των χερσαίων δυνάμεων της Μόσχας, οι οποίες θα περιλαμβάνουν άρματα μάχης, τεθωρακισμένα οχήματα και πυροβολικό, καθώς και σμήνη από drones Shahed.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Γερμανία φέτος υπαινίχθηκε ότι θα επιδιώξει να αποκτήσει 600 ακόμη πλατφόρμες Skyranger, μαζί με 20 ακόμη μαχητικά αεροσκάφη Typhoon, 15 αμερικανικής κατασκευής stealth πολεμικά αεροσκάφη F-35 και 687 ακόμη οχήματα μάχης πεζικού Puma, προσθέτοντας περαιτέρω δισεκατομμύρια στις στρατιωτικές δαπάνες.
Το Skyranger ειδικότερα –μια πλατφόρμα με κανόνι 30 χιλιοστών– θεωρείται αντίμετρο στην απειλή των φθηνών drones. Μπορεί να ρίξει 1.000 βολές το λεπτό και χρησιμοποιεί πυρομαχικά που εξαπλώνονται στον αέρα για να καλύψει μεγαλύτερες περιοχές.
«Είναι πολύ γρήγορο και καλύπτει μια πολύ μεγάλη περιοχή», είπε ο Ντράμοντ.
Σχέδια δαπανών που διέρρευσαν στο Politico, υποδηλώνουν επίσης ότι το Βερολίνο θα αποκτήσει 14 εκτοξευτές πυραύλων εδάφους-αέρος από την γερμανική Diehl Defence, μαζί με περίπου 700 πυραύλους.
Η Bundeswehr σχεδιάζει επίσης να αποκτήσει διάφορα ιπτάμενα drones μάχης και αναγνώρισης και έχει κάνει κοινή παραγγελία 8,5 δισεκατομμυρίων ευρώ με χώρες εταίρους για την αναπλήρωση των αποθεμάτων βλημάτων 155 χιλιοστών που έχουν εξαντληθεί από δωρεές στην Ουκρανία.
Το μεγαλύτερο μέρος του επανεξοπλισμού θα παραδοθεί από εγχώριες εταιρείες, παρέχοντας μια πολύ αναγκαία ώθηση στη γερμανική βιομηχανία και στέλνοντας τις μετοχές της Rheinmetall, της μεγαλύτερης αμυντικής εταιρείας της χώρας, σε άνοδο.
Πριν την εισβολή στην Ουκρανία, οι μετοχές της πωλούνταν προς 96 ευρώ η μία, ενώ τώρα έχουν φτάσει τα 1.700 ευρώ.
Ο αμερικανικός εξοπλισμός, ως επί το πλείστον, τίθεται στο περιθώριο. Και όπου αγοράζεται, κατασκευάζεται εν μέρει ή πλήρως στη Γερμανία.
«Εχουν παραγγείλει μερικά πράγματα για να κρατήσουν τον Τραμπ ευχαριστημένο», σημείωσε ο αμυντικός αναλυτής Τούσα. «Αλλά σε μεγάλο βαθμό, δεν αγοράζουν τίποτα αμερικανικό. Όλα είναι σε μεγάλο βαθμό γερμανικού σχεδιασμού και γερμανικής κατασκευής».
Για παράδειγμα, ακόμη και η παραγγελία έως και 1.000 πυραύλων Patriot, που συνήθως κατασκευάζονται από την αμερικανική εταιρεία Raytheon, θα κατασκευαστεί από μια κοινοπραξία που έχει συσταθεί με τον ευρωπαϊκό κατασκευαστή πυραύλων MBDA.
Και η Rheinmetall έχει αναλάβει έργο από τον κατασκευαστή των F-35 Lockheed Martin για την κατασκευή ατράκτων σε μια εγκατάσταση στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία.
«Ακόμα και με το F-35, πάλεψαν πολύ σκληρά με το Πεντάγωνο για να πάρουν σημαντικά κομμάτια της εργασίας», πρόσθεσε ο Τούσα.
Ευκαιρία για την γερμανική βιομηχανία
Η προσπάθεια επανεξοπλισμού ήρθε επίσης σε μια κρίσιμη στιγμή για τη βιομηχανία, καθώς η αγορά αυτοκινήτων βρίσκεται σε μεγάλη πτώση.
Την τελευταία δεκαετία, οι γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες έχουν δει τις εξαγωγές τους να μειώνονται κατά σχεδόν το ένα τέταρτο στα 3,4 εκατομμύρια ετησίως εν μέσω στασιμότητας της ευρωπαϊκής ζήτησης και εντεινόμενου ανταγωνισμού από τα κινεζικά οχήματα.
Η ύφεση έχει προκαλέσει προβλήματα σε εταιρείες όπως η Volkswagen, η οποία έχει μειώσει το εργατικό της δυναμικό και εξετάζει το ενδεχόμενο κλεισίματος εργοστασίων. Τώρα, ορισμένα από τα εργοστάσια αυτοκινήτων της χώρας στοχεύουν στην παραγωγή αμυντικού εξοπλισμού.
Ο Τορντουάρ πιστεύει ότι η αναζωογόνηση της άμυνας, η οποία μοιράζεται εξαρτήματα «διπλής χρήσης» με εμπορικές τεχνολογίες όπως τα ηλεκτρικά οχήματα και οι ανεμογεννήτριες, παρέχει την ευκαιρία να διοχετευθούν χρήματα στην ανάπτυξη κυρίαρχων ευρωπαϊκών αλυσίδων εφοδιασμού σε τομείς όπως οι σπάνιες γαίες, ανεξάρτητα από την Κίνα.
«Εάν γνωρίζετε ότι αγοράζετε όλο αυτό τον εξοπλισμό από ευρωπαϊκές εταιρείες, πολλές από τις οποίες εξακολουθούν να εξαρτώνται από την Κίνα για μπαταρίες και σπάνια ορυκτά, τότε η λογική κίνηση είναι να χρησιμοποιήσετε μέρος αυτών των κεφαλαίων για να βοηθήσετε να γίνουν αυτές οι αλυσίδες εφοδιασμού απαλλαγμένες από την Κίνα», προσθέτει.
Ενα άλλο σημάδι του πόσο σοβαρά λαμβάνεται ο επανεξοπλισμός από το Βερολίνο, είναι η πρόσφατη έκκληση για την επιστροφή της υποχρεωτικής θητείας, η οποία είχε προηγουμένως καταργηθεί το 2011.
Σήμερα, η Bundeswehr έχει περίπου 185.000 στρατιώτες, αλλά η Γερμανία έχει δεσμευτεί να αυξήσει αυτόν τον αριθμό σε περίπου 260.000 στρατιώτες, πέραν του στόχου για 200.000 εφέδρους.
Ο Μερτς αμφιβάλλει για το αν ένα εθελοντικό πρόγραμμα από μόνο του θα προσφέρει αρκετές νεοσύλλεκτες δυνάμεις, με το ζήτημα να έχει προκαλέσει εσωτερική διαμάχη εντός του κυβερνώντος συνασπισμού του.
Η γερμανική κυβέρνηση αναγνωρίζει ότι η Ευρώπη θα μπορούσε να αντιμετωπίσει την απειλή ρωσικής εισβολής ήδη από το 2027. Σε αυτό το πλαίσιο, συνεργάζεται με γείτονες όπως η Πολωνία για τη διεύρυνση βασικών αυτοκινητοδρόμων που θα λειτουργήσουν ως αγωγοί για στρατιωτικές νηοπομπές σε περίπτωση πολέμου.
Η «πλάνη» της ειρήνης
Ενα κρίσιμο ερώτημα που παραμένει αναπάντητο, ωστόσο, είναι αν η καθυστερημένη προσπάθεια της Γερμανίας θα είναι αρκετή.
Μια έκθεση πέρυσι από το Ινστιτούτο Κιέλου διαπίστωσε ότι η ρωσική πολεμική μηχανή μπορεί τώρα να παράγει το ισοδύναμο ολόκληρου του αποθέματος κύριων όπλων της Γερμανίας για το 2021 σε έως και επτά μήνες.
Ενα βασικό ερώτημα θα είναι πώς θα αντιδράσει το Βερολίνο -μαζί με το υπόλοιπο ΝΑΤΟ- εάν υπάρξει εκεχειρία στην Ουκρανία. Θα εξαφανιστεί ξαφνικά η πολιτική βούληση για δαπάνες;
«Αυτή είναι η επόμενη πρόκληση για τους Γερμανούς -να γίνει η αποτροπή πραγματική και αξιόπιστη, στα μάτια της Ρωσίας», είπε ο Αρνολντ.
«Εξακολουθώ να πιστεύω ότι ο Πούτιν πιθανώς υπολογίζει ότι οι Γερμανοί θα μειώσουν τους εξοπλιστικούς τους ρυθμούς», είπε.
Ανησυχεί επίσης για την άνοδο του ακροδεξιού κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανία, το οποίο είναι πλέον το δεύτερο μεγαλύτερο πολιτικό κόμμα της Γερμανίας. Το AfD είναι αμφίθυμο απέναντι στο ΝΑΤΟ και είναι φιλορωσικό.
«Αυτό είναι ένα πραγματικό ζήτημα, επειδή η υποστήριξή τους έχει αυξηθεί», πρόσθεσε, εγείροντας την πιθανότητα να αποκτήσουν μεγαλύτερη πολιτική δύναμη και να ματαιώσουν τις προσπάθειες επανεξοπλισμού.
Ο Γουλφ πιστεύει επίσης ότι έχουν επενδυθεί πάρα πολλά χρήματα σε ακριβά συστήματα αντί για τα drones και τους πυραύλους που έχουν αποδειχθεί τόσο πολύτιμα στην Ουκρανία.
Επίσης, επικρίνει την «πολύ υψηλή εξάρτηση» από την αμερικανική τεχνολογία, όπως το μαχητικό αεροσκάφος F-35 ή το λογισμικό που χρησιμοποιείται στις αντιαεροπορικές δυνατότητες των φρεγατών της Γερμανίας.
Η επιστροφή της Γερμανίας σε κορυφαία στρατιωτική ισχύ θα έχει επίσης βαθιές επιπτώσεις για τα ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ.
Οσοι έχουν κρυφτεί πίσω από τη δικαιολογία ότι το Βερολίνο δεν ξοδεύει αυτά που του αναλογούν, δεν θα μπορούν πλέον να επικαλούνται τέτοιες δικαιολογίες.
Ωστόσο, για τους περισσότερους συμμάχους, η επιστροφή των Γερμανών σε πλήρη ισχύ είναι μια εξαιρετικά ευπρόσδεκτη εξέλιξη.
«Η ιδέα ότι θα υπάρξει ειρήνη στην εποχή μας είναι μάλλον εσφαλμένη» και γι’ αυτό πρέπει να αποκτήσουμε αποτρεπτική δυνατότητα, τόνισε ο Ντράμοντ.
«Γι’ αυτό πιστεύω ότι οι Γερμανοί πράτουν πολύ σωστά».
