Οι ελληνικές διακοπές των ξένων συγγραφέων
Αριστερά ο Γκιστάβ Φλομπέρ, δεξιά ο Χένρι Μίλερ. Και οι δύο αγάπησαν την Ελλάδα, ο καθένας στον δικό του αιώνα | CreativeProtagon
Θέματα

Οι ελληνικές διακοπές των ξένων συγγραφέων

Σύμφωνα με έναν αστικό μύθο, όλοι οι ξένοι συγγραφείς και καλλιτέχνες που πέρασαν από την Ελλάδα δεν θα μπορούσαν παρά να την αγαπήσουν. Ακόμη και αν τον δεχτούμε ως έχει, υπάρχουν ορισμένοι που την αγάπησαν πιο πολύ από άλλους. Και το απέδειξαν με τις γραπτές μαρτυρίες τους
Protagon Team

Ορισμένοι επέστρεφαν στο λίκνο που γέννησε τον Δυτικό πολιτισμό – άρα και στην κουλτούρα όπου ανήκαν οι ίδιοι. Αλλοι δεν ήθελαν να μείνουν μακριά από το μεσογειακό φως, την ομορφιά των νησιών και το κλίμα που τους χάριζε θερινές διακοπές μακριά από τη Βόρεια Ευρώπη. Για άλλους, πάλι, ήταν μια «επίσκεψη» στην πατρίδα του λόγου και της φιλοσοφίας, μεταμορφωμένη βέβαια στο πέρασμα του χρόνου από την ίδρυση του ελληνικού κράτους και πέρα. Ηθελαν, λοιπόν, να αντικρίσουν τα «τέκνα» της αρχαίας Ελλάδας και όσα είχαν καταφέρει στο μεσοδιάστημα. Σε κάθε περίπτωση, ορισμένοι από τους σημαντικότερους συγγραφείς κατέληξαν φιλέλληνες ή ύμνησαν το ιδιαίτερο ελληνικό τοπίο στις κατά καιρούς περιηγήσεις τους.

Το Αιγαίο του Ζακ Λακαριέρ

Μαζί με τον Πάτρικ Λι Φέρμορ, το όνομα του Λακαριέρ περνάει χωρίς άλλες συστάσεις στην κατηγορία των σύγχρονων φιλελλήνων και υμνητών του ελληνικού καλοκαιριού. Ο γάλλος ελληνιστής ερχόταν ανελλιπώς στην Ελλάδα από το 1947 έως το φθινόπωρο του 1966 και έμενε για μεγάλα διαστήματα στον τόπο που, όπως έγραψε, «του άλλαξε τη ζωή». Θα επιστρέψει μάλιστα στα ίδια μέρη μόνο μετά την  πτώση της επτάχρονης Δικτατορίας (1967-1974).

Στο εμβληματικό πλέον «Ελληνικό καλοκαίρι» (εκδ. Χατζηνικολή, 1980) συγκέντρωσε την εμπειρία της πρώτης εικοσαετίας του στη μεταπολεμική Ελλάδα. Και ίσως αξίζει η τελευταία εικόνα που πήρε μαζί του το 1966, έτσι όπως ο ίδιος την περιγράφει: «Ενα νησί του Αιγαίου, άδεντρο, μ’ ένα μοναδικό χωριό· τοπίο απογυμνωμένο, με τη μιζέρια και την ομορφιά συναρμοσμένες σα δύο πλαγιές του ίδιου λόφου. Μιζέρια και ομορφιά (…) Κάμποσες τέτοιες στιγμές αναπαράχθηκαν σ’ εκείνα τα ταξίδια μου στην Ελλάδα, και λέω στον εαυτό μου πως από εκείνα τα ελληνικά χρόνια, ό,τι αντέχει στον καιρό είναι αυτές οι εικόνες. Οταν συμβαίνει να τις ξαναζώ, ζωντανές όσο ποτέ, σκέφτομαι τους αρχαίους εκείνους μάντεις που διάβαζαν τη μοίρα των ανθρώπων και των πόλεων πάνω στο πέταγμα των πουλιών και στο σφύριγμα του ανέμου ανάμεσα στις δρυς».

Ο ίδιος θα επανακάμψει γράφοντας το 2001 το εξίσου συναρπαστικό «Ερωτικό λεξικό της Ελλάδας» (εκδ. Χατζηνικολή), ενώ μαζί με τον Μισέλ Βολκοβίτς θα μεταφράσουν 100 ρεμπέτικα στο «Η Ελλάδα της σκιάς».

Ο Φλομπέρ στην Κακιά Σκάλα

Το 1849 o Γκιστάβ Φλομπέρ, που δεν ήταν ακόμα αναγνωρισμένος συγγραφέας, πραγματοποιεί ένα μεγάλο ταξίδι στην «εξωτική» Ανατολή της εποχής, περνώντας από την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη, τη Συρία, την οθωμανική Τουρκία, την Ελλάδα και την Ιταλία. Στη Γαλλία, μάλιστα, επιστρέφει το 1851, χρονιά κατά την οποία αρχίζει τη συγγραφή της «Μαντάμ Μποβαρί».

Η Πύλη των Λεόντων στις Μυκήνες, από όπου πέρασε ο Φλομπέρ το 1850. Στο βάθος ο Αργολικός Κόλπος. Από την έκδοση του Χένρι Κουκ (1853) (Γεννάδειος Βιβλιοθήκη – Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα)

Οι εντυπώσεις του από τη χώρα μας εν έτει 1850 περιλαμβάνονται στα βιβλία «Το ταξίδι στη Ρόδο» (εκδ. Υψιλον) και «Το ταξίδι στην Ελλάδα» (εκδ. Ολκός, 1989, μτφ. Παύλος Ζάννας). Ο Φλομπέρ αναζητά ουσιαστικά την αρχαία Ελλάδα όπως την έχει διαβάσει στον Παυσανία και οι σταθμοί της περιήγησής του περιλαμβάνουν τα εξής μέρη: Αθήνα, Δαφνί, Ελευσίνα, Πλαταιές, Θεσπιές, Λιβαδειά, Αράχωβα, Δελφοί, Θερμοπύλες, Νεμέα, Μυκήνες, Αργος, Σπάρτη, Μεσσήνη, Βάσσες, Ανδρίτσαινα, Ολυμπία.

Ιδού η περιγραφή της Κακιάς Σκάλας: «Ηλιος, ελευθερία, πλατύς ορίζοντας, μυρωδιά από φύκια. Κάθε τόσο ο γκρεμός υποχωρεί και ο δρόμος, που μονομιάς γίνεται καλός, προχωράει τροχάζοντας ήσυχα ανάμεσα σε δεντράκια πεύκων που σχηματίζουν κάτι σαν δασάκι· όλο το τοπίο βρίσκεται σε μια γαλήνη, σε μια χαριτωμένη αξιοπρέπεια, υπάρχει κάτι, κι εγώ δεν ξέρω τι, το αρχαίο, βρίσκεσαι σε κατάσταση ερωτική. Είχα διάθεση να κλάψω και να κυλιστώ καταγής· θα ένιωθα πρόθυμα την ευχαρίστηση της προσευχής, αλλά σε ποια γλώσσα και με ποια διατύπωση;»

Η Μάνη και η Ρούμελη του Πάτρικ Λι Φέρμορ

Για έναν άνθρωπο που η ζωή του ήταν μια διαρκής περιπλάνηση, η Ελλάδα δύσκολα θα μπορούσε να λείπει από το «ημερολόγιο» περιπετειών του. Οι περιπλανήσεις του ξεκινούν από την ηλικία των 18, το 1933, όταν διασχίζει την Ευρώπη με τα πόδια, με προορισμό την Κωνσταντινούπολη. Φτάνει εκεί την Πρωτοχρονιά του 1935 και στη συνέχεια μένει στον Αθω και ταξιδεύει στην Ηπειρο, στη Μακεδονία και στη Στερεά Ελλάδα.

Μόλις ξεσπά ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος επιστρέφει στην Αγγλία και στη συνέχεια, επειδή γνωρίζει ελληνικά, τοποθετείται ως σύνδεσμος-αξιωματικός στον Ελληνικό Στρατό. Με την κατάρρευση του Αλβανικού Μετώπου βρίσκεται στην Κρήτη. Μεταμφιεσμένος σε βοσκό ζει επί δύο χρόνια στα βουνά οργανώνοντας τον αγώνα των ανταρτών. Ηγείται μάλιστα της ομάδας που απήγαγε τον γερμανό διοικητή, στρατηγό Κράιπε.

O Πάτρικ Λι και η Τζόαν Λι Φέρμορ στην Καρδαμύλλη (Patrick Leigh Fermor Archive, National Library of Scotland)

Τελικά θα επιλέξει την Καρδαμύλη ως δεύτερη πατρίδα του για τα επόμενα σαράντα χρόνια, μέχρι τον θάνατό του το 2011. Πολύτιμο απόκτημα για τους αναγνώστες είναι, ως γνωστόν, δύο βιβλία, η «Μάνη» του 1958 (υπόψιν, η μετάφραση είναι του Τζαννή Τζαννετάκη το 1972 στον Κέδρο) και η «Ρούμελη» του 1966 (επίσης εκδ. Κέδρος, μτφ. Λίνα Κάσδαγλη).

Να η πρώτη στιγμή που αντικρίζει την Καρδαμύλλη: «Επειτα από µία ώρα είδαµε την Καρδαµύλη, ένα πυργωτό χωριουδάκι στην άκρη της θάλασσας, πίσω από έναν ωκεανό από λιόδεντρα. Μερικοί πύργοι, ένας τρούλος κι ένα καµπαναριό υψώνονταν πάνω από τις στέγες. Ακριβώς πάνωθέ τους ένα υπέροχο πλάτωµα, χωµένο µες στα κυπαρίσσια, έφτανε µέχρι τα µισά του δρόµου και ανέβαινε σε µια ερειπωµένη και χορταριασµένη ακρόπολη. Και πάνω απ’ όλα ορθωνόταν ο επιβλητικός όγκος του γυµνού Ταΰγετου.

»Η Καρδαµύλη ήτανε διαφορετική απ’ όλα τα χωριά που είχα δει στην Ελλάδα. Αυτά τα χτισµένα µε χρυσαφένιες πέτρες σπίτια, µε τους µεσαιωνικούς πυργίσκους, έµοιαζαν µε µικρά κάστρα. Πάνω τους πρόβαλλε µια όµορφη εκκλησιά. Τα βουνά έπεφταν απότοµα µέχρι σχεδόν κάτω την ακρογιαλιά. Εδώ κι εκεί, ανάµεσα στ’ ασπρισµένα σπίτια δίπλα στη θάλασσα, µεγάλα όλο ψίθυρους καλάµια, τρία µέτρα ψηλά, ταλαντεύονταν µε την πιο απαλή πνοή του ανέµου. Ανάµεσα στα δέντρα ήταν δεµένα δίχτυα. Σε πολλά κατώφλια βρισκόντουσαν πιθάρια για λάδι, µεγάλα σαν κι εκείνα που βρεθήκανε, µε τις ανασκαφές, στο παλάτι του Μίνωα».

Χένρι Μίλερ: Πέτρα και ουρανός

Προφανώς, ο «Κολοσσός του Μαρουσίου» δεν μπορεί να λείπει από την πεζογραφία της ελληνολατρείας, καθώς αποτελεί την κατάθεση ενός Αμερικανού που από το Παρίσι του 1939 ταξιδεύει στην Ελλάδα έχοντας εξασφαλίσει τη φιλοξενία του άγγλου συγγραφέα Λόρενς Ντάρελ, ο οποίος ζούσε στην Κέρκυρα. Αρχικά κινείται χωρίς πρόγραμμα, αλλά γρήγορα εντυπωσιάζεται από τις συναντήσεις του με τον Κατσίμπαλη, τον Σεφέρη, τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα, τον Κ. Τσάτσο, και εξαιτίας τους παρατείνει τη διαμονή του.

Ο Χένρι Μίλερ στο λιμάνι της Υδρας (Monozigote/ Wiki Commons)

Θα φύγει από την Ελλάδα πιεζόμενος από την αμερικανική πρεσβεία, που ήθελε να εγκαταλείψουν οι υπήκοοί της τον τόπο λόγω του πολέμου. Οι εντυπώσεις του από το ταξίδι θα περάσουν στον «Κολοσσό» (εκδ. Μεταίχμιο), συνιστώντας την προσωπική μαρτυρία του για την ανθρωπογεωγραφία του τόπου:  «Στην Ελλάδα σου ’ρχεται η επιθυμία να λουστείς στον ουρανό, να πετάξεις τα ρούχα σου και να πηδήξεις στο γαλάζιο. Θέλεις να αιωρηθείς στον αέρα σαν άγγελος ή να ξαπλώσεις ακίνητος στο γρασίδι, να χαρείς με αυτό τον καταπληκτικό τρόπο, αυτή την έκσταση. Πέτρα κι ουρανός εδώ παντρεύονται. Είναι η αιώνια αυγή του ξυπνήματος του ανθρώπου».

Ο Αλμπέρ Καμί και το αττικό φως

Καταφτάνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1955 ως προσκεκλημένος του Γαλλικού Ινστιτούτου για να συμμετάσχει σε σειρά διαλόγων για το μέλλον της Ευρώπης, μαζί με τους Κωνσταντίνο Τσάτσο, Ευάγγελο Παπανούτσο, Φαίδωνα Βεγλερή, Γιώργο Θεοτοκά και Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα. «Για εμάς τους Μεσογειακούς η Ελλάδα είναι μια πηγή. Θέλω να πω ότι η Μεσόγειος έχει κάτι, ένα συστατικό στοιχείο, που της επιτρέπει να ισορροπεί τα πάντα και να μας δίνει πάντα ένα μάθημα μέτρου» θα γράψει αργότερα στο ημερολόγιό του (κυκλοφορεί από τις εκδ. Καστανιώτη).

Ανακαλύπτει τον ναό της Αφαίας στην Αίγινα, τις Κυκλάδες και τη Δήλο, κυρίως, όμως, αυτό που τον συγκλονίζει είναι η Ακρόπολη και το φως της Αθήνας: το λευκό φως της τελειότητας που του δίνει την εντύπωση ότι βρίσκεται στο σπίτι του: «Εκεί πάνω πρόκειται για κάτι άλλο. Πάνω στους ναούς και στην πέτρα καταγής, που ο άνεμος θαρρείς και τα έξυσε όλα μέχρι το κόκαλο, το φως στις 11 το πρωί πέφτει άπλετο, αντανακλάται, διασπάται σε χιλιάδες σπαθιές λευκές και καυτερές. Το φως ψαχουλεύει τα μάτια, τα κάνει να δακρύζουν, διαπερνά το κορμί με οδυνηρή ταχύτητα, το αδειάζει, το ανοίγει σαν να το βιάζει, εντελώς φυσιολογικά, και συνάμα το ξεπλένει».

Η Βιρτζίνια Γουλφ και οι παπαρούνες της Αίγινας

Η Βιρτζίνια Γουλφ επισκέφθηκε πρώτη φορά την Ελλάδα το 1906, σε ένα ταξίδι με την αδελφή της Βανέσα Μπελ, και επανήλθε το 1932. Οι εντυπώσεις της αποτυπώθηκαν κυρίως στα γράμματα και στα ημερολόγιά της. «Ποτέ μου δεν είδα τόσα πολλά λουλούδια – στην Αίγινα χτες ολόκληρο το βουνό ήτανε κόκκινο από τα ηλιάνθεμα και τις παπαρούνες – έκοψα μία, αλλά τα πέταλά της είναι σχεδόν μαραμένα. Η θάλασσα μπαίνει παντού – φτάνεις στην κορφή ενός βουνού και να αποκάτω η θάλασσα. Και πέρα μακριά βουνά χιονισμένα, και μικροί κόλποι όπως όταν η Εύα –όχι, η Περσεφόνη– λουζόταν στα νερά τους. Ούτε ένα καλύβι, ούτε ένα χαμόσπιτο, ούτε ένα καφενείο.

Από αριστερά, Λίοναρντ Γουλφ, Βιρτζίνια Γουλφ, Ρότζερ Φράι και Μάρτζερι Φράι στον Ναό του Ολυμπίου Διός, στην Αθήνα, το 1932 (Monk’s House Album 3/ Harvard University)

»Κρυστάλλινη θάλασσα και πεντακάθαρη άμμος είναι σχεδόν το ομορφότερο πράγμα στον κόσμο –εσύ ξέρεις πόσες φορές το ‘χω πει αυτό– πρόσθεσε και γριές με τα κοφίνια τους. Χτες λοιπόν βουτήξαμε στη θάλασσα και κολυμπήσαμε στο Αιγαίο, με αχινούς και ανεμώνες – όλα είχαν μεταμορφωθεί, κόκκινα και κίτρινα κυμάτιζαν κάτω απ’ τα πόδια μας… Κι ύστερα σήκωσα το κεφάλι μου κι είδα τα βουνά πέρα απ’ τη θάλασσα, σαν λάμες μαχαιριών, χρωματιστά, και τη θάλασσα ήρεμη. Κι ένιωσα σαν ένα μαχαίρι να έξυσε ένα αμβλύ όργανο που υπήρχε μέσα μου, γιατί δεν μπορούσα να βρω κανένα ψεγάδι σ’ αυτή τη λυγερή, αθλητική ομορφιά, τη βουτηγμένη στο χρώμα…» (από το «Ελλάδα και Μάης μαζί», εκδ. Υψιλον, μτφ. Μαρίας Τσάτσου, 1996).

Τα αδέλφια Ντάρελ και η Κέρκυρα

Αλλο ένα επώνυμο που δεν μπορεί να λείπει από τη λίστα της σύγχρονης φιλελληνικής πεζογραφίας. Ο Λόρενς Ντάρελ, γεννημένος το 1912 στην Ινδία –ως εκπατρισμένος Βρετανός–, φτάνει στην Αγγλία στην ηλικία των 11 αλλά μένει ανικανοποίητος από τον βρετανικό τρόπο ζωής. Τον Μάρτιο του 1935 πείθει τη σύζυγό του Νάνσυ, τη μητέρα του Λουίζα και τα αδέλφια του –ανάμεσά τους ο έτερος συγγραφέας Τζέραλντ– να μετακομίσουν στην Κέρκυρα. Είναι μάλιστα η περίοδος που διαβάζει τον «Τροπικό του Καρκίνου» του Χένρι Μίλερ και επιδιώκει φιλία μαζί του.

Η οικογένεια Ντάρελ στην Κέρκυρα (The White House Corfu/ Michael Haag, «Οι Ντάρελ της Κέρκυρας»)

Στην αρχή μένουν στο Κοντόκαλι (στη βίλα Ανεμογιάννη), αργότερα στο Καλάμι. Η εξαετής παραμονή του στην Κέρκυρα υπήρξε καταλυτική για τη συγγραφική του πορεία. Εκεί έγραψε το «Μαύρο βιβλίο» και από αυτή την περίοδο εμπνεύσθηκε τη «Σπηλιά του Πρόσπερου». Ο Τζέραλντ, πάλι, γράφει την «Τριλογία της Κέρκυρας»: «Η οικογένειά μου και άλλα ζώα», «Ζώα, πουλιά και συγγενείς», «Ο κήπος των θεών». Σε αυτά τα βιβλία βασίζεται η βρετανικής παραγωγής τηλεοπτική σειρά «Οικογένεια Ντάρελ», τα γυρίσματα της οποίας έγιναν (πού αλλού;) στην Κέρκυρα.

Exit mobile version