Με τη Μαρία Σνάιντερ στο «Τελευταίο Ταγκό στο Παρίσι» του Μπερτολούτσι. | Photo by Keystone/Getty Images/Ideal Images
Θέματα

Ο άγνωστος Μάρλον Μπράντο

Αν ζούσε θα γιόρταζε τα γενέθλιά του –γεννήθηκε μια μέρα σαν κι αυτή, 3 Απριλίου 1924. Ποιος όμως ήταν πραγματικά αυτός ο τιτάνας; Τι υπήρχε πίσω από τον σταρ; Ενα ντοκιμαντέρ μέσα από εκατοντάδες ώρες ηχογραφήσεων με σκέψεις για τη ζωή του και το έργο του αποκαλύπτει μια περίπλοκη προσωπικότητα – όχι ότι δεν το περιμέναμε...
Protagon Team

Το κοινό γοητεύεται από τους σταρ και την εικόνα τους. Θέλει να μάθει περισσότερα για αυτούς, τη ζωή τους, πώς έφτασαν ως εδώ, τι άνθρωποι είναι.

Αλλά αυτοί παίζουν ένα διπλό παιχνίδι. Αποκαλύπτουν αυτά που θέλουν και προσπαθούν να κρατήσουν για τους ίδιους άλλα, πιο κρυφά. Μέχρι να τα αποκαλύψουν οι ίδιοι ή να βρεθεί ένας δαιμόνιος συγγραφέας για να τα φέρει στο φως.

Τέτοιος άνθρωπος ήταν και ο Μάρλον Μπράντο, που γεννήθηκε τέτοιες μέρες, 3 Απριλίου 1924. Ηταν χωρίς αμφιβολία ένας από τους μεγαλύτερους σταρ του περασμένου αιώνα, ένα τέρας υποκριτικής και παράλληλα ένας απίστευτα περίπλοκος άνθρωπος που έδειχνε να κρατά για τον ίδιο πολλά κρυφά χαρτιά.

Eχοντας πιθανώς τη φιλοδοξία μια μέρα να συγκεντρωθούν και να χτίσουν τη φήμη του, αν όχι την υστεροφημία του, ο Μάρλον Μπράντο για δεκαετίες μέχρι και τον θάνατό του ηχογραφούσε σκέψεις για ό,τι τον απασχολούσε. Αυτές οι μαγνητοταινίες για τη ζωή και τους ρόλους του ήλθαν για πρώτη φορά στο φως μέσα από ένα ντοκιμαντέρ που εστιάζει αποκλειστικά στο υλικό αυτό.

Στο «Listen to Me Marlon» («Ακουσέ με, Μάρλον») του Στίβαν Ρίλεϊ, συνυπάρχουν οι ηχογραφήσεις με αρχειακό κινηματογραφημένο υλικό. Κανένα άλλο πρόσωπο εκτός από τον Μπράντο δεν εμφανίζεται και δεν μιλά στο ντοκιμαντέρ.

Ο Μπράντο ενθουσιαζόταν από την τεχνολογία, είχε υπολογιστή και σύνδεση στο ίντερνετ από πολύ νωρίς. Οι ηχογραφήσεις είναι μέρος αυτής της αγάπης του: ξεκίνησε από μαγνητοταινίες και με τα χρόνια έφτασε ως τις μίνι κασέτες και τα CD.

Δείχνουν ένα ηθοποιό τελειομανή που κατέγραφε λεπτομερώς τις παρατηρήσεις του για τον ρόλο, σαν σε ένα προφορικό ημερολόγιο. Περιέχουν ακόμη ηχογραφήσεις με συνομιλίες με τους δικηγόρους του, συνομιλίες με το προσωπικό της κατοικίας του στην Ταϊτή, ακόμα και συνεδρίες αυτοΰπνωσης· από μια τέτοια συνεδρία προέρχεται και ο τίτλος του ντοκιμαντέρ.

Ο Observer ζήτησε από τους δημιουργούς του φιλμ και δύο από τα βιολογικά παιδιά του να μιλήσουν για τον Μπράντο.

Η κόρη του Ρεμπέκα αναφέρει ότι ο πατέρας της μιλούσε λίγο για τον ίδιο και την οικογένεια του. Οπως λέει, δεν είχε καταλάβει ότι ο πατέρας της κατέγραφε στο μαγνητόφωνο θέματα που τον αφορούσαν—νόμιζε ότι το έκανε μόνο για τους ρόλους του και πράγματι υπάρχουν πολλές πρόβες, λέει ο σκηνοθέτης στη Boston Globe.

Γνώριζε, ωστόσο, η Ρεμπέκα ότι άρεσε στον πατέρα της να μιλά επί παντός επιστητού με φίλους και γνωστούς. «Οι κασέτες ήταν ένα είδος αυτοανάλυσης», επισημαίνει και μάλλον ο Μπράντο αισθάνονταν ότι την είχε ανάγκη.

Κάτι περισσότερο από μια ζωή σαν ταινία

Το να πει κανένας ότι η ζωή του Μάρλον Μπράντο ήταν ταραχώδης, είναι μάλλον λίγο. Αλλά δεν ήταν και μια ταινία, παρατηρεί η Μανόλα Ντάργκις στους New York Times και ας είχε ένα δυναμικό ξεκίνημα τη δεκαετία του ’50, ένα αινιγματικό μέσο κομμάτι και ένα απογοητευτικό φινάλε.

Πίσω, όμως, από την πανίσχυρη δημόσια εικόνα του και την ταραχώδη επαγγελματική και προσωπική ζωή που τροφοδότησε τους δικούς της μύθους, ο Μπράντο ήταν ένας κλειστός άνθρωπος.

Γεννημένος το 1924, στις 3 Απριλίου, με πατέρα αλκοολικό και μητέρα «τη μεθυσμένη του χωριού», ο Μπράντο είχε μια σύνθετη σχέση μαζί τους και ειδικά με τον πατέρα του. Πάντα προσπαθούσε -ως το τέλος- να κάνει κάτι το οποίο θα ικανοποιούσε τον καταπιεστικό Μάρλον (είχαν το ίδιο όνομα).

«Το να λες ψέματα για να ζήσεις· αυτό είναι ηθοποιία»

Στις κασέτες ακούγεται να λέει ότι τα δύσκολα χρόνια δίπλα στους γονείς του ήταν η αρχή της ηθοποιίας: «Oταν λες κάτι που δεν εννοείς ή κρατιέσαι από το να πεις αυτό που εννοείς, αυτό είναι ηθοποιία. Το να λες ψέματα για να ζήσεις· αυτό είναι ηθοποιία», ακούγεται να λέει σε κάποιο σημείο.

Προσπάθησε, λέει η Ρεμπέκα Μπράντο στον Guardian, «να γίνει καλύτερος γονιός από ό,τι ήταν οι γονείς του για αυτόν», και ποτέ, προσθέτει ο γιος του Μίκο, δεν μίλησε άσχημα για αυτούς.

Στο σετ της ταινίας «Desiree» του Χένρι Κόστερ (1954), στην οποία υποδύθηκε τον Ναπολέοντα (Photo by Hulton Archive/Getty Images)

Ο ίδιος πάντως δεν θεωρούσε τον εαυτό του καλό πατέρα. Ο παραγωγός της ταινίας, Τζον Μπάτσεκ, μιλώντας στους Los Angeles Times λέει ότι ο Μπράντο «δεν ήταν κακός άνθρωπος, αλλά τα θαλάσσωσε σε πολλά, το ήξερε ότι τα θαλάσσωσε. Επέκρινε πολύ τον εαυτό του, δεν μπορούσε να σταματήσει να το κάνει».

Η οικογένεια φαίνεται ότι σήμαινε πολλά στη ζωή του Μπράντο. Απέκτησε (τουλάχιστον) 11 παιδιά, υιοθέτησε και άλλα, υπήρξε κατά τη μαρτυρία της Ρεμπέκας, ένας αφοσιωμένος πατέρας, αν και είχε μεταπτώσεις στη διάθεσή του. Ολα αυτά σε μια προσπάθεια πιθανόν να ξαναβρεί την οικογενειακή ζεστασιά που δεν είχε ζήσει όσο ήταν μικρός.

Από την άλλη, ζήλευε -παραδέχεται στο ντοκιμαντέρ ότι ζήλευε τρομερά- τις γυναίκες με τις οποίες μοιράστηκε τη ζωή του και απέκτησε παιδιά. Με τον καιρό, πάντως, τα έντονα αισθήματα υποχωρούσαν και διατηρούσε (και πάλι όχι με όλες) μια φιλική σχέση με λίγες δόσεις φλερτ.

«Τίποτα σε μένα δεν είναι σαν τον Στάνλεϊ Κοβάλσκι [τον ήρωα του Λεωφορείον ο Πόθος]. Μισώ αυτούς τους τύπους. Μισώ απόλυτα το άτομο, τον σκοτεινό χαρακτήρα που αντιπροσωπεύει τα κτήνη και τα ζώα»

Από τις ηχογραφήσεις αναδύεται η εικόνα ενός ανθρώπου που ήταν βαθιά μοναχικός εξηγεί στην Σούζαν Κινγκ στους Los Angeles Times o σκηνοθέτης και νομίζει ότι ο Μπράντο είχε αισθήματα εγκατάλειψης από τη μητέρα και τη νταντά του.

Οσο όμως επιθυμούσε να παραμένει μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, τόσο στα τελευταία χρόνια της ζωής του αναγκάστηκε να βγει σε αυτά, όταν το 1990 ο γιος του δολοφόνησε τον φίλο τής ετεροθαλούς αδελφής του. Η δίκη, στην οποία ο Μπράντο ήταν βασικός μάρτυρας, τον κούρασε ψυχικά. Η Τσεγιέν αυτοκτόνησε το 1995 και ο Κρίστιαν πέθανε το 2008, τέσσερα χρόνια μετά τον πατέρα του. Αυτό είναι από τα λίγα σημεία όπου το ντοκιμαντέρ κιτρινίζει, διαπιστώνουν οι New York Times.

 

1958: Ο Μπράντο ξεναγείται στην Ακρόπολη από τον Ζυλ Ντασέν (Photo by Keystone/Getty Images/Ideal Image)

Το ντοκιμαντέρ καταγράφει με χρονική σειρά σχεδόν όλη τη ζωή του Μπράντο, από τα παιδικά χρόνια ως τις τραγωδίες στο τέλος της ζωής του.

Παρά κάποιες αδυναμίες που του καταλόγισε στη διαχείριση του υλικού ο Ρίτσαρντ Μπρόντι στο New Yorker (μιλά όμως και για ντοκιμαντέρ που είναι «συναισθηματική αποτυχία»), είναι ένας τρόπος για να γνωρίσουν και οι νεότερες γενιές τον ηθοποιό, ένα είδος επίσημης αυτοβιογραφίας. Αυτή φαίνεται να ήταν και η πρόθεση του ιδρύματος που παραχώρησε απεριόριστη πρόσβαση στο ηχογραφημένο υλικό στον σκηνοθέτη και τον παραγωγό, αν και πάλι κάποια θέματα, όπως ο εθισμός στο φαγητό και το σεξ, πέρασαν στο ντοκιμαντέρ περισσότερο υπαινικτικά εξήγησε ο σκηνοθέτης στον Εντ Σίμκους της Boston Globe.

Ο άνθρωπος για τον οποίο ο Μάρτιν Σκορτσέζε είχε πει ότι η ηθοποιία «θα χωρίζεται σε εποχή πριν και μετά Μπράντο», μέσα από το ντοκιμαντέρ, σημειώνει ο Νάιτζελ Μ. Σμιθ στον Guardian, αναδεικνύεται σαν ένας πραγματικά μεγάλος της ηθοποιίας. Ισως όμως για πρώτη φορά βλέπουμε και τι ήταν αυτόν που τον δημιούργησε και τον διαμόρφωσε.