Ο Μαρίνο Νιόλα, ανθρωπολόγος ακαδημαϊκός στη Νάπολη, εξειδικευμένος στα σύμβολα, στους μύθους και στις τελετουργίες, ασχολήθηκε στη Repubblica με ένα θέμα θερινής δημοσιογραφικής ύλης: έγραψε για τη μαύρη και αδέσποτη γάτα και για τον τρόμο που προκάλεσε και πιθανώς ακόμα προκαλεί στον άνθρωπο.
Ο Νιόλα βούτηξε σε σελίδες της λογοτεχνίας, ξεκινώντας από την Κολέτ, τη διάσημη γαλλίδα συγγραφέα.
«Αν νιαουρίζω τη νύχτα, πρόσεχε να μην ξεμυτίσεις από το παράθυρο. Μπορεί και να πεθάνεις κοιτάζοντάς με να κάθομαι στα κεραμίδια, ολόμαυρη στον κύκλο του φεγγαριού». Αυτήν την προειδοποιητική ριπή έριξε η μαύρη γάτα της Κολέτ και συμπλήρωσε με χιούμορ: «Είμαι ο Διάβολος, όχι μια οποιαδήποτε γάτα». Ο Νιόλα επέλεξε αυτή την εισαγωγή επειδή έκρινε ότι ο χλευασμός ταιριάζει στη διαδεδομένη πεποίθηση ότι η μαύρη γάτα είναι επικίνδυνα μυστηριώδης, γρουσούζα, κ.λπ. Διάλεξε και τον Σαρλ Μποντλέρ για σύμμαχό του όσον αφορά την αντίληψη ότι η μαύρη γάτα είναι το αρχέτυπο της δεισιδαιμονίας. Ακολούθησε ιστορική, κατά κάποιον τρόπο, αναδρομή.
Μιλώντας για γάτες, βέβαια, τίποτε πιο αρχετυπικό από τη φαραωνική Αίγυπτο. «Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι τής απέδιδαν θεϊκή φύση. Σε τέτοιο βαθμό, που η θεά Μπαστέτ, προστάτις της εστίας και της γονιμότητας, απεικονιζόταν ως γυναίκα με κεφάλι γάτας. Με λίγα λόγια, στο Κάιρο οι γάτες τα πήγαιναν τόσο καλά που δικαιούνταν μουμιοποίηση, όπως οι βασιλιάδες και υψηλοί αξιωματούχοι. Τριακόσιες χιλιάδες έχουν βρεθεί σε μια νεκρόπολη κοντά στο Λούξορ». Ο αρθρογράφος δεν επεκτάθηκε, έτσι δεν μάθαμε αν εκείνα τα αρχαία ζώα θανατώθηκαν επίτηδες για να συνοδέψουν τα πτώματα των επιφανών ιδιοκτητών τους ή έγιναν μούμιες όταν ήρθε η δική τους ώρα.
«Στον ελληνορωμαϊκό κόσμο η τρομερή Εκάτη, η σκοτεινή βασίλισσα της νύχτας, θεά της μαγείας και των φαντασμάτων, θεωρείτο η προστάτις όλων των γατόφιλων. Αλλά στη Ρώμη τους καταδικασμένους σε θάνατο τους έχωναν σε έναν σάκο με μια μαύρη γάτα και τους πετούσαν στον Τίβερη. Η σκληρότητα που ασκείτο στα καημένα τα ζώα έγινε μία από τις αιτίες της κακής φήμης τους. Και, προς Θεού, στον χριστιανικό Μεσαίωνα [σ.σ.: εννοεί τον Δυτικό], τα πράγματα ήταν ακόμη χειρότερα. Οι μαύρες γάτες θεωρούνταν απεσταλμένες του Διαβόλου και κολλητή παρέα των μαγισσών. Πίστευαν ότι ο ίδιος ο Σατανάς δωρίζει τις μαύρες γάτες στις μάγισσες ως βοηθούς στα έργα μαγείας. Και οι άτυχες γυναίκες που κατηγορούνταν για μαύρη μαγεία συχνά καίγονταν στην πυρά μαζί με τα αθώα ζώα».
«Ενώπιον του ιεροεξεταστή αρκούσε η κατηγορία ότι οι μάγισσες φίλησαν τα οπίσθια μιας μαύρης γάτας, κάτι που θεωρούσαν σημάδι συμπάθειας προς τον Διάβολο. Οι της αίρεσης των Καθαρών κατηγορήθηκαν ότι λάτρευαν τον πρίγκιπα του σκότους σε μορφή γάτας. Ετυμολόγησαν κιόλας το όνομά τους από το λατινικό catus [γάτα] και όχι από το ελληνικό καθαρός, αμόλυντος. Η απάτη τους δείχνει πόσο βαθιά ριζωμένη ήταν η κακή αύρα που περιέβαλλε αυτά τα ζώα. Μια αύρα που διέτρεξε τους αιώνες και έφθασε μέχρι τη σύγχρονη εποχή».
Φυσικά, στο σημείο αυτό η πρώτη αναφορά του Νιόλα αφορούσε τον «Μαύρο γάτο» του Εντγκαρ Αλαν Πόε, το πασίγνωστο διήγημα του 1843. Ο αρθρογράφος επισήμανε ότι το όνομα του γάτου, Πλούτωνας, και «η διαβολική νοημοσύνη του» υποδηλώνουν την αγοραία αντίληψη και εκείνης της εποχής για τις δόλιες τις μαύρες γάτες.
Ο Νιόλα, για να αποδείξει ότι η ανθρώπινη μωρία, η κακολογία, η συκοφαντία και ο φθόνος κυνηγούν τις μαύρες γάτες και στην εποχή μας, έφθασε έως και τα αμερικανικά κόμικς με μαύρες γάτες, στον Φελίξ του Οτο Μέσμερ, των αρχών του 20ού αιώνα, ενώ θύμισε τον «δαιμονικό γάτο» του Σοβιετικού Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ (και αγαπητού στον Στάλιν) στο μυθιστόρημα «Ο μετρ και η Μαργαρίτα», ακόμη και τη μαύρη γάτα από το φιλμ κινουμένων σχεδίων της Disney, το αριστουργηματικό «The Aristocats» (1970).
Ειδικά για την πατρίδα του, την Ιταλία, ο αρθρογράφος έγραψε ότι η κατάμαυρη γάτα που διασχίζει τον δρόμο θεωρείται ακόμη σημάδι ισχυρής κακοτυχίας, ιδίως όταν κινείται από αριστερά προς τα δεξιά. Και ότι οι προληπτικοί λαμβάνουν μέτρα εναντίον της, αφήνοντας λόγου χάρη να τους προσπεράσει ένας διαβάτης ώστε να εισπράξει αυτός τη γρουσουζιά…
Αλλού, όμως, άλλα ισχύουν: «Στον αγγλοσαξονικό κόσμο η σκούρα γάτα προμηνύει ευτυχία. Κανένα βρετανικό πλοίο δεν σαλπάριζε χωρίς να μπαρκάρει μαζί του και μια τέτοια γάτα. Ακόμη και οι νύφες που συναντούν μαύρη γάτα την ημέρα του γάμου τους θεωρούνται τυχερές. Στο Ισλάμ οι γάτες όλων των χρωμάτων είναι αγαπητές, ενώ οι βουδιστές τις θεωρούν και σύμβολα ανώτερης νοημοσύνης ακόμη. Στην Ινδονησία και σε πολλές περιοχές του Ειρηνικού η μαύρη γάτα θεωρείται σκοτεινή αρχόντισσα της Κόλασης».
Από τη δεισιδαιμονία εις βάρος των μαύρων γάτων ο Νιόλα απέκλεισε τις οικόσιτες μαύρες γάτες, στην εποχή μας τουλάχιστον – έγραψε «θέλουν και αυτές τα χάδια τους».
Ο Νιόλα δεν αναφέρθηκε σε λογοτεχνικές γάτες χωρίς μαύρο τρίχωμα, όπως λόγου χάρη ο γάτος Μινγκ, ήρωας της Πατρίτσια Χάισμιθ, του οποίου «η μεγαλύτερη λεία» ήταν ο αντίζηλός του και σχεδόν αντεραστής του μέθυσος άνδρας. Μετά το φονικό, όταν η αφέντρα του τού χάιδεψε το κεφάλι, τον κανάκεψε και του γλυκομίλησε, «ο Μινγκ αναγνώρισε στον τόνο της τη χροιά του έρωτα».
Και επειδή στον έρωτα το χρώμα του δέρματος ή του τριχώματος δεν έχει καμία σημασία, ας κλείσουμε απλώς με δυο στιχάκια από την «Ελένη της Κρήτης» του Ελύτη: «Φώναζε στην αυλή/ ψι-ψι ψι-ψι/ κι ο γάτος σήκωνε ποδάρι/ μες απ’ τα μάτια της να πάρει/ ψι-ψι ψι-ψι/ την αστραπή τους τη χρυσή»…
