Κλούνεϊ και Αμάλ: Οι «δημόσιοι εχθροί» του Τραμπ
Ο Τζορτζ και η Αμάλ γνωρίστηκαν στη βίλα του ηθοποιού στο Κόμο της Βόρειας Ιταλίας το 2013 και παντρεύτηκαν την επόμενη χρονιά στη Βενετία | Gilbert Carrasquillo/GC Images / Getty Images / Ideal Images
Θέματα

Κλούνεϊ και Αμάλ: Οι «δημόσιοι εχθροί» του Τραμπ

Πώς το λαμπερό ζευγάρι κατέληξε να είναι «κόκκινο πανί» για τον πρόεδρο των ΗΠΑ. Η δράση της Αμάλ Κλούνει ως παγκοσμίως διάσημης δικηγόρου με ειδίκευση στα ανθρώπινα δικαιώματα και οι αντι-τραμπικές δηλώσεις του Δημοκρατικού ηθοποιού και σκηνοθέτη που εξόργισαν τον Λευκό Οίκο
Protagon Team

Είναι ένα από τα πιο διάσημα και λαμπερά ζευγάρια της Αμερικής; Σαφώς. Αλλά το τελευταίο διάστημα ενδέχεται να είναι και ένα από τα πιο μισητά, τουλάχιστον μεταξύ των τυφλών οπαδών του Ντόναλντ Τραμπ, με τον αμερικανό πρόεδρο να χύνει επίσης τη χολή του. Για τον Τζορτζ και την Αμάλ Κλούνεϊ ο λόγος, οι οποίοι φιγουράρουν στο εξώφυλλο του Sette, του εβδομαδιαίου ένθετου περιοδικού της Corriere della Sera, ως «δημόσιοι εχθροί» –όπως γράφουν οι Ιταλοί– του προέδρου των ΗΠΑ.

Πώς, όμως, το λαμπερό ζευγάρι κατέληξε να συγκαταλέγεται μεταξύ των εχθρών του Ντόναλντ Τραμπ; «Η Αμάλ Κλούνεϊ είναι η πιο διάσημη δικηγόρος στον κόσμο με ειδίκευση στα ανθρώπινα δικαιώματα», γράφει στο ρεπορτάζ της η Βιβιάνα Μάτσα. «Μπορεί να γίνει στόχος της κυβέρνησης Τραμπ;» διερωτάται, και η απάντηση είναι «ναι».

Οπως θυμίζει η ιταλίδα δημοσιογράφος, πριν από λίγες εβδομάδες το βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών προειδοποίησε μια σειρά από βρετανούς νομικούς, ακαδημαϊκούς και πρώην δικαστές για τον κίνδυνο να πληγούν από αμερικανικές κυρώσεις, περιλαμβανομένων της απαγόρευσης εισόδου στις ΗΠΑ και της δέσμευσης των περιουσιακών τους στοιχειών, επειδή υποστήριξαν ομόφωνα με τις γνωματεύσεις τους τα εντάλματα σύλληψης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (για εγκλήματα πολέμου) του ισραηλινού πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου και του πρώην υπουργού του Αμυνας Γιόαβ Γκάλαντ, καθώς και τριών ηγετών της Χαμάς, οι οποίοι όμως είναι πλέον νεκροί.

Μεταξύ των προσώπων που ενημερώθηκαν από το βρετανικό ΥΠΕΞ συγκαταλέγεται και η Αμάλ Κλούνεϊ, ωστόσο σύμφωνα με τον Observer (κυριακάτικη έκδοση του Guardian), που μετέδωσε πρώτος την είδηση, δύσκολα θα επιβληθούν κυρώσεις στη διακεκριμένη βρετανολιβανέζα δικηγόρο, επειδή ο σύζυγός της είναι Αμερικανός και, ως εκ τούτου, έχει δικαίωμα εισόδου και παραμονής στις ΗΠΑ. «Αλλά υπάρχει ένα αλλά» γράφει η δημοσιογράφος της Corriere.

Στα τέλη Μαρτίου ο 64χρονος Κλούνεϊ εμφανίστηκε στην εκπομπή «60 Minutes» του CBS ενόψει του ντεμπούτου του στο Μπρόντγουεϊ με την παράσταση «Good Night and Good Luck», η οποία βασίζεται στην ομώνυμη δική του, υποψήφια για Οσκαρ, ταινία του 2005. Ο Κλούνεϊ σκηνοθέτησε την ταινία, ενώ τώρα πρωταγωνιστεί στην παράσταση υποδυόμενος τον δημοσιογράφο του CBS Eντουαρντ Ρ. Μάροου, ο οποίος όρθωσε το ανάστημά του στον γερουσιαστή Τζόζεφ ΜακΚάρθι με αφορμή την αντικομμουνιστική εκστρατεία του στις αρχές της δεκαετίας του 1950, η οποία εξελίχθηκε σε κυνήγι μαγισσών. Ο ηθοποιός δήλωσε στην εκπομπή ότι η εστίαση της πλοκής στην ευθύνη των μέσων ενημέρωσης και στη σύγκρουση μεταξύ δημοσιογράφων και πολιτικών δεν θα μπορούσε να είναι πιο επίκαιρη.

«Οταν οι άλλες τρεις εξουσίες αποτυγχάνουν, όταν η δικαστική, η εκτελεστική και η νομοθετική εξουσία μάς απογοητεύουν, η τέταρτη εξουσία πρέπει να πετύχει» είπε ο Κλούνεϊ αναφερόμενος, φυσικά, στη δημοσιογραφία. «Το ABC μόλις διευθέτησε μια αγωγή με την κυβέρνηση Τραμπ. Και το CBS News επιδιώκει το ίδιο… Βλέπουμε αυτή την ιδέα της κυβέρνησης να προσπαθεί να μειώσει την επιρροή των δημοσιογράφων μέσω του εκφοβισμού ή της επιβολής προστίμων ή μέσω των πολυεθνικών […] Οι κυβερνήσεις δεν συμπαθούν την ελευθερία του Τύπου» πρόσθεσε ο πολιτικοποιημένος (Δημοκρατικός) ηθοποιός, σημειώνοντας, μάλιστα, πως αυτό ισχύει τόσο για τις συντηρητικές όσο και για τις φιλελεύθερες κυβερνήσεις.

Ο Τραμπ, όμως, το πήρε προσωπικά. «Γιατί η πλέον εξαιρετικά δυσφημισμένη εκπομπή “60 Minutes” να κάνει μια εντελώς μεροληπτική εκπομπή για τον Τζορτζ Κλούνεϊ, έναν δευτεροκλασάτο “αστέρα” του κινηματογράφου και αποτυχημένο πολιτικό σχολιαστή;», έγραψε ο αμερικανός πρόεδρος στο δικό του Truth Social. «Εδωσε αγώνα για την επανεκλογή του Κοιμισμένου Τζο και στη συνέχεια, αμέσως μετά το debate, τον παράτησε σαν το σκυλί. Αργότερα, υποθέτω υπό τις εντολές του στρατοπέδου Ομπάμα, έδωσε τα πάντα για την Κάμαλα, μόνο και μόνο για να συνειδητοποιήσει σύντομα ότι αυτό δεν θα πήγαινε πολύ καλά».

«Τώρα ήρθε η σειρά της συζύγου του, του ετέρου ημίσεος ενός εκ των πιο cool ζευγαριών στον κόσμο» γράφει η Βιβιάνα Μάτσα στο κείμενό της. Ομως η 47χρονη Αμάλ Κλούνεϊ, εκτός από σύζυγος του διάσημου αμερικανού ηθοποιού, είναι και μια εξαιρετική νομικός, που έχει αναλάβει πολλές πολύκροτες υποθέσεις γενοκτονίας, εγκλημάτων πολέμων και εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, εκπροσωπώντας, για παράδειγμα, θύματα του ISIS στο Ιράκ και στη Συρία.

Εχει αναλάβει επίσης την υπεράσπιση ατόμων που έχουν τιμηθεί με Νομπέλ Ειρήνης, όπως η φιλιππινέζα δημοσιογράφος Μαρία Ρέσα και η γεννημένη στο Ιράκ Νάντια Μουράντ, μέλος της κοινότητας των Γιαζίντι, την οποία οι τζιχαντιστές του ISIS είχαν μετατρέψει (όπως και πάρα πολλές άλλες Γιαζίντι) σε σκλάβα του σεξ.

Νωρίτερα η Αμάλ Κλούνεϊ είχε διατελέσει σύμβουλος του Κόφι Ανάν, όταν ο πρώην γ.γ. του ΟΗΕ ήταν ειδικός απεσταλμένος του Οργανισμού για τη Συρία, και είχε υπερασπιστεί διεθνείς προσωπικότητες, όπως την ουκρανή πρωθυπουργό Γιούλια Τιμοσένκο και τον ιδρυτή του Wikileaks Τζούλιαν Ασάνζ, μεταξύ πολλών άλλων.

Η Αμάλ Κλούνεϊ σπούδασε στην Οξφόρδη και στη Νέα Υόρκη, την πόλη όπου ζουν πλέον οι Κλούνεϊ, μαζί με τα δύο δίδυμα, ηλικίας επτά ετών, παιδιά τους, την Ελα και τον Αλεξάντερ. Ο Τζορτζ και η Αμάλ γνωρίστηκαν στη βίλα του ηθοποιού στο Κόμο της Βόρειας Ιταλίας το 2013 και παντρεύτηκαν την επόμενη χρονιά στη Βενετία. Επειτα από μια διετία το ζευγάρι ίδρυσε το The Clooney Foundation for Justice.

Εκτοτε η Αμάλ κινείται με περίσσεια χάρη, τόσο στα δικαστικά μέγαρα όσο και στο κόκκινο χαλί. Σε συνέντευξή της στο Time δήλωσε πως είναι απόλυτα πεπεισμένη ότι μπορεί να χρησιμοποιήσει τη διασημότητα για να στρέψει τους προβολείς όπου χρειάζεται. Μπορεί, όμως, διερωτάται η δημοσιογράφος της Corriere, η διασημότητα, πέρα από τα εξαιρετικά της προσόντα, να την προστατεύσει από τον Ντόναλντ Τραμπ;

Στις 6 Φεβρουαρίου ο αμερικανός πρόεδρος υπέγραψε εκτελεστικό διάταγμα για την επιβολή κυρώσεων στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (το οποίο οι ΗΠΑ δεν αναγνωρίζουν) κατηγορώντας το για «παράνομες και αβάσιμες ενέργειες εναντίον της Αμερικής και του στενού συμμάχου μας, του Ισραήλ», καθώς και για «κατάχρηση εξουσίας».

Κύριος στόχος του Τραμπ ήταν ο βρετανός επικεφαλής εισαγγελέας του σώματος Καρίμ Χαν, με τις κυρώσεις εναντίον του να τίθενται άμεσα σε ισχύ. Ο Λευκός Οίκος ανακοίνωσε επίσης ότι επρόκειτο να εκδοθεί μια λίστα με τα ονόματα άλλων προσώπων (περιλαμβανομένης και της Αμάλ Κλούνεϊ) στα οποία επρόκειτο να επιβληθούν κυρώσεις μετά από διάστημα 60 ημερών.

Η βρετανική πρεσβεία στην Ουάσινγκτον άρχισε να ασκεί πιέσεις στον Λευκό Οίκο, οι 60 ημέρες πέρασαν και δεν επιβλήθηκαν κυρώσεις, ωστόσο το Φόρεϊν Οφις εξακολουθεί να προειδοποιεί, όχι μόνο πως ο κίνδυνος δεν έχει εκλείψει, αλλά και πως, εάν ο Λευκός Οίκος πραγματοποιήσει, τελικά, τις απειλές του, οι πληττόμενοι από τις κυρώσεις θα μπορούσαν να δουν τους τραπεζικούς λογαριασμούς τους να «παγώνουν», όχι μόνο στις ΗΠΑ αλλά και στη Βρετανία.

Ο Ντόναλντ Τραμπ είχε βάλει στο στόχαστρό του το ΔΠΔ πολύ πριν την έκδοση των ενταλμάτων σύλληψης του Μπενιαμίν Νετανιάχου και του Γιοάβ Γκάλαντ (για εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας για τα ισραηλινά αντίποινα στη Λωρίδα της Γάζας μετά τις επιθέσεις της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου 2023).

Κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας Τραμπ η Ουάσινγκτον επέβαλε κυρώσεις εις βάρος στελεχών του δικαστηρίου, ιδίως της πρώην επικεφαλής εισαγγελέως Φατού Μπενσούντα, εξαιτίας της έναρξης έρευνας για εγκλήματα πολέμου στο Αφγανιστάν από αμερικανούς στρατιώτες.

Λίγο καιρό αφότου ανέλαβε την προεδρία, ο Τζο Μπάιντεν προέβη στην άρση των κυρώσεων. Στη συνέχεια, όμως, όταν εκδόθηκαν τα εντάλματα κατά των Νετανιάχου και Γκάλαντ, ο προκάτοχος του Ντόναλντ Τραμπ χαρακτήρισε την ενέργεια του δικαστηρίου «σκανδαλώδη», γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση του Τζορτζ Κλούνεϊ, ο οποίος έφτασε στο σημείο να τηλεφωνήσει στον Λευκό Οίκο, θέλοντας να υπερασπιστεί τη δουλειά της συζύγου του.

Ηταν άνοιξη του 2024, δύο εβδομάδες προτού ο Τζο Μπάιντεν εμφανιστεί (στα μέσα Ιουνίου), εμφανώς καταβεβλημένος, μεταξύ του Τζορτζ Κλούνεϊ και του Μπαράκ Ομπάμα, σε πολιτική εκδήλωση στο Λος Αντζελες. Στη συνέχεια είχαμε το καταστροφικό για τον Τζο Μπάιντεν debate με τον Ντόναλντ Τραμπ, ενώ μετά από λίγες ημέρες ο Τζορτζ Κλούνεϊ, με άρθρο του στους New York Times, προέτρεψε τον φίλο του (πρώην) πρόεδρο να εγκαταλείψει την κούρσα για τον Λευκό Οίκο. Εξ ου και η πρόσφατη κατηγορία του Τραμπ ότι «τον παράτησε σαν το σκυλί».

Exit mobile version