Σε φωτογράφιση για τη Lancome to 2019
Ο Ρίτσαρντ Αβεντον ήταν ο φωτογράφος που την ενθάρρυνε να κάνει το άλμα από το μόντελινγκ στην υποκριτική. «Μου είπε ότι το μόντελινγκ ήταν σαν να είσαι σταρ του βωβού κινηματογράφου… Κάτω από το μακιγιάζ και τα όμορφα ρούχα εξέφραζα πάντα τη συγκίνηση που ήθελε ο φωτογράφος, μου είπε, και με έπεισε». Στην πραγματικότητα, η Ροσελίνι ήταν ήδη χαρούμενη που είχε χτίσει μια επιτυχημένη καριέρα ως μοντέλο προτού ασχοληθεί με την υποκριτική. Αυτό της έδωσε αυτοπεποίθηση για να ξεφύγει από τη σκιά της μητέρας της, εξηγεί. Παράλληλα, της χάρισε μια πιο απόμακρη στάση απέναντι στη δουλειά της, πράγμα που σημαίνει ότι ποτέ δεν επεδίωκε να ταυτιστεί πολύ στενά με τους χαρακτήρες που υποδυόταν.
«Είμαι ηθοποιός. Εχω ενσαρκώσει μια κακοποιημένη γυναίκα στο “Μπλε Βελούδο”, μια σεφ στη σειρά του HBO “Julia” και, προσφάτως, τη γιαγιά ενός κοχυλιού! Δεν είμαι τίποτε από αυτά. Αλλά είναι όλοι άνθρωποι, όπως εγώ! Καλά, όχι η γιαγιά-κοχύλι», λέει γελώντας. «Αν ο ρόλος προστάζει να είμαι λυπημένη, αυτό σημαίνει ότι μπορεί να “σκάψω” και να βρω λίγη θλίψη κρυμμένη μέσα μου, αλλά μέχρι εκεί».
Η δημοσιογράφος τη ρωτάει λίγες περισσότερες λεπτομέρειες για την κινηματογραφική της καριέρα, αλλά και τις ρομαντικές σχέσεις της με τον Μάρτιν Σκορσέζε και τον Ντέιβιντ Λιντς. Ωστόσο, εκείνη δεν φαίνεται πρόθυμη να αποκαλύψει περισσότερα: «Ρωτάς για τα νεανικά μου χρόνια και τους γάμους μου. Να πω την ιστορία μου και να κάνω το ψυχογράφημά μου για να γράψεις μόνο δύο σελίδες; Είναι αδύνατο! Συγγνώμη».
Θα αποκαλύψει όμως κάτι άλλο: ότι όσο υποδυόταν την άρρωστη γιαγιά του Μαρσέλ, τη Νάνα Κόνι, η σκέψη της αδυναμίας και της ασθένειάς της την έφερε αντιμέτωπη με τη δική της θνητότητα. «Αν και δεν χρειάζεται να υποδυθώ έναν χαρακτήρα για να μου το θυμίσει αυτό. Οταν φθάσεις τα 70 το σκέφτεσαι ούτως ή άλλως», λέει.
«Είχα υποτιμήσει την απώλεια – σχεδόν κάθε εβδομάδα κάποιος που γνωρίζω πεθαίνει ή αρρωσταίνει ανεπανόρθωτα. Αυτό είναι κάτι πολύ δύσκολο. Αν μπορούσα να αποφύγω το θάνατο, θα το έκανα, αλλά νομίζω ότι κανείς δεν μπορεί. Εξακολουθεί να φαίνεται σουρεάλ ότι μπορεί ξαφνικά να σταματήσεις να ζεις» λέει στη δημοσιογράφο. «Και τι συμβαίνει μετά τον θάνατο; Θα πάω στον Παράδεισο και θα δω τους γονείς μου; Αυτό θα ήταν υπέροχο. Ή δεν υπάρχει τίποτα; Ή υπάρχει κόλαση; Ο θάνατος με τρομάζει. Εχουμε έναν οικογενειακό τάφο στη Ρώμη και θα καταλήξω εκεί».
Τέλος, παραδέχεται πως δεν ενδιαφέρεται για το πώς θα τη θυμούνται. «Τι θα κέρδιζα εγώ αν ο κόσμος με θυμόταν μετά τον θάνατό μου;», διερωτάται. «Ούτως ή άλλως, θα πεθάνω. Αν η ανάμνησή μου προκαλεί πόνο και νοσταλγία στην οικογένειά μου, τότε θα προτιμούσα να μη με θυμούνται. Δεν κάνω τη δουλειά μου για να με θυμούνται, αλλά επειδή είναι μια ευχάριστη περιπέτεια για εμένα, προς το παρόν. Αυτό ακριβώς είναι!»
