Με τους γονείς της Τζάνελ Γκλένι και Αντονι Κίντμαν και την μικρή κόρη της
Η τελευταία φορά που θυμάται έργο της να έχει τέτοια απήχηση, ήταν με το «Lion» (2016). Για την ερμηνεία της θετής μητέρας ενός αγοριού, που αναζητούσε τη βιολογική του οικογένεια, η Κίντμαν ήταν υποψήφια για Οσκαρ: «Ηταν κάτι πολύ αφοπλιστικό. Η αδερφή μου καθόταν δίπλα μου σε μια προβολή μόνο για εμάς τις δύο σε μια σκοτεινή αίθουσα. Και κατέρρευσε». Πράγμα που η Κίντμαν λάτρεψε. «Η ιδέα να διεισδύεις τόσο πολύ στους ανθρώπους, ώστε οι άμυνές τους να πέφτουν, είναι όμορφη», λέει. «Τότε, απλώνουμε το χέρι και βοηθάμε, κρατάμε ο ένας το χέρι του άλλου. Το οποίο μας το πήραν πρόσφατα, έτσι δεν είναι; Υπάρχει κάτι απίστευτα όμορφο στο να σε κρατούν. Στο αίσθημα της ασφάλειας». Η διάθεσή της σκοτεινιάζει: «Συγγνώμη», λέει η Κίντμαν στην Ιβα Γουάιζμαν, «Απλώς με κάνει να κλαίω, που μας το πήραν. Οι άνθρωποι στα νοσοκομεία δεν έχουν κανένα για να κρατηθούν στις τελευταίες τους στιγμές. Δεν το αντέχω».
Κλαίει συχνά; «Ναι», απαντάει χωρίς ωστόσο να αποκαλύψει ποιο ήταν το τελευταίο πράγμα που την έκανε να κλάψει: «Είναι πολύ προσωπικό», λέει. «Αλλά ναι, κλαίω. Προσπαθώ να το ελέγχω τα συναισθήματά μου, αλλά όλα είναι πολύ λυπηρά. Υπάρχει μια τεράστια μελαγχολία, σωστά; Εννοώ, όταν μελετάς πραγματικά μελαγχολικούς ανθρώπους, είμαι πολύ παρούσα. Εχω ένα τεράστιο απόθεμα από αυτό. Νομίζω ότι πολλοί άνθρωποι κυκλοφορούν γύρω μας με αυτό, έτσι δεν είναι;»
Η συνέντευξη δόθηκε πριν από τα Χριστούγεννα, οπότε η Κίντμαν θα πήγαινε με την οικογένειά της στην Αυστραλία για να δει την 81χρονη μητέρα της φεμινίστρια Τζάνελ Γκλένι, που έμεινε χήρα όταν ο αγαπημένος πατέρας της, ψυχολόγος Αντονι Κίντμαν, πέθανε το 2014. Αλλά η ηθοποιός αποφεύγει να μιλάει για την οικογένειά της, και για τη ζωή με δύο μικρές κόρες, 10 και 13 ετών: «Πρέπει να τις προστατεύσω πραγματικά. Εχω μάθει να κρατάω το στόμα μου κλειστό», λέει.
Πώς επηρεάζει η φήμη τη ζωή της; «Γιατί σας ενδιαφέρει τόσο η διασημότητα;» ρωτάει λίγο εκνευρισμένη η σταρ, «Δεν ζω αυτή τη ζωή. Είμαι βαθιά ενσωματωμένη σε μια οικογένεια, σε έναν πολύ βαθύ γάμο. Μεγαλώνω παιδιά. Είμαι κόρη. Αυτά είναι τα πρωταρχικά. Και ναι, έχω κι άλλα που συμβαίνουν. Αλλά στη βάση μου υπάρχουν σχέσεις που είναι πολύ “πραγματικές”. Και θα ήθελα πολύ να είναι πιο ροζ και πουπουλένιες, αλλά είναι εκπληκτικά αληθινές, όπως όλα εκείνα τα πράγματα που σε κυκλώνουν σαν άνθρωπο, όπως η θνητότητα. Το μόνο που μπορώ να φέρω στη δουλειά μου είναι αυτή η συναισθηματική αλήθεια. Η ζωή μου είναι η ζωή μου», λέει. «Είμαι μια γυναίκα στα 50 της, με πολλά πράγματα να την περικυκλώνουν».
Είναι έτοιμη να χρησιμοποιήσει μερικά από αυτά τα τρωτά σημεία στη δουλειά της. «Αλλά όχι όλα. Γιατί αυτό δεν είναι δίκαιο. Για μένα. Για τις σχέσεις μου. Μπορώ να δώσω ένα μέρος του, πραγματικά πολύ βαθύ. Αλλά χρειάζεται να το κάνω σε ένα πολύ ασφαλές μέρος με ανθρώπους που εμπιστεύομαι και που δεν θα το καταχραστούν ή θα με πληγώσουν. Και θα το εκτιμήσουμε».
Η άγρια και αστραφτερή φήμη της δεν οφείλεται παρά στο γεγονός ότι το κοινό δεν τη γνώρισε ποτέ καλά. Η 40χρονη καριέρα της φαίνεται να της έμαθε τη σημασία τού να παραμένεις άγνωστη στο κοινό σου, το οποίο χρειάζεται αυτή την απόσταση –την ψυχική επίσης– για να διατηρήσει το όνειρο και την επιθυμία, και την πεποίθηση ότι μπορεί να είναι μάγισσα, εταίρα, η Λούσιλ Μπολ ή μια θεραπεύτρια στο Μανχάταν με ένα πολύ ωραίο παλτό…
