Η τεχνολογία ανάλυσης του DNA έχει μεταμορφώσει ριζικά τον τρόπο με τον οποίο εντοπίζεται και τιμωρείται ο δράστης ενός εγκλήματος. Η πρόσφατη ληστεία στο Λούβρο αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα των δυνατοτήτων αυτής της μεθόδου, αλλά και αφορμή για προβληματισμό σχετικά με τα όρια μεταξύ της δημόσιας ασφάλειας και της ιδιωτικότητας.
Η ληστεία του Λούβρου, που συγκλόνισε τη Γαλλία και τον κόσμο, θα μείνει στην Ιστορία όχι μόνο για την τόλμη των δραστών αλλά και για την ταχύτητα με την οποία η αστυνομία κατάφερε να τους εντοπίσει. Μέσα σε λιγότερο από μία εβδομάδα, δύο από τους υπόπτους συνελήφθησαν, ενώ ένας τρίτος βρέθηκε λίγο αργότερα. Το κλειδί της επιτυχίας δεν ήταν άλλο από την ανάλυση DNA, γράφουν οι New York Times, ένα εργαλείο που πλέον έχει γίνει αναπόσπαστο κομμάτι των αστυνομικών ερευνών.
Η εισαγγελέας Λορ Μπεκό αποκάλυψε ότι ίχνη DNA των δύο ληστών βρέθηκαν στο παράθυρο από όπου μπήκαν και πάνω σε μία από τις μηχανές μεγάλου κυβισμού με τις οποίες διέφυγαν. Το γενετικό υλικό του συνεργού βρέθηκε στον γερανό που χρησιμοποίησαν για να αναρριχηθούν στο μουσείο. Σε λίγες ημέρες, οι Aρχές είχαν εντοπίσει τους δράστες μιας ληστείας ύψους 100 εκατ. δολαρίων.
Η ληστεία, αν και αρχικά έμοιαζε με καμπανάκι κινδύνου για την ασφάλεια των ευρωπαϊκών μουσείων, τελικά ανέδειξε τη δύναμη της επιστήμης. Οι δράστες, που είχαν σχεδιάσει μεθοδικά το χτύπημά τους, άφησαν πίσω τους κρίσιμα στοιχεία: ένα γάντι, μια κορόνα που τους έπεσε από τα κλοπιμαία, και το ανυψωτικό όχημα με τον γερανό, το οποίο προσπάθησαν μάταια να κάψουν. Από τον τόπο του εγκλήματος συλλέχθηκαν 150 δείγματα για ανάλυση. Και οι τρεις είχαν ποινικό μητρώο, οπότε οι Αρχές έκαναν αμέσως ταυτοποίηση μέσω της εθνικής βάσης δεδομένων DNA.
Ο νομικός Γκαετάν Πουατεβέν, του οποίου η διδακτορική διατριβή είχε θέμα τη βάση DNA της Γαλλίας, λέει στους New York Times: «Είμαι βέβαιος ότι χωρίς τη βάση DNA δεν θα είχαμε βρει ποτέ αυτούς τους ανθρώπους». Η βάση αυτή περιέχει 4,4 εκατομμύρια προφίλ, που συλλέχθηκαν σε διάστημα σχεδόν τριάντα ετών από υπόπτους, καταδικασμένους, αλλά και θύματα φυσικών καταστροφών.
Οι γάλλοι εγκληματολόγοι συλλέγουν ακόμη και το παραμικρό ίχνος, όπως σάλιο, ιδρώτα, τρίχες, κύτταρα δέρματος ή αίμα και τα αποστέλλουν σε δημόσια ή ιδιωτικά εργαστήρια για ανάλυση. Οι ταυτοποιήσεις πλέον ολοκληρώνονται μέσα σε λίγες ώρες. Οπως εξηγεί στους ΝΥΤ ο Ολιβιέ Αλνέ, επικεφαλής της ένωσης αστυνομικών εγκληματολογικών εργαστηρίων, «η τεχνολογία μάς επιτρέπει πλέον να έχουμε αποτέλεσμα DNA μέσα σε μία ημέρα».
Η Γαλλία δημιούργησε την εθνική της βάση DNA το 1998, μετά την υπόθεση του διαβόητου Γκι Ζορζ, γνωστού ως «δολοφόνου της ανατολικής πλευράς του Παρισιού»: Ο Ζορζ είχε φυλακιστεί για επίθεση σε γυναίκα και η αστυνομία συνέλεξε το DNA του. Ωστόσο, η Γαλλία δεν διέθετε κεντρική βάση δεδομένων εκείνη την εποχή, οπότε οι αστυνομικοί δεν μπόρεσαν να συγκρίνουν το DNA του με αυτό που βρέθηκε στο σημείο όπου βιάστηκαν και δολοφονήθηκαν πέντε γυναίκες. Μετά την αποφυλάκισή του, ο Ζορζ βίασε και σκότωσε άλλες δύο γυναίκες. Συνελήφθη ξανά και τελικά καταδικάστηκε για τις επτά δολοφονίες και βιασμούς.
Μετά την υπόθεση αυτή, το γαλλικό κράτος προχώρησε στη δημιουργία μιας εθνικής βάσης, αρχικά για εγκλήματα σεξουαλικής φύσης. Σύντομα, ωστόσο, το σύστημα επεκτάθηκε για να περιλαμβάνει εγκλήματα όπως δολοφονίες, τρομοκρατία, διακίνηση ναρκωτικών, επιθέσεις και κλοπές.
Η αφαίρεση κάποιου από τη βάση DNA θεωρείται ιδιαίτερα δύσκολη διαδικασία, σημειώνουν οι ΝΥΤ, με αποτέλεσμα οι περισσότεροι να μην την επιδιώκουν. Οσοι αρνούνται να δώσουν δείγμα αντιμετωπίζουν φυλάκιση έως ενός έτους και πρόστιμο άνω των 15.000 ευρώ. Οπως παραδέχεται ο δικηγόρος Πουατεβέν, «κανένας από τους πελάτες μου δεν αρνείται να δώσει DNA· κάτι τέτοιο ισοδυναμεί με παραδοχή ενοχής».
Η βάση δεδομένων, που διευρύνεται συνεχώς, επιτρέπει στη Γαλλία να διασταυρώνει στοιχεία με περισσότερες από τριάντα ευρωπαϊκές βάσεις DNA, καθώς και με την αντίστοιχη βάση των ΗΠΑ. Η αξία της είναι τεράστια όχι μόνο για σύγχρονες υποθέσεις αλλά και για παλιά, ανεξιχνίαστα εγκλήματα.
Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η πολύκροτη υπόθεση Πελικό, του άνδρα που έκλεινε ραντεβού βιασμού της γυναίκας του όσο εκείνη ήταν ναρκωμένη. Το DNA του Ντομινίκ Πελικό συνδέθηκε με μια απόπειρα βιασμού που είχε μείνει ανεξιχνίαστη για πάνω από είκοσι χρόνια. Μια άλλη υπόθεση το 2011 εξιχνιάστηκε όταν οι Αρχές, αντί να αναζητήσουν ακριβή ταύτιση, εντόπισαν ομοιότητες με το DNA του πατέρα του δολοφόνου, μια μέθοδος που χρησιμοποιείται μόνο για βαριά εγκλήματα, όπως δολοφονίες ή βιασμούς.
Το γαλλικό σύστημα μοιάζει αρκετά με το αμερικανικό Combined DNA Index System (CODIS), που περιέχει σχεδόν 25 εκατομμύρια προφίλ. Ωστόσο, σύμφωνα με τους ΝΥΤ, στις ΗΠΑ οι Αρχές έχουν επεκτείνει τις έρευνες και σε ιδιωτικές βάσεις δεδομένων, όπως οι GEDmatch και FamilyTreeDNA, όπου εκατομμύρια πολίτες ανεβάζουν εθελοντικά τα γενετικά τους δεδομένα για να βρουν συγγενείς ή να ερευνήσουν την καταγωγή τους.
Αυτή η πρακτική οδήγησε το 2018 στην ανακάλυψη του διαβόητου κατά συρροή δολοφόνου, βιαστή, παιδεραστή και ληστή Τζόζεφ Τζέιμς ΝτεΑντζελο, ανοίγοντας νέους δρόμους στην εγκληματολογία. Μέχρι το 2022, είχαν καταγραφεί περισσότερες από 800 υποθέσεις στις ΗΠΑ όπου η γενετική γενεαλογία συνέβαλε καθοριστικά στην εξιχνίαση εγκλημάτων. Ωστόσο, η χρήση ιδιωτικών δεδομένων έχει εγείρει σοβαρά νομικά και ηθικά ζητήματα. Τρεις πολιτείες ήδη νομοθέτησαν για να περιορίσουν αυτή την πρακτική.
Στη Γαλλία, η γενετική ιχνηλάτηση από ιδιωτικές πηγές παραμένει απαγορευμένη. Το παρελθόν της χώρας, ιδίως η ταυτοποίηση Εβραίων μέσω γενεαλογικών αρχείων από τους Ναζί, καθιστά το θέμα ιδιαίτερα ευαίσθητο. Ωστόσο, τον περασμένο μήνα ο υπουργός Δικαιοσύνης, Ζεράλ Νταρμανέν, ανακοίνωσε ότι σχεδιάζει νομοθετική ρύθμιση που θα επιτρέψει στις Αρχές να έχουν πρόσβαση σε δεδομένα ξένων ιδιωτικών εταιρειών γενεαλογίας για σοβαρά εγκλήματα που παραμένουν άλυτα για πάνω από 18 μήνες.
Η πρόταση αυτή προκάλεσε αντιδράσεις, γράφουν οι ΝΥΤ. Κάποιοι ειδικοί στις ανεξιχνίαστες υποθέσεις τη χαιρέτισαν ως αναγκαία πρόοδο, ενώ άλλοι τη χαρακτήρισαν επικίνδυνη και υποκριτική, αφού οι ίδιες εταιρείες απαγορεύεται να λειτουργούν εντός της χώρας. Η κοινωνιολόγος Ζοέλ Βαγί λέει στους ΝΥΤ ότι μια τέτοια πρακτική θα παραβίαζε θεμελιώδη δικαιώματα ιδιωτικότητας: «Οταν κάποιος στέλνει το DNA του σε μια εταιρεία, ουσιαστικά εκθέτει γενετικά ολόκληρη την οικογένειά του, ακόμη και τις μελλοντικές γενιές. Μετατρέπονται όλοι σε πιθανούς “γενετικούς υπόπτους”».
Η υπόθεση του Λούβρου, λοιπόν, δεν ανέδειξε μόνο την αποτελεσματικότητα της σύγχρονης αστυνομικής τεχνολογίας, αλλά και το ηθικό δίλημμα που τη συνοδεύει. Από τη μία, η δυνατότητα εξιχνίασης εγκλημάτων με εντυπωσιακή ταχύτητα και ακρίβεια. Από την άλλη, το ερώτημα: πόση ιδιωτικότητα είμαστε διατεθειμένοι να θυσιάσουμε για χάρη της ασφάλειας;
