| CreativeProtagon/Patrick Fore/Unsplash
Θέματα

Πώς να πείθουμε τα παιδιά να τους αρέσει το σώμα τους

Σχόλια για την εμφάνισή μας από τους αγαπημένους και τους φίλους μας μπορούν να προκαλέσουν ανασφάλειες διά βίου. Δείτε τι λένε οι τελευταίες έρευνες και πώς μπορούμε να διδάξουμε στα παιδιά να νιώθουν αυτοπεποίθηση για το σώμα τους
Protagon Team

Φανταστείτε τη σκηνή: ένα κοριτσάκι δοκιμάζει ένα ωραίο φόρεμα και με μεγάλη ικανοποίηση, κάνει μια στροφή. Οι μεγάλοι γύρω της ενισχύουν τη χαρά της, λέγοντάς της πόσο όμορφη είναι. Αργότερα κοιτάζει τα αγαπημένα της βιβλία και βλέπει αδύνατους ανθρώπους και ισχνά ζώα σε συναρπαστικές περιπέτειες, ενώ οι βαρύτεροι απεικονίζονται ως αργοί ή αδέξιοι. Ακόμη, μερικές φορές, παρατηρεί ότι οι γονείς της ανησυχούν για το βάρος ή την εμφάνισή της.

Και όταν γίνει έφηβη, πλέον οι γονείς της μπορεί να ανησυχούν για το πώς τα social media επηρεάζουν την εικόνα του σώματός της. Ομως η έρευνα δείχνει ότι στην πραγματικότητα, η αντίληψή της για το σώμα και την κοινωνική αποδοχή του έχει διαμορφωθεί πολύ πριν, ήδη από τα πρώτα χρόνια των παιδικών χρόνων της.

Οταν σκεφτόμαστε τη σχέση μας με το σώμα μας, είναι συχνά δύσκολο να εντοπίσουμε από πού ακριβώς προέρχεται η ικανοποίηση ή η δυσαρέσκειά μας, γράφει στο BBC η Μελίσα Χόγκενμπουμ. Εάν, ωστόσο, ανατρέξουμε στην παιδική ηλικία μας, μπορεί να θυμηθούμε έναν σωρό από άσκοπα σχόλια ή παρατηρήσεις. Κανένα από αυτά δεν φαίνεται να είναι πολύ επιδραστικό από μόνο του. Το αθροιστικό τους αποτέλεσμα, όμως, μπορεί να είναι εκπληκτικά ισχυρό.

Η συγγραφέας Γκλένον Ντόιλ εξακολουθεί να θυμάται πώς η εμφάνισή της, όταν ήταν παιδί, κέρδιζε επαίνους από τους μεγάλους γύρω της: «Το έβλεπα στα πρόσωπά τους… Φωτίζονταν· και έτσι έμαθα ότι είναι ένα ατού», λέει στο podcast της για το πώς παγιδευόμαστε στο «κλουβί» της ομορφιάς και πώς μπορούμε να απελευθερωθούμε. Οταν, όμως, μεγάλωσε και θεωρήθηκε λιγότερο όμορφη, αυτή η λατρεία σταμάτησε· ήταν, λέει η Ντόιλ, σαν να της είχε γυρίσει ο κόσμος την πλάτη…

Τα χυμώδη σώματα της Αθηνάς, της Ηρας και της Αφροδίτης στην «Απόφαση του Πάρη» (1632-1635), του μεγάλου φλαμανδού ζωγράφου Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς, δείχνουν πόσο έχει αλλάξει η εικόνα της ιδανικής γυναίκας από την Αναγέννηση μέχρι σήμερα (Wikimedia Commons/National Gallery, London)

Είτε έρχεται με τη μορφή φιλοφρονήσεων είτε με κριτική, αυτό το είδος προσοχής στα σχήματα του σώματος μπορεί να προκαλέσει πεποιθήσεις και ανασφάλειες που δύσκολα αποβάλλονται. Οι συνέπειες μπορεί να είναι εξαιρετικά επιζήμιες, όπως δείχνει η έρευνα για τις οικογενειακές συμπεριφορές και τα υποτιμητικά σχόλια για το βάρος, που συνδέονται με προβλήματα ψυχικής υγείας και διατροφικές διαταραχές. Επιπλέον, ο ευρύτερος στιγματισμός των υπέρβαρων παιδιών έχει αυξηθεί, επηρεάζοντας την αυτοεκτίμησή τους και φυσικά την εικόνα του σώματός τους.

Τι θα μπορούσαν, όμως, να κάνουν οι γονείς και οι φροντιστές των παιδιών για να τα βοηθήσουν να αισθάνονται αυτοπεποίθηση και να υποστηρίζουν τους άλλους; Στο άρθρο της που δημοσιεύεται στη σειρά Family Tree του BBC, η Μελίσα Χόγκενμπουμ επισημαίνει τα εξής:

Η ντροπή για το σώμα διδάσκεται, δεν είναι έμφυτη

Το ιδανικό σώμα διαφέρει πάρα πολύ ανάλογα με την εποχή και τους διαφορετικούς πολιτισμούς. Μια γρήγορη ματιά σε πίνακες του Ρούμπενς ή στη μικροσκοπική «Αφροδίτη του Βίλεντορφ» (ειδώλιο ύψους 11 εκ., που χρονολογείται ανάμεσα στο 28.000 π.Χ. – 25.000 π.Χ.) δείχνει πόσο πληθωρικά είχαν αγκαλιάσει οι άνθρωποι στο παρελθόν τις γυναικείες  καμπύλες. Σήμερα, όμως, παρά το αυξανόμενο κίνημα θετικότητας σώματος, που τιμά όλα τα σχήματα και τα μεγέθη, η ιδέα ότι ιδανικό είναι ένα λεπτό σώμα εξακολουθεί να κυριαρχεί παντού, από τα social media και τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης, μέχρι τη μικρή και τη μεγάλη οθόνη και, φυσικά, τη διαφήμιση.

Η επίγνωση των ιδανικών του σώματος ξεκινά νωρίς (από την ηλικία των 3-5 ετών) και αντανακλά την εμπειρία των παιδιών από τον κόσμο γύρω τους. Ερευνα έδειξε ότι «το κοινωνικό περιβάλλον των παιδιών είναι σημαντικό για την ανάπτυξη αρνητικών και θετικών στάσεων για το βάρος».

Τα παιδιά αναπτύσσουν αρκετά νωρίς «τα μοτίβα με τα οποία αποδίδουν τα θετικά χαρακτηριστικά στις πιο αδύνατες φιγούρες και τα αρνητικά στις μεγαλύτερες φιγούρες, κάτι που είναι ανησυχητικό γιατί έχουν πιθανώς την ευκαιρία να εσωτερικεύσουν την αντίληψη ότι το να είναι πιο βαριά είναι ανεπιθύμητο, ενώ το να είναι πιο αδύνατα είναι επιθυμητό και συνδέεται με κοινωνικές ανταμοιβές», λέει στο BBC η Σίαν ΜακΛέιν, λέκτορας Ψυχολογίας, Συμβουλευτικής και Δημόσιας Υγείας στο Πανεπιστήμιο La Trobe στη Μελβούρνη της Αυστραλίας, η οποία ειδικεύεται στην έρευνα για την πρόληψη και έγκαιρη παρέμβαση για τη δυσαρέσκεια για το σώμα (body shaming) και τις διατροφικές διαταραχές.

Η ευτραφής Αφροδίτη του Βίλεντορφ, ηλικίας 25.000 ετών, φυλάσσεται στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας της Βιέννης (Wikimedia Commons)

Οι γονείς διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των στάσεων και των απόψεων των παιδιών τους, ωστόσο πρέπει να τονιστεί ότι δεν είναι η μόνη επιρροή στην οποία εκτίθενται τα παιδιά· συχνά, άλλωστε, μια επιρροή μπορεί να έχει θετική επίδραση που μπορεί να εξουδετερώσει αρνητικά μηνύματα από άλλες πηγές. Αλλά η έρευνα δείχνει ότι οι απόψεις των γονιών για το βάρος έχουν σημασία γιατί επηρεάζουν τα παιδιά, που γνωρίζουν από πολύ μικρά πώς μπορούν να χάσουν βάρος.

Συχνά υπάρχει και ένα στοιχείο φύλου σε αυτές τις αντιλήψεις, με τους γιους να επηρεάζονται περισσότερο από τις απόψεις του πατέρα τους και τις κόρες από τη στάση της μητέρας τους. Μάλιστα, η δίαιτα για τον έλεγχο του βάρους έχει αναφερθεί ακόμη και από κορίτσια ηλικίας έως πέντε ετών. Εδώ οι κύριοι παράγοντες ήταν η έκθεση στα μέσα ενημέρωσης, καθώς και οι συζητήσεις για την εμφάνιση.

Ερευνα που αξιολογεί το επίπεδο της δυσαρέσκειας για το σώμα και της ευαισθητοποίησης σχετικά με τη δίαιτα σε παιδιά ηλικίας πέντε έως οκτώ ετών, διαπίστωσε ότι «η επιθυμία να είναι αδύνατα εμφανίζεται στα κορίτσια περίπου στην ηλικία των έξι ετών». Οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι «Μικρά παιδιά, σε σημαντικό ποσοστό, έχουν εσωτερικεύσει τις κοινωνικές πεποιθήσεις σχετικά με το ιδανικό σχήμα σώματος και γνωρίζουν καλά τη δίαιτα ως μέσο για την επίτευξη αυτού του ιδανικού».

Οι κίνδυνοι του πειράγματος

Πολλοί γονείς μπορεί να σοκάρονται ακούγοντας ότι οι δικές τους ανασφάλειες –οι οποίες μπορεί τελικά να είναι εντελώς ακούσιες και όχι κάτι που θέλουν να μεταδώσουν– μπορεί να έχουν τέτοιο αντίκτυπο. Αλλά το αποτέλεσμα μεγεθύνεται μέσω υποτιμητικών σχολίων.

Σε μελέτη σχετικά με τις επιπτώσεις του πειράγματος από μέλη της οικογένειας στη δυσαρέσκεια για το σώμα και τις διατροφικές διαταραχές, οι συμμετέχοντες ανέφεραν πειράγματα από έναν γονέα σχετικά με την εμφάνιση σε ποσοστό 23% και σχετικά με το βάρος σε ποσοστό 12%. Περισσότεροι αναφέρθηκαν σε πατρικά πειράγματα (και όχι τόσο από τη μητέρα), τα οποία ήταν ένας σημαντικός προγνωστικός δείκτης της σωματικής δυσαρέσκειας, καθώς επίσης βουλιμικής συμπεριφοράς και κατάθλιψης, ενώ επίσης αύξανε τις πιθανότητες για πειράγματα από κάποιον αδελφό. Ακόμη, τα πειράγματα της μητέρας ήταν ένας σημαντικός προγνωστικός παράγοντας κατάθλιψης, ενώ τα πειράγματα για την εμφάνιση κάποιου από έναν αδερφό είχε παρόμοιο αρνητικό αντίκτυπο στην ψυχική υγεία και την αυτοεκτίμηση και αύξησε τον κίνδυνο διατροφικών διαταραχών.

Αλλη έρευνα σε παιδιά ηλικίας επτά έως οκτώ έδειξε ότι τα σχόλια των μητέρων σχετικά με το βάρος και το μέγεθος του σώματος έχουν συνδεθεί με διαταραγμένη διατροφική συμπεριφορά των παιδιών τους. Παρομοίως, τα κορίτσια «των οποίων οι μητέρες, οι πατέρες και οι φίλοι τους τα ενθάρρυναν να χάσουν βάρος και να είναι αδύνατα» ήταν πιο πιθανό να έχουν αρνητικές πεποιθήσεις για το βάρος άλλων, γνωστές ως «στερεότυπα πάχους», πράγμα ιδιαίτερα ανησυχητικό δεδομένης της αύξησης του στιγματισμού και του εκφοβισμού, που σχετίζεται με το βάρος.

Σύμφωνα με μια μελέτη, εξάλλου, ακόμη και ενήλικες γυναίκες εξακολουθούν να αισθάνονται τον πόνο του στίγματος για το βάρος τους, που βίωσαν στην παιδική ηλικία, με τις συμμετέχουσες να επισημαίνουν κυρίως τις μητέρες τους, ως την πηγή αυτού του στίγματος, το οποίο οδήγησε σε προβλήματα αυτοπεποίθησης. Ωστόσο, ορισμένες είπαν, επίσης, ότι ένιωθαν πως οι μητέρες τους πρόβαλαν τις δικές τους ανασφάλειες και ίσως ήθελαν τα σχόλια και οι συμβουλές τους να είναι χρήσιμα και όχι άσχημα.

Πέρα από την οικογένεια

Υπάρχει ένας λόγος για τον οποίο η γονική επιρροή είναι τόσο ισχυρή. Η Ρέιτσελ Ρότζερς, ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο Northeastern της Βοστώνης, λέει στο BBC ότι όταν οι γονείς ενδιαφέρονται για την εικόνα του σώματός τους, μοντελοποιούν συμπεριφορές που δείχνουν ότι «είναι σημαντική»: «Ακόμη και αν δεν αναφέρουν τη φυσική εμφάνιση του παιδιού, εξακολουθούν να ενεργούν με τρόπο που υποδηλώνει, “είναι κάτι που με ανησυχεί, είναι κάτι που με απασχολεί”, και έτσι τα παιδιά το προσέχουν και του δίνουν σημασία», παρατηρεί.

Επιπλέον, πολλοί γονείς τείνουν να σχολιάζουν τι τρώνε, φοράνε ή πώς φαίνονται τα παιδιά, συχνά με καλοπροαίρετο τρόπο, πράγμα που μπορεί να αυξήσει την ενασχόληση με την εμφάνιση και το βάρος. Η προκύπτουσα «εξιδανίκευση του λεπτού σώματος» κάνει τα παιδιά να πιστεύουν ότι «η κοινωνική τους αξία εξαρτάται από τη φυσική τους εμφάνιση και αυτό θα τα οδηγήσει να επενδύσουν σε αυτήν όσον αφορά την αυτοεκτίμησή τους, καθώς και τον χρόνο και την ενέργειά τους», επισημαίνει η Ρότζερς.

H Λίλι Κόλινς υποδύεται την Ελεν που πάσχει από ανορεξία στην ταινία «Εως το κόκαλο» (Netflix)

Ωστόσο, οι γονείς δεν είναι η μόνη πηγή στίγματος για το σώμα, ειδικά όσο το παιδί μεγαλώνει. Οι συνομήλικοί τους και τα μέσα ενημέρωσης τείνουν να παίζουν μεγαλύτερο ρόλο με την πάροδο του χρόνου. Ακόμη και παιχνίδια όπως οι κούκλες έχουν επιρροή. Μια μελέτη με κορίτσια ηλικίας πέντε έως εννέα, διαπίστωσε ότι όταν έπαιζαν με μια εξαιρετικά λεπτή κούκλα, άλλαζε το ιδανικό μέγεθος του σώματός τους σε πιο αδύνατες.

Οταν δεν αντιμετωπίζονται, αυτές οι επιρροές μπορούν να ενισχύσουν η μία την άλλη. Πολλές μελέτες δείχνουν ότι η έκθεση στα μέσα ενημέρωσης συμβάλλει στα ιδανικά της εμφάνισης· για παράδειγμα, νεαρά κορίτσια που παρακολουθούσαν μουσικά βίντεο επικεντρώνονταν περισσότερο στην εμφάνισή τους αργότερα. Και το αποτέλεσμα μπορεί να μεγεθυνθεί εάν οι φίλες τους μιλούν επίσης για το βάρος και την εμφάνιση.

«Ο τρόπος με τον οποίο αγκαλιάζονται και υποστηρίζονται τα ιδανικά των μέσων ενημέρωσης από τους συνομηλίκους/φίλους τους ήταν πιο κρίσιμος παράγοντας από την ίδια την άμεση έκθεση στα μέσα», εξηγεί η Γιολίν Τρέκελς, ψυχολόγος που μελετά την εικόνα του σώματος στο Καθολικό Πανεπιστήμιο του Λέουβεν στο Βέλγιο, και επικεφαλής  μιας έρευνας για τον ρόλο που παίζουν οι φίλοι στα ιδανικά της εμφάνισης.

Ωστόσο υπάρχει και μια θετική πλευρά, αφού μπορεί να σημαίνει ότι οι νέοι δεν βρίσκονται απλώς στο έλεος των ιδανικών που επιβάλλουν τα μέσα ενημέρωσης, αλλά μπορούν συλλογικά να διαμορφώσουν τις δικές τους απόψεις.

Ο κίνδυνος τoυ «thinspiration»

Το είδος της κοινωνικής πλατφόρμας, στην οποία δραστηριοποιούνται τα παιδιά, παίζει επίσης ρόλο. Μια ανασκόπηση του 2022 διαπίστωσε ότι το Instagram και το Snapchat συνδέονταν πιο αρνητικά με την εικόνα του σώματος από ότι το Facebook, ενώ η λήψη και η επεξεργασία των σέλφι ήταν πιο επιζήμια από την ανάρτησή τους.

Δεν αποτελεί έκπληξη ότι το «thinspiration» ή «thinspo», το παγκόσμιο κοριτσίστικο φαινόμενο, που προωθεί το αδυνάτισμα και τη δίαιτα με εικόνες ανορεξίας (αποστεωμένα κορμιά, κάλτσες μέχρι το γόνατο και φαρδιά μπλουζάκια ), έδειξε επίσης αρνητικά αποτελέσματα (λόγω αρνητικών συγκρίσεων του εαυτού), όπως και οι αναρτήσεις, που προωθούν την καλή φυσική κατάσταση, και οι οποίες κατηγοριοποιήθηκαν ως «fitspiration».

Ωστόσο, η αρνητική εικόνα σώματος είναι προβληματική για πολλούς λόγους: «Η αυτοεκτίμηση είναι συχνά συνυφασμένη με τις προσωπικές αντιλήψεις για το σώμα», εξηγεί η Γιολίν Τρέκελς. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις γυναίκες και τα κορίτσια. Η αρνητική εικόνα σώματος είναι υψηλός προγνωστικός παράγοντας για διατροφικές διαταραχές και κατάθλιψη. Τα στατιστικά στοιχεία είναι απογοητευτικά. Εκτιμήσεις δείχνουν ότι έως και τα μισά κορίτσια σε προ-εφηβεία και εφηβεία αναφέρουν δυσαρέσκεια για το σώμα τους.

Μια αρνητική εικόνα σώματος στην παιδική ηλικία είναι επίσης πιθανό να επιμείνει και στην εφηβεία. Μια πρόσφατη έρευνα σε ενήλικες από τη φιλανθρωπική οργάνωση Butterfly, η οποία προσφέρει υποστήριξη για τις διατροφικές διαταραχές, διαπίστωσε ότι 93% αυτών που ανέπτυξαν δυσαρέσκεια για το σώμα τους νωρίς, είπαν ότι χειροτέρεψε κατά την εφηβεία.

Τα κορίτσια κινδυνεύουν περισσότερο;

Συχνά φαίνεται ότι τα κορίτσια επηρεάζονται περισσότερο όσον αφορά στην εικόνα του σώματος, πράγμα που εν μέρει μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι υπάρχει περισσότερη έρευνα για τα κορίτσια, καθώς και στο πόσο συστηματικά και από νωρίς το γυναικείο σώμα γίνεται αντικείμενο και σεξουαλικοποιείται. Ωστόσο, η αναδυόμενη έρευνα σε αγόρια δείχνει παρόμοιο επίπεδο δυσαρέσκειας, αν και τα ιδανικά για το σώμα τους τείνουν να είναι διαφορετικά, εστιάζοντας, για παράδειγμα, περισσότερο στο να θέλουν να είναι μυώδες.

«Πραγματικά όλοι μπορούν να βιώσουν σωματική δυσαρέσκεια. Δεν έχει σημασία πώς μοιάζεις εξωτερικά, είναι το πώς σκέφτεσαι και αισθάνεσαι μέσα σου», λέει στο BBC η Στέφανι Νταμιάνο, από την Butterfly. Η Γιολίν Τρέκελς έχει παρατηρήσει παρόμοιες τάσεις: «Γενικά, βρίσκουμε περισσότερες ή ισχυρότερες επιπτώσεις στα κορίτσια παρά στα αγόρια. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι και τα αγόρια δεν είναι ευάλωτα στο να βιώσουν αυτές τις επιρροές».

Ενας λόγος θα μπορούσε να είναι το γεγονός ότι από μικρή ηλικία, τα κορίτσια και τα αγόρια κοινωνικοποιούνται διαφορετικά. Τα κορίτσια συχνά λένε ότι η κοινωνική τους αξία εξαρτάται από το πόσο ελκυστικά είναι, ενώ για τα αγόρια έχει σημασία αν είναι δυνατά και το σώμα τους λειτουργικό, λέει η Ρέιτσελ Ρότζερς, «κάτι που είναι ένα πολύ διαφορετικό μήνυμα».

Η υποστήριξη της οικογένειας κάνει τη διαφορά

Τι μπορούν, όμως, να κάνουν οι γονείς για να αντιμετωπίσουν αυτά τα μηνύματα και να καλλιεργήσουν στα παιδιά τους μια πιο γενναιόδωρη, θετική και ενδυναμωτική εικόνα σώματος;

Πρώτον, όπως δείχνουν τα στοιχεία, έχει σημασία ο τρόπος με τον οποίο οι ενήλικες μιλούν για σώματα όταν είναι μαζί με παιδιά: «Θα θέλαμε να ενθαρρύνουμε τους γονείς ή τους εκπαιδευτικούς να μην κάνουν σχόλια σχετικά με την εικόνα του σώματος, ακόμα κι αν είναι θετικά», λέει η Σίαν ΜακΛέιν.

Αντίθετα, οι γονείς θα πρέπει να επικεντρωθούν σε αυτά που ενδιαφέρουν και απολαμβάνουν να κάνουν τα παιδιά τους, δίνοντας «περισσότερη αξία στο ποιοι είναι και στις ιδιαίτερες δεξιότητες και τα ταλέντα τους και λιγότερο στο πώς μοιάζουν», τονίζει η Στέφανι Νταμιάνο. Αυτό βοηθά τα παιδιά να αποκτήσουν μια αίσθηση ικανοποίησης και αυτοεκτίμησης, που δεν συνδέεται με την εμφάνισή τους. Μπορεί επίσης να σημαίνει ότι οι γονείς χρειάζεται να δουλέψουν πάνω στη δική τους αυτοαντίληψη και αυτοεκτίμηση, δεδομένου ότι η έρευνα δείχνει πόσο εύκολο είναι να μεταδώσουν τις ανασφάλειές τους.

Η Νταμιάνο συνιστά επίσης στους γονείς να αποφεύγουν να μιλούν για βάρος ή να λένε συνεχώς στα παιδιά να τρώνε πιο υγιεινά τρόφιμα. «Οσο περισσότερο επικεντρωνόμαστε στο μεγαλύτερο βάρος ως πρόβλημα ή σε ορισμένες τροφές ως “κακές”, τόσο περισσότερες ενοχές, ντροπή και δυσαρέσκεια είναι πιθανό να νιώσουν τα παιδιά», λέει.

Αντίθετα, οι γονείς μπορούν να μιλούν για την άσκηση ως σημαντική για τη γενική υγεία και ευεξία, παρά ως τρόπο απώλειας βάρους. Οι οικογένειες μπορούν επίσης να κανονικοποιήσουν την κατανάλωση υγιεινών γευμάτων, αντί να λένε ανοιχτά ότι συγκεκριμένες τροφές είναι κακές. Σε όλους μας αρέσει τελικά μια λιχουδιά, επομένως φαίνεται αντιπαραγωγικό να μάθουμε στα παιδιά να νιώθουν ενοχή όταν τρώνε κάτι απαγορευμένο. Στην πραγματικότητα, η απόλαυση λιχουδιών είναι το κλειδί για μια υγιή στάση απέναντι στο βάρος. Η παρακολούθηση προγραμμάτων μαγειρικής στην τηλεόραση με υγιεινά τρόφιμα, μπορεί επίσης να ενθαρρύνει διακριτικά τα παιδιά να τρώνε πιο υγιεινά.

Οι οικογενειακές σχέσεις μπορούν να παίξουν σημαντικό θετικό ρόλο: μια μελέτη έδειξε ότι μια καλή σχέση μεταξύ των μητέρων και των εφήβων παιδιών τους μπορεί να μειώσει τις αρνητικές συνέπειες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στη δυσαρέσκεια του σώματος. Ο περιορισμός του χρόνου που σπαταλούν τα παιδιά στα social media μπορεί να μειώσει τις «συγκρίσεις εμφάνισης» και να βελτιώσει την ψυχική υγεία τους.

«Ο τρόπος με τον οποίο οι γονείς δίνουν νόημα σε αυτό που βλέπει το παιδί», είναι επίσης πολύ σημαντικός, λέει η Ρέιτσελ Ρότζερς, καθώς μπορεί να βοηθήσει ένα παιδί να αποκωδικοποιήσει τι δείχνουν πραγματικά οι εικόνες. Και φυσικά, δεν είναι όλα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κακά· μπορούν, επίσης να αποτελέσουν πηγή δημιουργίας κοινότητας και ενθάρρυνσης.

Ακόμη, χρήσιμη μπορεί να είναι και η συνεργασία των γονέων με τα σχολεία. Το πρόγραμμα Butterfly Body Bright στην Αυστραλία βοηθά τα παιδιά του δημοτικού σχολείου να αναπτύξουν θετική εικόνα σώματος και επιλογές τρόπου ζωής. Σε ένα πιλοτικό πρόγραμμα, η εικόνα του σώματος των παιδιών βελτιώθηκε μετά από ένα μάθημα. Τα προγράμματα παρέμβασης που εστιάζουν στην οικοδόμηση της αυτοεκτίμησης έχουν επίσης δείξει επιτυχία. Ο προβληματισμός σχετικά με αυτά τα προγράμματα και τα μηνύματά τους μπορεί, εξάλλου, να βοηθήσει τους γονείς να εξετάσουν τα δικά τους στερεότυπα για το βάρος και το σώμα και να απορρίψουν μακροχρόνιες, επιβλαβείς πεποιθήσεις.

Οσο για το τι μπορούμε να κάνουμε στο σπίτι, μια εύκολη αλλαγή είναι να κάνουμε μια παύση κάθε φορά που πρόκειται να επαινέσουμε την εμφάνιση ενός παιδιού, και να σκεφτούμε κάτι άλλο που μας αρέσει σε αυτό και θέλουμε να το μάθει. Για παράδειγμα, αντί να πούμε «Λατρεύω το φόρεμά σου», θα μπορούσαμε απλώς να χαμογελάσουμε και να πούμε πόσο ωραίο είναι να το βλέπουμε και πόσο διασκεδαστικό είναι να είμαστε μαζί του.