Ναι, η ραγισμένη καρδιά μπορεί να οδηγήσει σε θάνατο
Ναι, η ραγισμένη καρδιά μπορεί να οδηγήσει σε θάνατο
Σύμφωνα με μια νέα μελέτη, είναι πραγματικά δυνατό να πεθάνει κανείς αν ραγίσει η καρδιά του. Ερευνητές διαπίστωσαν ότι η έντονη και παρατεταμένη θλίψη μετά τον θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου μπορεί να συντομεύσει τη ζωή, γράφει στους Times του Λονδίνου η Κάγια Μπέρτζες, επιστημονική ανταποκρίτρια της βρετανικής εφημερίδας.
Οι επιστήμονες υποστηρίζουν, ωστόσο, ότι η αναζήτηση θεραπείας πένθους θα μπορούσε να βοηθήσει στη μείωση της ζημιάς που έχει προκαλέσει μια απώλεια στην ψυχική και σωματική υγεία.
Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Frontiers, αναφέρει ότι όσοι βιώνουν πολύ έντονη θλίψη μετά τον θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου και διαπιστώνουν ότι ο πόνος τους δεν έχει μετριαστεί με την πάροδο του χρόνου, ακόμη και τρία χρόνια αργότερα, έχουν σχεδόν διπλάσιες πιθανότητες να πεθάνουν μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια σε σύγκριση με όσους βιώνουν «χαμηλά επίπεδα συμπτωμάτων πένθους».
Από το 2012, ερευνητές από τη Δανία παρακολούθησαν 1.735 άνδρες και γυναίκες που είχαν χάσει ένα αγαπημένο τους πρόσωπο. Η μέση ηλικία τους ήταν 62 ετών και τα δύο τρίτα από αυτούς είχαν χάσει πρόσφατα έναν σύντροφο, το 27% έναν γονέα και το 7% μια άλλη «αγαπημένη σχέση».
Οι συμμετέχοντες στην έρευνα ήταν υπό παρακολούθηση για δέκα χρόνια και συμπλήρωσαν πολλά ερωτηματολόγια κατά τη διάρκεια αυτού του χρονικού διαστήματος σχετικά με τις εμπειρίες τους.
Οι ερευνητές εντόπισαν πέντε «τροχιές πένθους»
Από τους ερωτηθέντες, το 38% είχε «επίμονα χαμηλά επίπεδα συμπτωμάτων πένθους». Αυτό δεν σήμαινε απαραίτητα ότι ήταν λιγότερο αναστατωμένοι από την απώλειά τους, αλλά ότι η εκδήλωση του πένθους τους είχε λιγότερο έντονο αντίκτυπο στην καθημερινή ζωή τους.
Ενα άλλο 18% είχε «υψηλά αλλά μειούμενα» συμπτώματα πένθους, ενώ το 29% είχε «μέτρια αλλά μειούμενα» συμπτώματα. Ενα άλλο 9% ξεκίνησε με χαμηλότερα επίπεδα συμπτωμάτων, τα οποία στη συνέχεια αυξήθηκαν και κορυφώθηκαν περίπου έξι μήνες μετά την απώλειά τους, προτού μειωθούν ξανά.
Αλλά το 6% ταξινομήθηκε ως έχον «υψηλά» συμπτώματα πένθους, που παρέμειναν σε «επίμονα αυξημένα επίπεδα», χωρίς να παρουσιάζουν καμία μείωση.
Οσοι βρίσκονταν στην υψηλότερη κατηγορία πένθους είχαν 88% περισσότερες πιθανότητες να πεθάνουν εντός των δέκα ετών της μελέτης, σε σύγκριση με όσους βρίσκονταν στη χαμηλότερη κατηγορία.
«Εχουμε βρει μια σύνδεση μεταξύ υψηλών επιπέδων συμπτωμάτων πένθους και υψηλότερων ποσοστών καρδιαγγειακών παθήσεων, προβλημάτων ψυχικής υγείας, ακόμη και αυτοκτονίας. Αλλά η συσχέτιση με τη θνησιμότητα θα πρέπει να διερευνηθεί περαιτέρω», δήλωσε στους Times η δρ Μέτε Κγιέργκααρντ Νίλσεν, μέλος της ερευνητικής μονάδας Γενικής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Ααρχους της Δανίας.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι σε όσους βίωσαν το πιο έντονο πένθος ήταν πιο πιθανό να έχει συνταγογραφηθεί θεραπεία ψυχικής υγείας πριν από την απώλειά τους, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι ιατροί είναι σε θέση να εντοπίζουν όσους διατρέχουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο να υποφέρουν από οξύ και παρατεταμένο πένθος μετά την απώλεια αγαπημένου προσώπου τους.
«Ενας γενικός ιατρός θα μπορούσε να αναζητήσει προηγούμενα σημάδια κατάθλιψης και άλλων σοβαρών ψυχικών παθήσεων», δήλωσε η Νίλσεν. «Στη συνέχεια, μπορεί να προσφέρει σε αυτούς τους ασθενείς εξατομικευμένη παρακολούθηση γενικής ιατρικής ή να τους παραπέμψει σε έναν ιδιωτικό ψυχολόγο ή σε δευτεροβάθμια φροντίδα. Ο γενικός ιατρός μπορεί επίσης να προτείνει ένα ραντεβού παρακολούθησης πένθους με επίκεντρο την ψυχική υγεία».
Η μελέτη δεν εξέτασε αν όσοι αναζήτησαν θεραπεία μετά το πένθος τους παρουσίασαν μείωση του κινδύνου θνησιμότητας, αλλά η Νίλσεν δήλωσε: «Θα έλεγα ότι μπορεί να ωφεληθούν από μια συγκεκριμένη θεραπεία πένθους».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
