3011
| CreativeProtagon

Γιατί τρελαίνονται οι δισεκατομμυριούχοι;

Protagon Team Protagon Team 28 Ιουνίου 2025, 21:00

Γιατί τρελαίνονται οι δισεκατομμυριούχοι;

Protagon Team Protagon Team 28 Ιουνίου 2025, 21:00

Ο Ντέιβιντ Φραμ, δημοσιογράφος του περιοδικού The Atlantic και συγγραφέας 10 βιβλίων, μεταξύ των οποίων τα «Trumpocracy» (2018) και «Trumpocalypse» (2020), ξεκινά το επεισόδιο του podcast του «The David Frum Show» με τίτλο «Why Do Billionaires Go Crazy?» με ένα σχόλιο για τα πρόσφατα πλήγματα στο Ιράν, με τα οποία ο Ντόναλντ Τραμπ εκπλήρωσε στην ουσία δεσμεύσεις προηγούμενων αμερικανών προέδρων, που υποστήριζαν ότι οι ΗΠΑ δεν θα επέτρεπαν τη δημιουργία μιας ιρανικής πυρηνικής βόμβας.

Στο απομαγνητοφωνημένο επεισόδιο, που δημοσιεύεται ολόκληρο στην ιστοσελίδα του περιοδικού, ο Φραμ τονίζει ότι ο Τραμπ, ο οποίος έχει ήδη καταχραστεί την εξουσία σε καιρό ειρήνης, είναι τώρα πρόεδρος σε καιρό πολέμου, ένας ρόλος που θα του επιτρέψει να ασκήσει ακόμη μεγαλύτερες εξουσίες και να προκαλέσει ακόμη μεγαλύτερη ζημιά.

Στη συνέχεια συζητά με την Τίνα Μπράουν για τις αποπροσανατολιστικές επιπτώσεις του ακραίου πλούτου, για το πώς οι δισεκατομμυριούχοι αυτού του κόσμου συχνά αποστασιοποιούνται από την πραγματικότητα, πώς η φιλανθρωπία χρησιμοποιείται για την εδραίωση της εικόνας και της επιρροής τους και πώς η προσωπική εμπειρία της με τον Τραμπ τής επέτρεψε να κατανοήσει το εγώ και την εξέλιξή του.

Να σημειωθεί ότι η Τίνα Μπράουν έχει διανύσει μια σπουδαία πορεία στον χώρο της δημοσιογραφίας και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Το ταλέντο της αναγνωρίστηκε νωρίς, όταν ήταν φοιτήτρια στην Οξφόρδη. Στη συνέχεια της δόθηκε η ευκαιρία να αναβιώσει το ετοιμοθάνατο περιοδικό Tattler και να το μετατρέψει σε πρότυπο για τα μεγάλα glossy περιοδικά των δεκαετιών του 1980 και του 1990. Ανέστησε τον ανενεργό τίτλο Vanity Fair και τον έκανε –για άλλη μια φορά– πραγματικό αμερικανικό θεσμό. Μεταξύ πολλών άλλων καινοτομιών, δε, εκσυγχρόνισε το περιοδικό The New Yorker προσθέτοντάς του φωτογραφίες, κάτι που παλιά θεωρούνταν κάτι μεταξύ βλασφημίας και αίρεσης, σημειώνει ο Φραμ στο Atlantic.

Στη συνέχεια εφηύρε το περιοδικό Talk, μια από τις μεγάλες δημοσιογραφικές καινοτομίες των αρχών της δεκαετίας του 2000, δημιούργησε την ιστοσελίδα Daily Beast, ίδρυσε την πλατφόρμα live δημοσιογραφίας Women in the World, έγραψε έξι βιβλία, μεταξύ των οποίων και το «Vanity Fair Diaries», και τώρα γράφει το (πολυμορφικό) ημερολόγιό της Fresh Hell Substack, ένα newsletter που μετράει ήδη περίπου 40.000 συνδρομητές.

Στον τερατώδη κόσμο του Τραμπ

Βρισκόμαστε πλέον σε έναν διαφορετικό κόσμο, σημειώνει ο Ντέιβιντ Φραμ στο Atlantic: οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν χτυπήσει το Ιράν, κάτι που απαιτεί έναν νέο τρόπο σκέψης και νέες προσεγγίσεις. Για πολλούς Αμερικανούς τίποτα δεν έχει αλλάξει πολιτικά, λέει ο διακεκριμένος δημοσιογράφος. Εναντιώθηκαν στον Τραμπ πριν από τον πόλεμο και αντιτίθενται στον Τραμπ τώρα, που οδήγησε τη χώρα σε πόλεμο. Για όσους, όμως, συγκαταλέγονται στον χώρο της Κεντροδεξιάς ή στην πλευρά του «Ποτέ Τραμπ», τα πράγματα είναι λίγο πιο περίπλοκα.

Ανάμεσα στους λόγους που ο Ντέιβιντ Φραμ και άνθρωποι σαν αυτόν εναντιώθηκαν στον Ντόναλντ Τραμπ δεν ήταν μόνο η περιφρόνησή του για τη δημοκρατία, η προσπάθειά του να ανατρέψει τις εκλογές του 2020, ο αυταρχισμός και η διαφθορά του. Είχαν επίσης πολύ συγκεκριμένες πολιτικές ανησυχίες, υποστηρίζει ο αμερικανός δημοσιογράφος, ο οποίος οδηγήθηκε στην πολιτική Δεξιά από την πίστη του στην αμερικανική παγκόσμια ηγεσία, μια ηγεσία πρόθυμων εταίρων και συμμάχων, βασισμένη στον σεβασμό, στο αμοιβαίο όφελος και στο εμπόριο.

Ωστόσο ο Ντόναλντ Τραμπ απέρριψε όλες αυτές τις ιδέες. Το όραμά του είναι αυτό μιας Αμερικής απομονωμένης και μόνης, μιας Αμερικής που κυριαρχεί, μιας Αμερικής που μπορεί να τη φοβούνται αλλά δεν τη σέβονται και σίγουρα δεν τη συμπαθούν ούτε την εμπιστεύονται, επειδή δεν συμπαθούν ούτε εμπιστεύονται εκείνον. Αυτή η λογική επικράτησε κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του και στους πρώτους μήνες της δεύτερης.

Αλλά χτυπώντας το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, υποστηρίζοντας το Ισραήλ που βρίσκεται σε πόλεμο υπερασπιζόμενο τον εαυτό του, ο Ντόναλντ Τραμπ έκανε κάτι που είναι λίγο-πολύ σύμφωνο με αυτό που θα μπορούσε να είχε κάνει ένας πρόεδρος Μακέιν ή ένας πρόεδρος Ρόμνεϊ, το είδος της δράσης που, αν είχε γίνει από εκείνους, ο Φραμ και οι όμοιοί του (Ρεπουμπλικανοί) θα το είχαν υποστηρίξει. Σήμερα, λοιπόν, είναι σε δίλημμα: Ενας πρόεδρος τον οποίο φοβούνται και απορρίπτουν, και τον οποίο θεωρούν απειλή για την αμερικανική δημοκρατία, αυτή τη φορά έκανε κάτι σύμφωνο με τις καθιερωμένες αξίες των Ρεπουμπλικανών, τις καθιερωμένες αρχές της αμερικανικής παγκόσμιας ηγεσίας, αντί να τις περιφρονεί και να τις απορρίπτει.

«Τι κάνουμε, λοιπόν, και πώς το σκεφτόμαστε αυτό;», αναρωτιέται ο Ντέιβιντ Φραμ. Ξεχνάμε ότι αυτός ο πρόεδρος είναι ανάξιος και αναξιόπιστος ή μήπως απορρίπτουμε τις προηγούμενες αρχές μας σχετικά με το ποιος θα πρέπει να είναι ο ρόλος της Αμερικής στον κόσμο; Και αντιτιθέμεθα σε αυτή την τελευταία πράξη, την οποία θα είχαμε υποστηρίξει αν είχε γίνει από έναν άλλον πρόεδρο, αλλά την απορρίπτουμε επειδή έγινε από έναν πρόεδρο που απορρίπτουμε;

Ο Ντόναλντ Τραμπ παραμένει ένας επικίνδυνος και απαράδεκτος ηγέτης των Ηνωμένων Πολιτειών, εχθρός της δημοκρατίας και εχθρός του ρόλου της Αμερικής στον κόσμο, και τώρα οδηγεί τη χώρα σε πόλεμο, τονίζει ο Ντέιβιντ Φραμ στο Atlantic. Τώρα, λέει, ελπίζουμε ότι αυτός ο πόλεμος θα είναι σύντομος και αποφασιστικός, ότι το χτύπημα στις ιρανικές εγκαταστάσεις θα είναι ένα και ολοκληρωμένο, οι εγκαταστάσεις θα καταστραφούν, το πυρηνικό πρόγραμμα θα τερματιστεί (όπως ήθελε κάθε πρόεδρος από τον Μπιλ Κλίντον και μετά,, επειδή ήταν ένα πρόγραμμα που στόχευε στην εξαφάνιση του κράτους του Ισραήλ και στη διάπραξη της Πράξης II της απόπειρας γενοκτονίας των Εβραίων που επιχείρησε ο Χίτλερ τη δεκαετία του 1940), και ότι τα πράγματα θα επιστρέψουν στον συνηθισμένο προγραμματισμό.

Αλλά θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι για την πιθανότητα να μην πραγματοποιηθούν αυτές οι ελπίδες. Οτι ο Τραμπ έχει ανοίξει τον δρόμο σε ένα νέο κεφάλαιο στην αμερικανική ιστορία, ότι η κατάσταση θα γίνεται όλο και πιο ασταθής, ότι οι Ιρανοί θα αντιδράσουν όχι μόνο με συμβατικά στρατιωτικά μέσα, αλλά και με μια εκστρατεία παγκόσμιας τρομοκρατίας εναντίον αμερικανικών συμφερόντων στις ΗΠΑ και αλλού, και ότι βρισκόμαστε στην αρχή μιας κατάστασης, όχι στο τέλος της. Δεν είναι πρόβλεψη, υποστηρίζει, αλλά μια πραγματική πιθανότητα. Ο Τραμπ μπορεί να έχει μετατρέψει τον εαυτό του σε πρόεδρο εν καιρώ πολέμου για πολύ καιρό ακόμα.

Και αν οι εξουσίες που έχει ασκήσει ο Τραμπ σε καιρό ειρήνης ήταν πρωτοφανείς, σε γενικές γραμμές, σκεφτείτε τι θα κάνει σε καιρό πολέμου και χωρίς την άδεια του Κογκρέσου. Ετσι, μια προεδρία που ήταν επικίνδυνη προηγουμένως, γίνεται ακόμη πιο επικίνδυνη τώρα. Αλλά ο πόλεμος που ξεκίνησε ήταν απαραίτητος και τα πράγματα που έκανε ήταν πράγματα που θα είχε κάνει ένας κανονικός πρόεδρος. Πρέπει λοιπόν να βρούμε τρόπους να παραμείνουμε πιστοί και στις δύο αρχές μας σχετικά με την αμερικανική ηγεσία, χωρίς να μετριάζεται ούτε στο ελάχιστο η επιφυλακτικότητά μας για το είδος του προέδρου που είναι ο Ντόναλντ Τραμπ, τονίζει ο Φραμ.

Ο Τραμπ θέλει και απαιτεί πάντα να του λένε «ευχαριστώ», επισημαίνει ο δημοσιογράφος του Atlantic.  Του απευθύνει, λοιπόν, τις δικές του ευχαριστίες για τη δράση κατά των ιρανικών πυρηνικών εγκαταστάσεων: «Σας ευχαριστώ, πρόεδρε Τραμπ, που κάνατε κάτι σωστό για μια φορά στην άστοχη προεδρία σας, ακόμα κι αν το κάνατε με έναν αυθάδη και ανεύθυνο τρόπο», λέει.

«Εννοώ ότι η ιδέα να ενημερώσετε μόνο τους Ρεπουμπλικανούς εκπροσώπους σε Βουλή και Γερουσία, και όχι και τους Δημοκρατικούς, όπως θα έκανε οποιοσδήποτε πρόεδρος πριν από εσάς, είναι απλώς βλακώδης και άξεστη και αγενής και προσβλητική και αδικαιολόγητη», προσθέτει, τονίζοντας ότι ο Τραμπ οδηγεί μια ενωμένη χώρα σε σύγκρουση και διχασμό. Επισημαίνει, δε, ότι ενώ η δουλειά γίνεται από Αμερικανούς όλων των απόψεων, όλων των φυλών και από κάθε υπόβαθρο, ο υπουργός Αμυνας δεν θυμήθηκε ότι υπήρχε και μια γυναίκα πιλότος σε ένα από τα B-2, αναφερόμενος μόνο στα «αγόρια μας». Τι ανάγκη υπάρχει για τέτοιου είδους άσκοπη προσβολή, αναρωτιέται ο δημοσιογράφος του Atlantic.

Τονίζει, δε, και πάλι ότι η ηγεσία των ΗΠΑ είναι αναξιόπιστη και επικίνδυνη, και τώρα υπάρχει ένας διαρκής και πιθανώς αυξανόμενος κίνδυνος να χρησιμοποιήσει αυτή τη σύγκρουση για να επεκτείνει τις εξουσίες της και να κάνει παράνομα πράγματα με παράνομους τρόπους. Κανείς δεν πρέπει να παραβλέψει ότι ο Τραμπ θα προσπαθήσει να καταχραστεί τις εξουσίες του πολέμου για να δημιουργήσει στη χώρα μια ατμόσφαιρα εχθρότητας προς τα δικαιώματα, την ορθή διαδικασία και την ελευθερία του λόγου, ακόμα χειρότερη από αυτήν που επικράτησε μόλις στο πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους, στην αρχή της προεδρίας του.

Το μυστικό του αεροπλάνου

Είναι γνωστό ότι σύγχρονοι δισεκατομμυριούχοι και πάρα πολλές από τις ηγετικές προσωπικότητες των αμερικανικών επιχειρήσεων και θεσμών σήμερα, είναι «τρελοί» (εμείς ας το διατυπώσουμε πιο κομψά: ψυχικά διαταραγμένοι). Σύμφωνα, δε, με τη  θεωρία της Τίνα Μπράουν «όλα ξεκινούν με το ιδιωτικό αεροπλάνο και από εκεί συνεχίζονται», πράγμα που πιστεύει «ακράδαντα», όπως λέει η διάσημη δημοσιογράφος και εκδότρια, μιλώντας στο podcast του Ντέιβιντ Φραμ. Μάλιστα σε ένα από τα εξαιρετικά κείμενά της στο newsletter της Fresh Hell, η Μπράουν εξηγεί τι πάει στραβά με αυτούς τους τύπους: «Αφού πέταξα μερικές φορές με το ιδιωτικό αεροπλάνο πάμπλουτων φίλων, είμαι πεπεισμένη ότι είναι η πιο σαγηνευτική εμπειρία στον κόσμο. Συνειδητοποιείς ότι δεν υπάρχει κανείς που δεν θα σκότωνες, δεν θα πρόδιδες ή δεν θα κοιμόσουν μαζί του για να εξασφαλίσεις μια ζωή πολυτελούς ανακούφισης μακριά από τη δυσάρεστη αγκαλιά των μέσων μαζικής μεταφοράς», γράφει.

Για σκεφτείτε, λοιπόν, πόσα στελέχη επιχειρήσεων έχουν πετάξει με το αεροπλάνο του διευθυντή της εταιρίας μαζί με τις οικογένειές τους, αλλά και πόσοι πολιτικοί βρέθηκαν στα ιδιωτικά τζετ υπέρ-πλούσιων φίλων (όπως ο παιδόφιλος Επσταϊν, για παράδειγμα), βυθίστηκαν στο απαλό δέρμα των καθισμάτων, απόλαυσαν το ποτό που τους έφερε ο αεροσυνοδός (που ήξερε τι τους αρέσει), προσγειώθηκαν σε κάποιο πανέμορφο μέρος και μπήκαν σε ένα θηριώδες αυτοκίνητο που τους μετέφερε με ιλιγγιώδη ταχύτητα σε μια πολυτελή θαλαμηγό ή ποιος ξέρει πού αλλού.

Αυτές οι εμπειρίες σε αλλάζουν για μια ζωή, υποστηρίζει η Τίνα Μπράουν. Αυτό είναι το θέμα. Και μόλις το βιώσουν αυτό, δεν μπορούν πια να κάνουν πίσω (υπάρχουν, βέβαια, κάποιες ελάχιστες εξαιρέσεις, αλλά ξέρουμε ότι οι εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα). Το ιδιωτικό αεροπλάνο γίνεται όλο και πιο σημαντικό και τελικά  κυριαρχεί στα πάντα.

«Νομίζω», λέει η Τίνα Μπράουν, «ότι οι περισσότεροι από αυτούς τους πολύ επιτυχημένους δισεκατομμυριούχους, μόλις μπορέσουν να απεγκλωβιστούν από την πραγματική δουλειά -το είδος της λεπτής, βρώμικης διαδικασίας του να βγάζεις χρήματα, ας πούμε- τότε είναι που αρχίζουν πραγματικά να τα χάνουν». Εκτός κι αν τους αρέσει πραγματικά η δουλειά τους, οπότε τους κρατάει προσγειωμένους. Αυτή είναι η θεωρία της και αναφέρει το παράδειγμα του Γουόρεν Μπάφετ, ο οποίος «δεν έχασε ποτέ την αίσθηση της λογικής του».

Η διακεκριμένη βρετανο-αμερικανίδα δημοσιογράφος υποστηρίζει ακόμα ότι «αυτό που τους έχει πραγματικά τρελάνει όλους πρόσφατα είναι οι αριθμοί, το μέγεθος των ψηφιακών περιουσιών. Νομίζω, ότι –πάντα- υπήρχε ένας τεράστιος φθόνος για τον πλούτο. Και στην πραγματικότητα, οι δημοσιογράφοι πλήττονται ιδιαίτερα από τον φθόνο του πλούτου επειδή περνούν πάρα πολύ χρόνο κάνοντας παρέα και ρεπορτάζ για ανθρώπους με πολύ περισσότερα χρήματα από αυτά που έχουν οι ίδιοι. Τώρα, φυσικά, οι δημοσιογράφοι ουσιαστικά περιφέρονται ως επαίτες με τενεκεδένια ποτηράκια, προσπαθώντας να βρουν μερικά δολάρια εδώ κι εκεί, οπότε νιώθουν, ιδιαίτερη οργή για το πόσο καλύτερα είναι οι άλλοι».

Τα στελέχη των τραπεζών, για παράδειγμα, πάντα είχαν τεράστια χρηματικά ποσά. Στις αρχές στον αιώνα, λέει, υπήρχαν άνθρωποι με ενα δισ. δολάρια και άνθρωποι με 40 εκατ. δολάρια μπόνους ετησίως και ούτω καθεξής. «Αλλά οι ψηφιακές περιουσίες, όπως του Μασκ, του Μπέζος, του Ζάκερμπεργκ και όλων αυτών, βρίσκονται σε πολύ διαφορετικό επίπεδο. Κάνουν τους πάντες να νιώθουν φτωχοί. Και τώρα όλοι είναι εντελώς εμμονικοί», υποστηρίζει, επισημαίνοντας ότι «το ένα δισ. δολάρια δεν είναι πλέον επίτευγμα. Πρέπει να έχει κανείς διψήφιο ποσό δισεκατομμυρίων για να νιώσει ότι είναι έστω και στο ελάχιστο στην ίδια κατηγορία με αυτούς τους ανθρώπους».

Θέλοντας, δε, να «εμψυχώσει» τους δημοσιογράφους, ο Ντέιβιντ Φραμ επισημαίνει ότι οι «θυμωμένοι» δισεκατομμυριούχοι, που είναι τόσο πλούσιοι ώστε και τα δισέγγονά τους θα εξακολουθούν να ανήκουν στους πλουσιότερους ανθρώπους της Αμερικής, το μόνο που σκέφτονται και επιθυμούν επιπλέον είναι «μια ανοησία στο Twitter», με άλλα λόγια περισσότερους ακολούθους. Ενας τέτοιος θυμωμένος τύπος, λοιπόν, με 175.000 ακολούθους, βλέπει τους 525.000 ακολούθους ενός δημοσιογράφου και λέει: «Αυτός ο τύπος, αυτός είναι το πρόβλημα»…

Ολα αυτά τα συμβολίζει  η «επανάσταση» του Ελον Μασκ, ο οποίος κατέστρεψε το Twitter αφαιρώντας το «blue check mark», επειδή ήταν πολύ θυμωμένος με τους ανταποκριτές των New York Times και της Washington Post, που είχαν το μπλε σήμα ελέγχου (το οποίο προοριζόταν για επαληθευμένους λογαριασμούς πολιτικών, δημοσιογράφων, διάσημων προσωπικοτήτων και άλλων δημοσίων προσώπων), ενώ δεν το είχαν οι δισεκατομμυριούχοι φίλοι του με τους 12.000 νεοναζί ακολούθους τους, και κατέστρεψε το Twitter, σπαταλώντας πάνω από 40 δισεκατομμύρια δολάρια για να το κάνει.

Η Τίνα Μπράουν συμφωνεί μαζί του και προσθέτει ότι «έχουν επίσης εμμονή με το προφίλ. Δηλαδή, οι άνθρωποι θέλουν πάντα αυτό που δεν έχουν, οπότε δεν αρκεί απλώς να είσαι ένας άγνωστος δισεκατομμυριούχος. Θέλεις επίσης να έχεις ένα podcast που κάποιος θα ακούει. Βγάζουν, λοιπόν, τις δικές τους συνεντεύξεις στο YouTube … αλλά κανείς δεν τις ακούει», πράγμα, αναμφίβολα, πολύ ενοχλητικό. Οι δύο συνομιλητές συμφωνούν, δε, ότι ο κόσμος είναι χειρότερος ειδικά λόγω όλων των δισεκατομμυριούχων κρυπτονομισμάτων.

Η Μπράουν λέει ακόμα ότι το  μόνο άλλο πράγμα που την τρελαίνει πραγματικά είναι ότι «αυτοί οι δισεκατομμυριούχοι δεν σέβονται, ουσιαστικά, αυτό που κάνουμε εμείς [οι δημοσιογράφοι], για παράδειγμα. Δεν το σέβονται με τον ίδιο τρόπο που δεν σέβεται τίποτα και καθόλου ο Τραμπ.  Νιώθουν σεβασμό για κάποιον που μπορεί να είναι εντελώς βλάκας, αλλά έχει 150 εκατομμύρια δολάρια, τα οποία στη συνέχεια μετατρέπει σε ένα δισ. δολάρια, αλλά δεν έχουν κανέναν σεβασμό για κάποιον που καταλαβαίνει την επιστήμη ή την υγεία ή που γράφει σπουδαία κείμενα ή οτιδήποτε άλλο. Οι δημοσιογράφοι -και οι συγγραφείς- βρίσκονται πραγματικά στον πάτο της πυραμίδας όσον αφορά τον σεβασμό τους από τις ψηφιακές περιουσίες της Σίλικον Βάλεϊ», τονίζει.

Αν δεν έχετε ένα δισεκατομμύριο δολάρια, η γνώμη σας δεν αξίζει να ακουστεί. Αυτό κάνει ο Τραμπ με τους δασμούς. Αυτό κάνουν οι μπράβοι του με τα εμβόλια, τονίζει ο Ντέιβιντ Φραμ θυμίζοντας ότι η κυβέρνησή του έχει σταματήσει την έρευνα για τη νόσο Αλτσχάιμερ και τη νόσο Πάρκινσον σε μια εποχή που οι ερευνητές είναι έτοιμοι για τεράστιες ανακαλύψεις, σε αυτούς τους τομείς.

Ενας ανεκδιήγητος, εκδικητικός πρόεδρος

Οταν η συζήτηση των δύο δημοσιογράφων στο podcast «The David Frum Show» έρχεται ειδικά στον Ντόναλντ Τραμπ («ανατριχιαστικός και βλάκας, αλλά πολύ διασκεδαστικός» σύμφωνα με την σύζυγο του Φραμ, Ντανιέλ, που κάθισε δίπλα του σε ένα δείπνο το 2006), η Τίνα Μπράουν υπογραμμίζει ότι αρχικά ήταν «ένας πολύ θρασύς τύπος, κάτι σαν καρικατούρα Νεοϋορκέζου». Τον γνώρισε σε ένα γεύμα που είχε δώσει η τότε σύζυγός του, Ιβάνα. Καθοταν κοντά του και κατέληξαν να μιλάνε μεταξύ τους: « Ξέρεις, πήγα στην όπερα. Ξέρεις, η Ιβάνα με έσυρε στην όπερα χθες το βράδυ. Δηλαδή, ποτέ ξανά. Ποιος νοιάζεται για τον Παβαρότι; Ξέρεις, ήταν πέντε ώρες», τέτοια πράγματα της έλεγε και την έκανε να γελάει. Ηταν αστείος. Ελεγε αυτά -ένα πράγμα στο οποίο ήταν πάντα καλός- που οι άνθρωποι σκέφτονται αλλά δεν λένε δημοσίως. Κακολογούσε την πρεμιέρα του Παβαρότι στη Met (Μητροπολιτική Οπερα της Νέας Υόρκης), κάτι που μπορεί να μην ήθελαν να το κάνουν άλλοι σε αυτόν τον κύκλο ανθρώπων, αλλά δεν τον ένοιαζε, και φώναζε από την άλλη πλευρά του τραπεζιού. Ηταν διασκεδαστικός, λέει η Μπράουν.

Τα πράγματα, όμως, άρχισαν να αλλάζουν, κατ’ αρχάς, την πρώτη φορά που τα οικονομικά του άρχισαν να πηγαίνουν κατά διαόλου, μετά την πρώτη του πτώχευση. Και ενώ μέχρι τότε η κάλυψη του Τραμπ στα περιοδικά ήταν πολύ αστεία και λαμπερή –με άρθρα για τη ζωή του και το στυλ του, με τη χρυσαφένια εσωτερική διακόσμηση, και τα πάρτι και όλα αυτά- το Vanity Fair ανέθεσε στη δημοασιογράφο Μαρί Μπρένερ να γράψει ένα άρθρο για τη στιγμή της χρεοκοπίας του. «Και πράγματι», λέει η Τίνα Μπράουν, η Μπρένερ «έγραψε ένα πολύ σκληρό κομμάτι, και μάλιστα είχε την εξαιρετική λεπτομέρεια που συνεχίζουν να αναδεικνύουν ακόμα και τώρα, ότι δηλαδή είχε ένα αντίγραφο των ομιλιών του Χίτλερ».

Οπως ήταν αναμενόμενο, ο Τραμπ μίσησε απόλυτα το άρθρο της. Και ένα βράδυ που «ήμασταν όλοι σε εκείνο το δείπνο στο “Tavern on the Green”, [η Μπρένερ] καθόταν εκεί με τη βραδινή τουαλέτα της, και καθώς αυτός πέρασε από πίσω της, ένιωσε κάτι κρύο να της συμβαίνει. Γύρισε, και είδε ότι ο Ντόναλντ Τραμπ είχε αδειάσει ένα ποτήρι κρασί στην πλάτη της», λέει η Τίνα Μπράουν περιγράφοντας το περιστατικό, που αναφέρει και στο βιβλίο της «The Vanity Fair Diaries (1983-1992».

«Εντάξει, ήταν μια στιγμή που είδε κανείς πόσο απίστευτα, εξωφρενικά εκδικητικός μπορούσε να γίνει όταν κάποιος παει εναντίον του, και την έριξε ένα απαίσιο βλέμμα. Νομίζω ότι το πραγματικό σκοτάδι έπεσε πράγματι -και οι άνθρωποι το έχουν ξαναπεί αλλά ήμουν εκεί εκείνο το βράδυ και το είδα-, όταν ο Ομπάμα του έκανε σκληρή κριτική στο περιβόητο δείπνο των ανταποκριτών στον Λευκό Οίκο λίγο πριν αποφασίσει πραγματικά να θέσει υποψηφιότητα», είπε η Τίνα Μπράουν και πρόσθεσε: «Καθόμουν πίσω από τον Τραμπ εκείνο το βράδυ και είδα τον λαιμό του να αλλάζει χρώμα από ανοιχτό σομόν σε σκούρο κόκκινο σχεδόν μωβ καθώς ήταν απόλυτα οργισμένος. Και νομίζω ότι αυτό που πραγματικά τον εξόργισε δεν ήταν απλώς αυτή η cool ελίτ που τον ισοπέδωσε -ξέρετε, το στυλ του Ομπάμα- αλλά ακριβώς αυτή η αίθουσα, γεμάτη, όπως το είδε, με τα φιλελεύθερα μέσα ενημέρωσης. Και όλοι γελούσαν μαζί του, καταλαβαίνετε; Και με τον Ομπάμα«.

»Νομίζω ότι επέστρεψε στο ξενοδοχείο του και απλώς χτύπησε τα μαξιλάρια, και είμαι σίγουρη ότι εκείνο το βράδυ τρελάθηκε. Επειδή έχει μια μεγάλη πληγή μέσα του, ένας Θεός ξέρει από τι, ίσως αποκρουστική εκπαίδευση στο γιογιό, γονική κακοποίηση. Αλλά το πραγματικό τραύμα του Τραμπ έχει σχέση με την ταπείνωση. Είναι πολύ ευάλωτος στον εξευτελισμό, πράγμα το οποίο ίσως προήλθε από το σχολείο. Πήγε σε εκείνη τη στρατιωτική σχολή, και ίσως δεχόταν συνεχώς εκφοβισμό. Ποιος ξέρει; Δεν νομίζω ότι έχουμε φτάσει πραγματικά στο βάθος της τεράστιας ευπάθειας του Τραμπ σε κάθε είδους κριτική και του πώς μπαίνει σε μια στάση επιθετική αν δει κάτι να έρχεται εναντίον του που το θεωρεί ασέβεια«.

»Και νομίζω ότι τότε έγινε πραγματικά πολύ σκοτεινός, και στη συνέχεια γινόταν όλο και πιο σκοτεινός επειδή ουσιαστικά χρειαζόταν να βρει τη “φυλή” του μια για πάντα. Και αυτή η φυλή ήταν άνθρωποι που ένιωθαν όπως αυτός, ταπεινωμένοι. Αυτή ήταν προφανώς η γένεση του MAGA. Αυτοί οι άνθρωποι που είχαν ταπεινωθεί, όπως ένιωθαν, από την ελίτ που τους υποτιμούσε συνεχώς. Νομίζω ότι δεν έχουν άδικο. Και μόλις βρήκε τη φυλή του, νομίζω ότι είδε το πραγματικό πολιτικό άνοιγμα για να την εκμεταλλευτεί, όπως συνεχίζει να κάνει έκτοτε», τόνισε μεταξύ άλλων η Τίνα Μπράουν.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...