Οι επισημάνσεις του οίκου Moody’s, που δεν μας αναβάθμισε, δεν ήταν αυτή τη φορά κακόπιστες και αξίζουν προσοχής | Shutterstock
Θέματα

Γιατί δεν ήρθε η Moody’s στο ελληνικό πάρτι

Στην κορυφή της λίστας των «πονοκεφάλων» που φρέναραν την αναβάθμιση, οι αργοί ρυθμοί της Δικαιοσύνης, οι μεταρρυθμίσεις, το παραγωγικό μοντέλο (πέραν του τουρισμού και του real estate) και το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Το ερώτημα των επενδύσεων που ανέβηκαν κατά 4% το 2023 έναντι πρόβλεψης για αύξηση 17,7%
Ζώης Τσώλης

Την ώρα που όλοι οι οίκοι αξιολόγησης (DBRS, Fitch IBCA, S&P) έδιναν από το περασμένο φθινόπωρο και μάλιστα μετ΄ επαίνων στην Ελλάδα την επενδυτική βαθμίδα και το διαβατήριο για να επιστρέψουν τα ομόλογα του Δημοσίου και των ελληνικών επιχειρήσεων στα επενδυτικά χαρτοφυλάκια όλου του κόσμου (συμπεριλαμβανομένων των κεντρικών τραπεζών), η απόφαση της Moody’s να μην συμμετέχει στο πάρτι, προβλημάτισε πολλούς.

Η απόφαση που ανακοινώθηκε την περασμένη Παρασκευή (αναλυτικά εδώ) να διατηρήσει αμετάβλητη την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας μας (στην κατηγορία Ba1), η οποία βρίσκεται ένα «σκαλοπάτι» κάτω από την επενδυτική βαθμίδα, ενώ αναγνωρίζει ότι η οικονομία μας σημειώνει ρυθμούς ανάπτυξης πολύ πάνω από το μέσο ευρωπαϊκό όρο και ότι προχώρησε στον εκσυγχρονισμό των δομών του Δημοσίου, αποτέλεσε μια παραφωνία στην εικόνα που υπάρχει στο εσωτερικό, αλλά κυρίως στους διεθνείς οργανισμούς (ΔΝΤ, ΟΟΣΑ και ΕΚΤ) για την πορεία της Ελλάδας.

Πηγές του υπουργείου Οικονομικών σημείωναν την Τρίτη ότι η Moody’s αναβάθμισε κατά δύο βαθμίδες μόλις πριν από έξι μήνες την Ελλάδα και πρόσθεταν πως στην έκθεση του οίκου αξιολόγησης αναγνωρίζεται η σημαντική πρόοδος που επιτεύχθηκε τα προηγούμενα χρόνια σε επτά διαφορετικούς τομείς (αναλυτικά εδώ).

Για τον προσεκτικό αναλυτή η έκθεση της Moody’s μπορεί να ξάφνιασε ακόμη και τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους, δεν είναι όμως αρνητική, κακόπιστη (όπως συνέβη σε άλλες εποχές), ούτε επιφανειακή. Οπως σημειώνουν παράγοντες που γνωρίζουν, καθώς συμμετείχαν ακόμη και στη συλλογή στοιχείων από τον ξένο οίκο «η έκθεση θέλει να αγγίξει την καρδιά των προβλημάτων ή των προκλήσεων για την ελληνική οικονομία»

Κι αυτά διακρίνονται σε δύο κατηγορίες:

Η μεταρρυθμιστική ορμή που έχει ανάγκη η οικονομία. Σε αυτό το πεδίο οι επισημάνσεις είναι σαφείς για την βραδυπορία του εκσυγχρονισμού της απονομής Δικαιοσύνης στην Ελλάδα. Το κυριότερο ζήτημα που έχει επανειλημμένα επισημανθεί χωρίς να επιλυθεί είναι ότι ο χρόνος που απαιτείται για να τελεσιδικήσει μια αστική διαφορά μπορεί να ξεπεράσει ακόμη και τα τρία χρόνια —και σε κάθε περίπτωση είναι η χειρότερη επίδοση στην ΕΕ. Εξίσου σημαντικό ζήτημα είναι η καθυστέρηση της ολοκλήρωσης του Κτηματολογίου, ένα εγχείρημα που ξεκίνησε πριν από 30 χρόνια (επί υπουργίας Κώστα Λαλιώτη) και ακόμη δεν έχει τελειώσει.

Οι προκλήσεις στο οικονομικό πεδίο. Η βασική επισήμανση είναι ότι η ανάπτυξη της οικονομίας δεν μπορεί να στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στον τουρισμό που παράγει το 10% του ΑΕΠ ετησίως και τη ναυτιλία μέσω της οποίας εισρέουν πόροι άνω του 8% του ΑΕΠ κάθε χρόνο. Αυτό που παρατηρούν οι αναλυτές του αμερικανικού οίκου αξιολόγησης είναι πως η βασική πρόκληση της οικονομίας είναι το μεγάλο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο το 2023 ναι μεν υποχώρησε, καθώς κάμφθηκαν οι διεθνείς τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, αλλά διατηρήθηκε κοντά στο 7,5% του ΑΕΠ. Η εμμονή των αναλυτών στο έλλειμα του ισοζυγίου αποδίδεται σε μια οικονομετρική παρατήρηση που δείχνει ότι μέσα στη διάρκεια του περασμένου έτους όσο αυξανόταν μήνα τον μήνα η τουριστική κίνηση, αυξανόταν παράλληλα και η καμπύλη των εισαγωγών.

Το ζήτημα των επενδύσεων

Το στοιχείο αυτό, σε συνδυασμό με την οριακή αύξηση των επενδύσεων (4% ολόκληρο το 2023 έναντι πρόβλεψης για αύξηση 17,7%) αναδεικνύουν το μείζον ίσως πρόβλημα της χώρας που είναι η ανάγκη διεύρυνσης της παραγωγικής βάσης και η συνακόλουθη αύξηση των εξαγωγών.

Βέβαια, η κατάσταση στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών δεν μπορεί να αλλάξει δραματικά τα επόμενα χρόνια. Το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αναμένεται από το 7,6% του ΑΕΠ το 2023 να αποκλιμακώνεται μεν, αλλά με αργούς ρυθμούς. Το 2024 αναμένεται να φτάσει το 6,7% του ΑΕΠ, το 2025 θα μειωθεί περαιτέρω στο 6,1% του ΑΕΠ, ενώ στο τέλος του 2026 αναμένεται να φτάσει στο 5,7% του ΑΕΠ.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι μέρος του ελλείμματος στο ισοζύγιο αγαθών προκαλείται από την ίδια την αξιοποίηση των κοινοτικών πόρων. Οι πολυάριθμες επενδύσεις που βρίσκονται αυτόν τον καιρό σε εξέλιξη, λόγω της εκτεταμένης αποβιομηχάνισης της χώρας τα τελευταία χρόνια, απαιτούν όλο και μεγαλύτερο όγκο εισαγωγών -κυρίως βαριών μηχανημάτων- για να υλοποιηθούν.

Τι μπορεί να κάνει η κυβέρνηση

Καθώς η επόμενη αξιολόγηση έχει προγραμματιστεί να γίνει το φθινόπωρο (μετά από τις ευρωεκλογές) και το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης θέλει να κλείσει οριστικά αυτό το ζήτημα και να βγάλει το «αγκάθι» της Moody’s από την γενικά θετική εικόνα που έχει η χώρα στο εξωτερικό και τους ξένους επενδυτές, ήδη σχεδιάζονται οι κινήσεις που πρέπει να γίνουν. Κι αυτές είναι:

—Η συνέχιση της οικονομικής πολιτικής με μέτρο ώστε να διασφαλιστεί η δημοσιονομική σταθερότητα. Ισως γι΄αυτό ο πρωθυπουργός είναι φειδωλός σε υποσχέσεις και έκτακτες παροχές, τις οποίες όλοι προεξοφλούσαν ότι θα δώσει το Πάσχα.

—Η ώθηση που πρέπει να δοθεί στις ρυθμίσεις κόκκινων δανείων από νοικοκυριά και επιχειρήσεις, αλλά η ένταση των πλειστηριασμών ώστε να ανακτηθούν από τα funds τα κεφάλαια για τα οποία μέχρι σήμερα εγγυάται το Δημόσιο μέσω του προγράμματος «ΗΡΑΚΛΗΣ». Κι αυτές οι εγγυήσεις είναι πολλές, ξεπερνούν τα 21 δισ. ευρώ.

—Η κάλυψη του επενδυτικού κενού στην οικονομία μέσω της ταχύτερης αξιοποίησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, το οποίο αποτέλεσε και το κεντρικό αφήγημα για την επιτάχυνση του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ, και της ενεργοποίησης του ΕΣΠΑ ώστε να διαχυθούν οι πόροι και στη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα.

—Η εξόφληση των οφειλών του Δημοσίου προς ιδιώτες (προμηθευτές, κατασκευαστές και εξαγωγικές επιχειρήσεις που δικαιούνται επιστροφή ΦΠΑ) καθώς το ποσό αυτό στο τέλος Δεκεμβρίου 2023 υπερέβαινε τα 2,1 δισ. ευρώ.

—Η ώθηση στις ιδιωτικές επενδύσεις που θα πρέπει να στηρίξουν την ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια. Μαζί με τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων αυτό θα συμβάλει στην άνοδο της δυνητικής ανάπτυξης και θα αντισταθμίσει σε κάποιο βαθμό τις αρνητικές επιπτώσεις από τα δυσμενή δημογραφικά στοιχεία.