Στην ελληνική μυθολογία η Διδώ ήταν πριγκίπισσα της αρχαίας πόλης του Λιβάνου Τύρου, η οποία ίδρυσε στη Βόρεια Αφρική την Καρχηδόνα. Η πριγκίπισσα είχε κληρονομήσει τον θρόνο από τον πατέρα της, μαζί με τον σύζυγό της Σιχαίο, ιερέα του Ηρακλή. Ο νεότερος αδελφός της όμως, ο Πυγμαλίων, δολοφόνησε τον Σιχαίο και κατέλαβε την εξουσία. Τότε η πανέξυπνη Διδώ πήρε τα πλούτη του συζύγου της και μαζί με μερικούς αφοσιωμένους Τύριους και δούλους κατέφυγε στις ακτές της Λιβύης.
Από εκεί πέρασε στη Νουμιδία (τη σημερινή Αλγερία και μέρος της Τυνησίας), όπου ίδρυσε τη φοινικική αποικία της Καρχηδόνας και μετά τον θάνατό της τιμήθηκε ως θεά. Σύμφωνα με την αρχαία ελληνική εκδοχή, όταν ο βάρβαρος βασιλιάς της Νουμιδίας Ιάρβας τη ζήτησε σε γάμο, η Διδώ, πιστή στη μνήμη του Σιχαίου, αρνήθηκε και για να αποφύγει τις συνέπειες ανέβηκε σε μια πυρά και αυτοκτόνησε με μαχαίρι.
Στην ουσία, η ιστορία της βασίλισσας των Φοινίκων είναι μια αφήγηση για το πώς εξαπλώθηκε ένας ισχυρός πολιτισμός, ενώ η ρωμαϊκή εκδοχή του μύθου περιέχει επιπλέον τα σπέρματα της παρακμής του. Οι ρωμαίοι ποιητές Ναίβιος και Εννιος άλλαξαν το τέλος της ιστορίας επιδιώκοντας να δικαιολογήσουν το άσπονδο μίσος των Καρχηδονίων για τους Ρωμαίους.
Ο Βιργίλιος, δε, ακολουθώντας τη δική τους εκδοχή, στο τέταρτο βιβλίο της «Αινειάδας» –ένα από τα πιο ζωντανά έπη της λατινικής λογοτεχνίας– περιγράφει τον τραγικό έρωτα της Διδούς με τον Αινεία όταν αυτός πέρασε από τη βορειοαφρικανική ακτή. Αρχικά ο Αινείας ανταποκρίθηκε στον έρωτά της, αλλά πήρε εντολή από τον Δία να φύγει για την Ιταλία και άρχισε να ετοιμάζεται να αναχωρήσει κρυφά. Η Διδώ το κατάλαβε και άναψε φωτιά μέσα στην οποία έριξε το ξίφος του, την εικόνα του και καθετί που μπορούσε να της θυμίζει την απιστία του. Στη συνέχεια ανέβηκε στη φωτιά και κάηκε.
Πριν πεθάνει, όμως, καταράστηκε τον Αινεία και έκανε έκκληση στους Καρχηδόνιους να τρέφουν μίσος κατά των απογόνων του. Αυτή η καταδικασμένη ερωτική σχέση της Διδούς με τον θρυλικό ιδρυτή της Ρώμης, τον οποίο καταριέται στη νεκρική πυρά της, προμηνύει τους Καρχηδονιακούς Πολέμους και το εκδικητικό πνεύμα του Αννίβα, που κορυφώνεται με την καταστροφή της Καρχηδόνας από τη Ρώμη το 146 π.Χ.
Μια γενετική μελέτη ανατρέπει παλαιότερες υποθέσεις
Το κατά πόσον υπήρξε η Διδώ αποτελεί αντικείμενο συζήτησης, όπως και το ερώτημα ποιοι ακριβώς ήταν οι Φοίνικες και πώς κατάφεραν να κυριαρχήσουν στη Μεσόγειο, δημιουργώντας στην πορεία έναν από τους πιο σημαντικούς ναυτικούς πολιτισμούς στην Ιστορία, γράφει στους λονδρέζικους Times ο Ιζαμπαρντ Γουίλκινσον, ανταποκριτής της βρετανικής εφημερίδας στη Μαδρίτη, με αφορμή μια μεγάλη γενετική μελέτη που φωτίζει την ταυτότητά τους και την επιτυχία τους, αμφισβητώντας μακροχρόνιες υποθέσεις.
Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο επιστημονικό περιοδικό Nature, αναφέρει ότι ο φοινικικός πολιτισμός εξαπλώθηκε σε όλη τη Μεσόγειο, όχι μέσω μαζικής μετανάστευσης μεγάλης κλίμακας, όπως πιστευόταν προηγουμένως, αλλά «μέσω μιας δυναμικής διαδικασίας πολιτισμικής μετάδοσης και αφομοίωσης».
Τον 6ο αιώνα π.Χ. η Φοινικική Καρχηδόνα (Punic Carthage κατά τους Ρωμαίους), παράκτια αποικία των Φοινίκων στη σημερινή Τυνησία, και οι κοινότητες με φοινικικό πολιτισμό που συνδέονταν ή κυβερνιόνταν από την Καρχηδόνα, είχαν πλέον αναδειχθεί σε κυρίαρχη δύναμη της κεντρικής και δυτικής Μεσογείου.
Η μελέτη διαπίστωσε ότι οι φοινικικοί πληθυσμοί είχαν ένα εξαιρετικά μεταβλητό και ετερογενές γενετικό προφίλ, με σημαντική καταγωγή από τη βόρεια Αφρική, τη Σικελία και το Αιγαίο. Το εύρημα είναι απροσδόκητο επειδή κατά τη διάρκεια των αιώνων οι Καρχηδόνιοι διατηρούσαν πολιτισμικούς δεσμούς με τις λεβαντίνικες ρίζες τους, μιλώντας μια σημιτική γλώσσα (όπως τα σύγχρονα αραβικά, τα μαλτέζικα ή τα εβραϊκά), χρησιμοποιώντας το φοινικικό αλφάβητο και λατρεύοντας τους χαναναίους θεούς των ιδρυτών τους.
«Βρήκαμε εκπληκτικά μικρή άμεση γενετική συνεισφορά των Λεβαντίνων Φοινίκων στους φοινικικούς πληθυσμούς της δυτικής και της κεντρικής Μεσογείου» δήλωσε ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης Χάραλντ Ρίνγκμπαουερ, γενετιστής του Ινστιτούτου Εξελικτικής Ανθρωπολογίας Μαξ Πλανκ και μέλος της ερευνητικής ομάδας του Κέντρου για την Αρχαιοεπιστήμη της Αρχαίας Μεσογείου, Max Planck-Harvard.
Η μελέτη υπογραμμίζει ότι στις φοινικικές τοποθεσίες της Καρχηδόνας κατοικούσαν άνθρωποι με πολύ διαφορετικά προφίλ καταγωγής. «Παρατηρούμε ένα γενετικό προφίλ στον καρχηδονιακό κόσμο που ήταν εξαιρετικά ετερογενές» δήλωσε ο Ντέιβιντ Ράιχ, καθηγητής Γενετικής και Ανθρώπινης Εξελικτικής Βιολογίας στο Χάρβαρντ, ο οποίος ήταν συν-επικεφαλής της εργασίας. Και πρόσθεσε: «Σε κάθε τοποθεσία οι άνθρωποι ήταν εξαιρετικά διαφορετικοί ως προς την καταγωγή τους, με τη μεγαλύτερη γενετική πηγή να είναι άνθρωποι παρόμοιοι με τους σύγχρονους κατοίκους της Σικελίας και του Αιγαίου, ενώ πολλοί είχαν σημαντική καταγωγή σχετιζόμενη με τη Βόρεια Αφρική».
Ο θαλάσσιος φοινικικός πολιτισμός του Λεβάντε (ονομασία που χρησιμοποιείται ευρέως για τα μεσογειακά παράκτια εδάφη της Μικράς Ασίας και της Φοινίκης) μεταμόρφωσε ολόκληρη τη Μεσόγειο κατά την πρώτη χιλιετία π.Χ. Ωστόσο, ελλείψει ολοκληρωμένων μελετών αρχαίου DNA, η έκταση των ανθρώπινων μετακινήσεων μεταξύ της λεβαντίνικης πατρίδας των Φοινίκων και των φοινικο-καρχηδονιακών οικισμών ήταν ασαφής.
«Δημιουργήσαμε γονιδιακά δεδομένα για 210 άτομα, μεταξύ των οποίων 196 άτομα από 14 τοποθεσίες που παραδοσιακά αναγνωρίζονται ως φοινικικές και καρχηδονιακές στο Λεβάντε, στη Βόρεια Αφρική, στην Ιβηρική, στη Σικελία, στη Σαρδηνία και στην Ιμπιζα, και ένα άτομο της πρώιμης Εποχής του Σιδήρου από την Αλγερία» αναφέρεται στη μελέτη.
Προστίθεται ότι ένας «αξιοσημείωτος περιορισμός της δειγματοληψίας μας είναι η απουσία δειγματοληπτικών στοιχείων για άτομα που χρονολογούνται πριν από το 600 π.Χ., επειδή η καύση ήταν η κυρίαρχη μορφή ταφής στους φοινικικούς οικισμούς στην κεντρική και δυτική Μεσόγειο πριν από αυτή την εποχή».
Τα αποτελέσματα υπογραμμίζουν τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα του φοινικικού-καρχηδονιακού κόσμου. Τα γενετικά δίκτυα σε όλη τη Μεσόγειο υποδηλώνουν ότι κοινές δημογραφικές διαδικασίες –όπως το εμπόριο, οι γάμοι μεταξύ των μελών και η ανάμειξη πληθυσμών– έπαιξαν κρίσιμο ρόλο στη διαμόρφωση αυτών των κοινοτήτων.
Οι ερευνητές, γράφει ο Ιζαμπαρντ Γουίλκινσον στους Times, αποκάλυψαν το DNA ενός ζεύγους στενών συγγενών, περίπου δεύτερων εξαδέλφων, που γεφυρώνουν τη Μεσόγειο. Ο ένας ήταν θαμμένος σε μια καρχηδονιακή τοποθεσία της βόρειας Αφρικής και ο άλλος στη Σικελία.
«Αυτά τα ευρήματα ενισχύουν την ιδέα ότι οι αρχαίες μεσογειακές κοινωνίες ήταν βαθιά διασυνδεδεμένες, με τους ανθρώπους να μετακινούνται και να αναμειγνύονται σε συχνά μεγάλες γεωγραφικές αποστάσεις» δήλωσε στους Times ο Ιλάν Γκρονάου, καθηγητής Πληροφορικής στο Πανεπιστήμιο Ράιχμαν, στη Χερζλίγια του Ισραήλ, ο οποίος ήταν επίσης συν-επικεφαλής της εργασίας.
«Τέτοιες μελέτες υπογραμμίζουν τη δύναμη του αρχαίου DNA ως προς την ικανότητά του να ρίχνει φως στην καταγωγή και την κινητικότητα ιστορικών πληθυσμών για τους οποίους έχουμε σχετικά περιορισμένα άμεσα ιστορικά αρχεία» τόνισε ο ισραηλινός καθηγητής.
