Η Εμανουέλ Ντεμπεβέ όταν ήταν 19 ετών και η Σαρλότ Αρνού όταν ήταν 23 ετών ισχυρίστηκαν ότι δέχθηκαν σεξουαλική επίθεση από τον Ντεπαρντιέ. Προς υπεράσπισή του η Σαρλότ Ράμπλινγκ, η Κάρλα Μπρούνι και ο πρόεδρος Μακρόν | Creative Protagon/Reuters/Getty/Instagram
Θέματα

Γαλλία: Πώς εξηγείται το κίνημα υπεράσπισης του «σάτυρου» Ντεπαρντιέ

Πρώτα ο πρόεδρος Μακρόν και κατόπιν η πρώην Πρώτη Κυρία Κάρλα Μπρούνι, η Σαρλότ Ράμπλινγκ και ακόμη 54 διασημότητες υπέγραψαν μια ανοικτή επιστολή εκφράζοντας την οργή τους για το «λιντσάρισμα» του κατηγορουμένου για σεξουαλικές επιθέσεις ηθοποιού. Αναζητούνται ερμηνείες για αυτή την επιφυλακτικότητα των Γάλλων απέναντι στο #ΜeToo
Protagon Team

Τον Φεβρουάριο του 2021 ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ βρισκόταν στα γυρίσματα της νέας ταινίας του, «Ο Μεγκρέ και το Νεκρό Κορίτσι», στην οποία υποδύεται τον ομότιτλο ρόλο, τον διάσημο μυθιστορηματικό επιθεωρητή Ζιλ Μεγκρέ. Εκείνη την εποχή, ο Ντεπαρντιέ είχε παραπεμφθεί στη Δικαιοσύνη για σειρά αδικημάτων, όπως βιασμοί και σεξουαλικές επιθέσεις εναντίον της ηθοποιού Σαρλότ Αρνού, αλλά είχε αφεθεί ελεύθερος χωρίς περιοριστικούς όρους μέχρι τη δίκη και μπορούσε να συμμετέχει στα γυρίσματα της ταινίας. 

Από τότε, άλλες 14 γυναίκες τον έχουν κατηγορήσει για παρόμοια αδικήματα, αλλά εκείνος παραμένει ελεύθερος. 

Οπως και η Αρνού, η οποία είναι σήμερα 28 ετών και ήταν 23 όταν έγινε η επίθεση για την οποία κατηγορεί τον Ντεπαρντιέ, οι περισσότερες έχουν παραιτηθεί από το νόμιμο δικαίωμά τους στην ανωνυμία για να τονίσουν τους ισχυρισμούς τους, αλλά η υποστήριξη προς τον διάσημο ηθοποιό παραμένει συντριπτική. Αυτόν τον μήνα ο πρόεδρος Μακρόν –που έχει δηλώσει στο παρελθόν ότι είναι φεμινιστής και δεσμεύτηκε να αναδείξει την ισότητα των φύλων ως κεντρικό ζήτημα της προεδρίας του– ζήτησε κατά τη διάρκεια μιας τηλεοπτικής εκπομπής να σταματήσει το «ανθρωποκυνηγητό», λέγοντας ότι «ο Ντεπαρντιέ εξακολουθεί να κάνει τη Γαλλία περήφανη» και ότι θα πρέπει να θεωρείται αθώος μέχρι να καταδικαστεί από το δικαστήριο.

Η συγγραφέας Ραμπιλά Ραμντανί αναρωτιέται με άρθρο της στους Times, τι δείχνουν όλα αυτά για την κουλτούρα πατριαρχίας και σοβινισμού που υπάρχει ακόμη στη Γαλλία. 

Την περασμένη εβδομάδα η πρώην Πρώτη Κυρία της Γαλλίας Κάρλα Μπρούνι και η Σαρλότ Ράμπλινγκ ήταν μεταξύ 56 διασημοτήτων που υπέγραψαν μια ανοιχτή επιστολή που δημοσιεύτηκε στη Le Figaro, εκφράζοντας την οργή τους για το «λιντσάρισμα» του Ντεπαρντιέ και ότι θα έπρεπε να επωφεληθεί από το τεκμήριο της αθωότητας όπως κάθε άλλος ύποπτος. «Μην ακυρώνετε τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ», είπαν για τον ηθοποιό. «Ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ είναι ίσως ο σπουδαιότερος από όλους τους ηθοποιούς. Οταν επιτίθεστε στον Ζεράρ Ντεπαρντιέ, επιτίθεστε στην Τέχνη».

Αυτή η στάση λέει πολλά για τη φαλλοκρατική κουλτούρα της Γαλλίας. Η μεγάλη αντίφαση της Γαλλικής Επανάστασης του 1789 είναι ότι ανέτρεψε το αυταρχικό μοναρχικό σύστημα αλλά όχι την πατριαρχία. Ειδικά οι καλλιτέχνες συνεχίζουν να εκλαμβάνονται ως αδέσμευτοι και αντισυμβατικοί, σύμφωνα με τις παραδόσεις αιώνων και, σύμφωνα με αυτή τη στρεβλή λογική, χρειάζονται προστασία. Αυτή η στάση είναι εξίσου κοινή μεταξύ των διάσημων γυναικών ηθοποιών του γαλλικού κινηματογράφου όσο και μεταξύ των ανδρών.

Ο Ντεπαρντιέ, ο οποίος αρνείται οποιαδήποτε συμμετοχή στα αδικήματα για τα οποία κατηγορείται, έγραψε μια επιστολή στη Le Figaro τον Οκτώβριο, στην οποία αποδοκίμαζε το «δικαστήριο των μέσων ενημέρωσης» και είπε: «Ποτέ μα ποτέ δεν κακοποίησα γυναίκα». Ωστόσο, οι κατηγορίες εναντίον του συνεχίζουν να αυξάνονται. Ενα ντοκιμαντέρ με τίτλο «Depardieu: The Fall of the Ogre», το οποίο μεταδόθηκε στη γαλλική τηλεόραση αυτόν τον μήνα, περιλαμβάνει ένα βίντεο στο οποίο ο ίδιος φαίνεται καθαρά να κάνει διάφορα άσεμνα σχόλια σε γυναίκες και ένα δεκάχρονο κορίτσι και να παρενοχλεί σεξουαλικά μια μεταφράστρια.

Περιγράφει επίσης έναν αυξανόμενο αριθμό καταγγελιών για βιασμό και σεξουαλική επίθεση. Υπάρχουν πλάνα από κάμερες ασφαλείας στα οποία ο Ντεπαρντιέ φαίνεται να προβαίνει σε  σεξουαλική πράξη με την Αρνού, η οποία κάποτε τον θεωρούσε οικογενειακό φίλο. Οι εισαγγελείς του Παρισιού επιβεβαίωσαν επίσης αυτόν τον μήνα ότι η ηθοποιός Ελέν Νταρά, 43 ετών, υπέβαλε μήνυση κατά του Ντεπαρντιέ. Η ίδια έδωσε συνέντευξη στο δίκτυο France 2, λέγοντας ότι ο ηθοποιός της φέρθηκε σαν «κομμάτι κρέας» στα γυρίσματα της ταινίας του 2008, «Disco». Οπως πολλές από τις καταγγέλλουσες, η Νταρά είπε ότι φοβόταν να εκθέσει τον «βασιλιά του θεάματος», οπότε περίμενε 16 χρόνια για να πάει στις αρχές.

Μια άλλη γυναίκα που τον κατηγορεί, η 60χρονη ηθοποιός Εμανουέλ Ντεμπεβέ, η οποία ισχυρίστηκε ότι δέχθηκε σεξουαλική επίθεση από τον Ντεπαρντιέ σε κινηματογραφικό πλατό όταν ήταν 19 ετών, πήδηξε από μια γέφυρα του Παρισιού αυτόν τον μήνα και σκοτώθηκε. «Αυτό το τέρας επέτρεψε στον εαυτό του να απολαύσει πολλά κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, αξιοποιώντας στο έπακρο την οικειότητα μέσα σε μια άμαξα», έγραψε ο Ντεμπεβέ σε μια ανάρτηση στο Facebook το 2019.

Φεμινίστριες και άλλοι ακτιβιστές έχουν κατηγορήσει τους υπερασπιστές του Ντεπαρντιέ ότι «έχασαν την επαφή με την πραγματικότητα», σύμφωνα με το άρθρο των Times. Οι ακτιβιστές θυμίζουν το 2018, όταν η θρυλική Κατρίν Ντενέβ, 80 ετών σήμερα, η οποία πρωταγωνίστησε με τον Ντεπαρντιέ στην ταινία «Τελευταίο Μετρό», ήταν ανάμεσα στις 100 γυναίκες που καταδίκασαν το κίνημα #MeToo επειδή το θεώρησαν υπερβολικό. «Υπερασπιζόμαστε τη ζωτικής σημασίας σεξουαλική ελευθερία», έγραψαν η Ντενέβ και οι σύμμαχοί της, καθώς καταδίκαζαν ένα «πουριτανικό κυνήγι μαγισσών».

Το #MeToo τα κατάφερε στη Γαλλία, ιδιαίτερα μεταξύ των νέων, και ενέπνευσε ακόμη και μια αντίστοιχη καμπάνια #BalanceTonPorc, στην οποία οι γυναίκες ενθαρρύνονταν να κατονομάζουν δημόσια και να ντροπιάζουν τους άνδρες για ανάρμοστη συμπεριφορά. Υπάρχει, όμως, σαφέστατα ένα χάσμα γενεών σε αυτήν τη συζήτηση. Η Μπριζίτ Μπαρντό, ένα άλλο σύμβολο του γαλλικού κινηματογράφου, στα ογδόντα της πλέον, κατηγόρησε τη νέα γενιά γυναικών επειδή αναρτούν τις ταυτότητες των αρσενικών αρπακτικών στο διαδίκτυο, λέγοντας ότι «στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων» οι κατήγοροι ήταν «υποκρίτριες και γελοίες».

Αυτές οι απόψεις είναι πιο έντονες στην κορυφή της γαλλικής κοινωνίας. Ο Μακρόν έχει πει ότι υπερασπίζεται μέλη του υπουργικού του συμβουλίου που αντιμετωπίζουν κατηγορίες για βιασμό. Υπήρξαν, για παράδειγμα, εκτεταμένες διαδηλώσεις το 2020, όταν έκανε τον Ζεράλ Νταρμανέν -φερόμενο τότε ως δράστη σεξουαλικής επίθεσης- υπουργό Εσωτερικών του και ως εκ τούτου υπεύθυνο για τις αστυνομικές δυνάμεις της Γαλλίας.

Οι κατηγορίες εναντίον του Νταρμανέν απορρίφθηκαν έκτοτε, αλλά η υπεράσπιση του Μακρόν ήταν ενδεικτική. Αναφερόμενος ξεκάθαρα στο κίνημα #MeToo, ο Μακρόν είπε ότι οι άνδρες που έχουν κατηγορηθεί αλλά δεν έχουν ακόμη δικαστεί δεν πρέπει να κρίνονται «από τα κινήματα του δρόμου» και τα «κοινωνικά δίκτυα» και ότι η Γαλλία δεν πρέπει να υιοθετήσει «το χειρότερο πρόσωπο της αγγλοσαξονικής κοινωνίας».

Μια έκθεση του Ανωτάτου Συμβουλίου της Γαλλίας για την Ισότητα μεταξύ Γυναικών και Ανδρών, ζήτησε ένα «σχέδιο έκτακτης ανάγκης» για την αντιμετώπιση «των μαζικών, βίαιων και μερικές φορές θανατηφόρων συνεπειών» του σεξισμού κατά των γυναικών. Τα στοιχεία που έδωσε το τμήμα, δείχνουν ότι μια γυναίκα πεθαίνει στη Γαλλία κάθε 2,5 έως τρεις ημέρες μετά από ξυλοδαρμό από το σύντροφό της. Κάθε χρόνο, 93.000 γυναίκες πέφτουν θύματα βιασμού ή απόπειρας βιασμού, ενώ 220.000 υφίστανται ενδοοικογενειακή βία.

Ωστόσο, το γαλλικό δικαστικό σώμα είναι εμφανώς επιρρεπές στην απόσυρση ή απόρριψη τέτοιων κατηγοριών. Ενα αυστηρό καταστατικό παραγραφής για τις διώξεις έχει εξασφαλίσει ότι οι κατηγορίες εναντίον πολλών ισχυρών ανδρών -από ραδιοτηλεοπτικούς παράγοντες έως στελέχη της βιομηχανίας της χώρας- διαφεύγουν του ελέγχου και δεν πηγαίνουν τελικά σε δίκη. Φέτος, οι εισαγγελείς έκλεισαν μια υψηλού προφίλ έρευνα εναντίον του Ζεράλ Μαρί, ενός προϊσταμένου πρακτορείου μοντέλων που κατηγορήθηκε για σεξουαλικά αδικήματα τη δεκαετία του 1980 και του 1990 με το σκεπτικό ότι είχε παρέλθει πάρα πολύς χρόνος. Ο Μαρί αρνήθηκε τις κατηγορίες.

Πέρα από την επιστολή για την υπεράσπιση του Ντεπαρντιέ, η άλλη μεγάλη διαμάχη στο Παρίσι κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων ήταν η δολοφονία μιας μητέρας και των τεσσάρων μικρών παιδιών της, ανάμεσά τους και ενός μωρού, στο σπίτι τους στο προάστιο Μο. Ο κύριος ύποπτος ήταν ο σύζυγος της γυναίκας, ο οποίος αντιμετωπίζει πέντε κατηγορίες για φόνο.

Αποκαλύφθηκε επίσης ότι συνελήφθη για πρώτη φορά επειδή μαχαίρωσε τη γυναίκα του το 2019, αλλά οι κατηγορίες εναντίον του αποσύρθηκαν λόγω της εύθραυστης ψυχολογικής του κατάστασης. Οι υπεύθυνοι της εκστρατείας λένε ότι η αστυνομία και οι δικαστές υποστηρίζουν τελικά τους άνδρες υπόπτους, παρά τα πολύ πιο ευάλωτα θύματά τους.

Η «ισότητα» μπορεί να είναι μια βασική συνταγματική αξία της Γαλλικής Δημοκρατίας, καταλήγει το άρθρο των Times, αλλά τελικά φαίνεται σαν να υπάρχει μια κουλτούρα ατιμωρησίας, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για εγκλήματα κατά των γυναικών.