Ο Ντόναλντ Τραμπ, εναντίον του οποίου στρέφονται οι New York Times | REUTERS/Jonathan Ernst
Θέματα

Οταν οι New York Times δεν ήθελαν να επανεκλεγεί ο Ρούσβελτ

Σχεδόν από τα πρώτα χρόνια της ύπαρξής της η «γκρίζα κυρία» της δημοσιογραφίας παίρνει θέση υπέρ ενός υποψηφίου για τις προεδρικές εκλογές. Τηρεί και τώρα την παράδοση εξηγώντας γιατί ψηφίζει Χίλαρι. Αλλά στο παρελθόν δεν είχε αποφύγει τις αστοχίες
Protagon Team

Σε κάποια πράγματα δεν υπάρχουν ίσες αποστάσεις και οι New York Times εδώ και πάνω από ενάμιση αιώνα, κάθε τέσσερα χρόνια, όταν καλούνται οι Αμερικανοί να ψηφίσουν πρόεδρο, επιλέγουν να στηρίξουν έναν συγκεκριμένο υποψήφιο.

Η προτίμησή τους φέτος, όπως την εξέφρασαν το περασμένο Σάββατο, ήταν η Χίλαρι Κλίντον, με την εξήγηση ότι καθοριστικοί παράγοντες ήταν η πείρα, η συγκρότηση και το θάρρος που έχει επιδείξει η πρώην υπουργός.

Μία ημέρα αργότερα, την Κυριακή, οι New York Times επανήλθαν με ένα άρθρο γνώμης που εξηγεί γιατί ο Ντόναλντ Τραμπ δεν πρέπει να γίνει πρόεδρος.

Από την πρώτη στιγμή -γράφουν- που ανακοίνωσε την πρόθεσή του να είναι υποψήφιος, οι απόψεις του Τραμπ ήταν «προϊόντα επικίνδυνης παρόρμησης και κυνικού λαϊκισμού», περιείχαν «ψευδείς και εξωφρενικούς ισχυρισμούς, προσωπικές επιθέσεις και ξενοφοβικό εθνικισμό, σεξισμό για τον οποίο δεν απολογείται και θέσεις που αλλάζουν θέση ανάλογα με τα γούστα του».

Στη συνέχεια οι Times καταρρίπτουν ένα προς ένα τα σημεία που συγκροτούν τη βασική εικόνα του Τραμπ όπως την έχει καλλιεργήσει  ο ίδιος όλο αυτό το διάστημα της προεκλογικής εκστρατείας. Ούτε ειδικός στην οικονομία που μπορεί να την αναζωογονήσει είναι, ούτε είναι ο τύπος «που τα λέει χύμα και σταράτα», ούτε μπορεί να πείσει ότι αποτελεί δύναμη αλλαγής για τις ΗΠΑ και για τον κόσμο.

Η λίστα των προβληματικών σημείων στην υποψηφιότητα και στη ρητορική του Τραμπ συνεχίζεται για πολύ ακόμη και το άρθρο γνώμης τελειώνει με μια παρατήρηση και ένα ερώτημα: «Οι πρόεδροι είναι υποδείγματα για τις νεότερες γενιές. Είναι αυτό το υπόδειγμα που θέλουμε τους προσφέρουμε;».

150 χρόνια με editorial ανοιχτής υποστήριξης

Και τα δύο άρθρα, πιο πολύ ίσως αυτό που στηρίζει έναν υποψήφιο, είναι μέρος μιας μακράς παράδοσης για την εφημερίδα που ήδη από το 1860 είχε εκφράσει την υποστήριξή της για τον Αβραάμ Λίνκολν. Τότε το θέμα της δουλείας ήταν ένα από τα κρισιμότερα – ένα χρόνο αργότερα θα άρχιζε ο εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στους δουλοκτήτες Νότιους και  τους περισσότερο φιλελεύθερους Βόρειους.

Η εφημερίδα τις επόμενες δεκαετίες στήριξε τους προέδρους που τελικά εξελέγησαν, εναλλασσόμενη στην κλίση της πότε υπέρ των Ρεπουμπλικάνων και πότε υπέρ των Δημοκρατικών υποψηφίων (δεν ήταν απίθανο τότε να είναι πάνω από ένας από κάθε κόμμα, όπως υπήρχαν και ανεξάρτητοι).

Δεν σημαίνει ότι οι New York  Times ήταν πάντα εύστοχοι στις επιλογές τους. Για παράδειγμα δεν στήριξαν ποτέ τον Θίοντορ Ρούσβελτ που θεωρείται ένας από τους προέδρους που μετέτρεψαν τις ΗΠΑ από μια χώρα της εποχής του Φαρ Ουέστ σε μια παγκόσμια υπερδύναμη.

Από την άλλη στάθηκαν ένθερμα στο πλευρό του Γούντροου Γουίλσον που κράτησε τη χώρα μακριά από τη δίνη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου -τουλάχιστον κατά το μεγαλύτερο μέρος του- ενώ μετά το τέλος του πρωτοστάτησε στην προσπάθεια για παγίωση της ειρήνης.

Αυτή η προσήλωση στον απομονωτισμό των ΗΠΑ και στη μη εμπλοκή στις παγκόσμιες συρράξεις οδήγησε τους Νew York Times και στην μάλλον ανιστόρητη αστοχία, να καλέσουν τους αναγνώστες τους να μην ψηφίσουν τον Φραγκλίνο Ρούσβελτ (τον πρόεδρο που είχε βγάλει τη χώρα από τη Μεγάλη Υφεση με το «new deal») στις εκλογές του 1940.

Αν και είχαν σταθεί στο πλευρό του FDR το 1932 και το 1936, μοιάζει περίεργο που το 1940, και ενώ είχε ήδη ξεσπάσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος στην Ευρώπη και στην Ασία – χωρίς ακόμα να έχουν αναμειχθεί οι ΗΠΑ – oι NY Times εξέφρασαν την υποστήριξή τους υπέρ του ξεχασμένου σήμερα Ρεπουμπλικάνου Γουέντελ Γουίλκι. Στο άρθρο τους τότε υποστήριζαν ακριβώς – και αφελώς; – ότι ο Γουίλκι είναι ένας πρόεδρος που δεν θα βάλει τη χώρα στον πόλεμο. H κάλπη του Νοεμβρίου του 1940 καθώς και η Ιστορία δεν δικαίωσαν την εφημερίδα. Ο Ρούσβελτ σάρρωσε, κερδίζοντας 38 Πολιτείες και είδε τις μεγάλες πόλεις – εκεί όπου η ανεργία είχε μειωθεί δραστικά – να του δίνουν ποσοστά άνω του 60%. Οι ίδιες πόλεις θα τροφοδοτούσαν με φαντάρους τη στρατιωτική μηχανή των ΗΠΑ από τον Δεκέμβριο του 1941 και μετά. Και ο Ρούσβελτ θα έμενε στην Ιστορία ως ο άνθρωπος που σταμάτησε τον Χίτλερ.

Δεν είναι τυχαίο ότι οι ίδιοι οι New York Times, τέσσερα χρόνια αργότερα, επανήλθαν υπέρ του Ρούσβελτ – μολονότι τότε πια ήταν εμφανές ότι ο FDR δεν ήταν καθόλου καλά στην υγεία του και δεν θα ολοκλήρωνε μια τέταρτη τετραετία, όπως και συνέβη – πέθανε το 1945, προτού καν τελειώσει ο πόλεμος.

Αλλά η Αμερική είχε αλλάξει. Δεν ήταν μια χώρα που βολευόταν στη γωνιά της στον κόσμο. Ετσι και οι New York Times τόσο το 1952 όσο και το 1956 άλλαξαν στρατόπεδο και τάχθηκαν υπέρ του Ρεπουμπλικάνου Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, ήρωα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και πολιτικού που θα όρθωνε το ανάστημά του απέναντι στην «κόκκινη απειλή» της Σοβιετικής Ενωσης.

Εντάξει, το 1960 ήταν αναμενόμενο: έκαναν καμπάνια υπέρ του Δημοκρατικού Τζον Κένεντι. Τέσσερα χρόνια αργότερα τάχθηκαν υπέρ του Λίντον Τζόνσον με δισταγμό, γιατί έκριναν πολύ αυστηρά και αυτόν και τον Ρεπουμπλικάνο αντίπαλό του Μπάρι Γκολντγουότερ.

Οι New York Times ήταν κατά του Ρίτσαρντ Νίξον το 1968 αλλά και το 1972 (έλεγαν μάλιστα ότι ο -ελληνοαμερικανός- αντιπρόεδρος του Σπύρος Αγκνιου είχε φανεί πριν από τις εκλογές κιόλας «εντελώς ανεπαρκής» για τη θέση), αλλά και κατά του Ρόναλντ Ρέιγκαν το 1980 και το 1984, καθώς δείχνουν από τη δεκαετία του ’60 και πέρα μια σαφή κλίση υπέρ του Δημοκρατικού Κόμματος.

Ενώ οι υποψηφιότητες του Αλ Γκορ το 2000 και του Τζον Κέρι το 2004 δεν κατάφεραν να φέρουν τους Δημοκρατικούς στο Λευκό Οίκο, οι New York Times είδαν το 2008 στο πρόσωπο του Μπαράκ Ομπάμα τον άνθρωπο που μπορεί να εκπληρώσει την υπόσχεση για ελπίδα και αλλαγή. Το 2012 πάλι τον είδαν σαν αυτόν που μπορεί να ανατάξει την ζωή των λιγότερο προνομιούχων.

Σήμερα, όχι απλώς στηρίζουν την Χίλαρι Κλίντον, αλλά δια των αρθρογράφων τους, όπως ο Νίκολας Κριστόφ παίρνουν θέση, όχι μόνο για το πολιτικό κομμάτι αλλά ακόμα και για το δημοσιογραφικό. Ο Τραμπ είναι ένα φαινόμενο που δεν χωρά σε κατάταξη και περιγραφή, εξηγεί ο Κριστόφ με ένα τρόπο που συμπληρώνει το editorial κατά του υποψήφιου. Και καταλήγει λέγοντας ότι «το να εκθέτεις τους τσαρλατάνους της πολιτικής δεν είναι κομματική μεροληψία, αλλά απλώς καλή δημοσιογραφία».