Η Τζέιν Φόντα σε συνέδριο κατά του πολέμου στο Βιετνάμ, το 1975 στη Χάγη | Wikipedia
Θέματα

Η «Μπαρμπαρέλα» Τζέιν Φόντα είναι, πια, 79 ετών

Ηταν 21 Δεκεμβρίου 1937 η ημέρα που γεννήθηκε η όμορφη γυναίκα η οποία πήρε δύο Οσκαρ και έγινε η «Τζέιν του Ανόι» στο Βιετνάμ. Που λάνσαρε βιντεοκασέτες γυμναστικής, ερωτεύτηκε, παντρεύτηκε και, πια, κάνει ένα ακόμα βήμα προς την ένατη δεκαετία της γεμάτης ζωής της
Protagon Team

Η Τζέιν Φόντα είναι αμερικανή ηθοποιός, βραβευμένη δύο φορές με Οσκαρ α’ γυναικείου ρόλου. Πέρα από τη συμμετοχή της σε πολυάριθμες παραγωγές του θεάτρου και του κινηματογράφου είναι γνωστή για το ακτιβιστικό της έργο κατά τη διάρκεια του πολέμου των ΗΠΑ με το Βιετνάμ. Επίσης, ως γκουρού του φίτνες έγινε γνωστή για το λανσάρισμα μιας σειράς από βιντεοκασέτες γυμναστικής, δικής της παραγωγής, που έκαναν την αερόβια άσκηση μόδα, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80.

Μπορεί έτσι να περικλείεται τηλεγραφικά μια ολόκληρη ζωή, μια λαμπρή καριέρα και ένα ακτιβιστικό έργο; Σίγουρα όχι, από τη στιγμή, μάλιστα, που σε όλο το παραπάνω μένει εκτός του το κορμί της και η απαράμιλλη γοητεία της.

Γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη και είναι κόρη του μεγάλου αμερικανού ηθοποιού Χένρι Φόντα και της Φράνσις Φορντ Σέιμουρ. Είναι αδερφή τού ηθοποιού Πίτερ Φόντα -γεννήθηκε τρία χρόνια αργότερα- και θεία τής ηθοποιού Μπρίτζετ Φόντα, κόρης του Πίτερ. Οι γονείς τής Τζέιν την ονόμασαν «Λαίδη Τζέιν Σέιμουρ» εμπνευσμένοι από τη μακρινή απόγονο της μητέρας της, την Τζέιν Σέιμουρ, η οποία ήταν τρίτη σύζυγος του βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκου Η’. Η μητέρα της, η οποία αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα, αυτοκτόνησε όταν η Τζέιν ήταν 13 ετών κι ο πατέρας της ξαναπαντρεύτηκε.

Οταν ήταν έφηβη η Τζέιν εργάστηκε ως μοντέλο κοσμώντας δυο φορές το εξώφυλλο του περιοδικού Vogue. Στα δεκαεφτά της έλαβε τα πρώτα ερεθίσματα που την οδήγησαν να ασχοληθεί με την υποκριτική, όταν εμφανίστηκε στο πλάι του πατέρα της στο θεατρικό του Κλίφορντ Οντετς «Η χωριατοπούλα».

Μαζί με τον διάσημο ηθοποιό πατέρα της, Χένρι Φόντα στη «Χρυσή Λίμνη» (1982)

Μετά την αποφοίτησή της από το αριστοκρατικό κολέγιο Βασάρ αναχώρησε για την Ευρώπη. Σπούδασε ιστορία της Τέχνης στο Παρίσι για δύο χρόνια κι όταν επέστρεψε στις ΗΠΑ γνωρίστηκε με τον πρωτοπόρο της υποκριτικής και καθηγητή του περίφημου Ακτορς Στούντιο, Λι Στράσµπεργκ, ο οποίος της είπε ότι έχει ταλέντο. Η δήλωση του Στράσμπεργκ άλλαξε ριζικά τη ζωή της Τζέιν, που πλέον μοχθούσε να γίνει ηθοποιός. Ετσι, το 1960, η Φόντα έκανε την παρθενική της εμφάνιση στο Μπρόντγουέϊ στο θεατρικό «There was a little girl», ενώ την ίδια χρονιά γύρισε και την πρώτη της ταινία στο πλευρό του Αντονι Πέρκινς με τίτλο «Οι γυναίκες τρελαίνονται για τους ψηλούς», («Tall Story»). Ακολούθησαν οι ταινίες «Το σπίτι της αμαρτίας», («Walk On The Wild Side», 1962), που της χάρισε την πρώτη της υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα, «Γάμος υπό δοκιμή», («Period Of Adjustment», 1963) βασισμένο σε θεατρικό του Τένεσι Γουίλιαμς και «Κυριακή στη Νέα Υόρκη», («Sunday In New York», 1965). Ηταν, όμως, η συμμετοχή της στην ταινία τού 1965 «Η Λησταρχίνα» («Cat Ballou») που την έκανε σταρ.

Η Φόντα στη ταινία «Κυριακή στη Νέα Υόρκη»

Το 1965 η Φόντα παντρεύτηκε τον γάλλο σκηνοθέτη Ροζέ Βαντίμ, ο οποίος τη σκηνοθέτησε το 1968 στην -καλτ, πλέον- ταινία «Μπαρμπαρέλα» («Barbarella»). Η ταινία αυτή την καθιέρωσε ως «σύμβολο του σεξ» και «Αμερικανίδα Μπριζίτ Μπαρντό», καθώς η υπερχειλίζουσα σεξουαλικότητά της αναδείχθηκε ακόμη περισσότερο από τα εντυπωσιακά κοστούμια τού έργου φέρνοντας ρίγη ανεκπλήρωτου πόθου σε εκατομμύρια θαυμαστές της. Την ίδια χρονιά η Φόντα απέκτησε το πρώτο της παιδί, τη Βανέσα Βαντίμ. Η ζωή με τον Βαντίμ διεύρυνε τους ορίζοντες της Τζέιν, η οποία μυήθηκε στην έντονη και ταραχώδη πολιτικοποίηση και άλλαξε τον τρόπο σκέψης της, πράγμα που άρχισε να γίνεται εμφανές και στη δουλειά της ως ηθοποιός εφόσον το ταλέντο της άρχισε να ωριμάζει. Πρώτο δείγμα είναι η ταινία που της χάρισε την πρώτη της υποψηφιότητα για Οσκαρ Α’ γυναικείου ρόλου, το «Σκοτώνουν τ’ άλογα όταν γεράσουν» («They Shoot Horses, Don’t They?», 1969), ενώ παράλληλα απέρριψε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στις ταινίες «Μπόνι και Κλάιντ» («Bonnie and Clyde», 1967) και «Το μωρό της Ρόζμαρι» («Rosemary’s Baby», 1968).

Με τον γάλλο σκηνοθέτη και σύζυγο της Ροζέ Βαντίμ, το 1965 ( Evening Standard/Getty Images)
Η πτώση και η (επ)άνοδος

Η Φόντα βίωνε την πιο παραγωγική της περίοδο ως ηθοποιός, ενώ η έντονη πολιτικοποίησή της και το γεγονός ότι ήταν υποστηρίκτρια του κινήματος κατά του πολέμου του Βιετνάμ, είχε ως αποτέλεσμα να δεχτεί αρνητικές κριτικές κι έντονα πυρά από τον Τύπο. Το 1970 η Φόντα, μαζί με τον ηθοποιό Ντόναλντ Σάδερλαντ και τον ακτιβιστή Φρεντ Γκάρντνερ, δημιούργησαν ένα είδος πολιτικής επιθεώρησης που αποκαλούσαν «FTA Tour» (Free the army tour) με την οποία περιόδευσαν κατά μήκος της δυτικής ακτής των ΗΠΑ συνομιλώντας με στρατιώτες που θα πήγαιναν να πολεμήσουν στο Βιετνάμ.

Σε αντιπολεμική διαδήλωση στο Λος Αντζελες, το 1970

Η νίκη της το 1972 στα Οσκαρ και στην κατηγορία Α’ γυναικείος ρόλος για την ταινία του Αλαν Πακούλα «Η Εξαφάνιση» («Klute»), έλαβε χλιαρή υποδοχή. Στον λόγο της η Φόντα ευχαρίστησε όσους τη χειροκρότησαν και προσέθεσε ότι θα μπορούσε να πει πολλά περισσότερα, αλλά δεν επρόκειτο να το κάνει εκείνη τη βραδιά. Την ίδια χρονιά επισκέφτηκε το Βόρειο Βιετνάμ και έδωσε τροφή για νέα αρνητικά σχόλια. Εκτοτε αποκαλείτο από τον Τύπο «Χάνοϊ Τζέιν». Η Φόντα, κατά την παραμονή της στο Βιετνάμ, συμμετείχε σε 10 ραδιοφωνικές εκπομπές όπου αποκαλούσε τα ανώτατα στελέχη του αμερικάνικου κράτους και του αμερικανικού στρατού εγκληματίες πολέμου. Επισκέφτηκε, επίσης, τους αμερικάνους αιχμαλώτους πολέμου για χάρη των οποίων μετέφερε μηνύματα από τις οικογένειές τους.

Από τη στιγμή που κέρδισε το Οσκαρ το 1971, μέχρι και την προβολή της ταινίας «Χρυσοδάχτυλοι της υψηλής κοινωνίας» («Fun with Dick and Jane») το 1977, η Φόντα δεν είχε εμπορική επιτυχία, παρά το γεγονός ότι γύριζε ταινίες. Οι πολιτικές της πεποιθήσεις είχαν αμαυρώσει την εικόνα της. Το 1972 συμμετείχε στην ταινία του Ζαν Λικ Γκοντάρ «Ολα πάνε καλά» (Tout va bien), ενώ έναν χρόνο μετά χώρισε από τον Ροζέ Βαντίμ και παντρεύτηκε τον αμερικάνο ακτιβιστή Τομ Χέιντεν με τον οποίο απέκτησε ένα γιο, τον Τομ Γκάριτι.

Η μεγάλη επιτυχία τής κωμωδίας «Χρυσοδάχτυλοι της υψηλής κοινωνίας» την επανέφερε στο προσκήνιο και η ταινία τού Φρεντ Τσίνεμαν «Τζούλια» (Julia) απέσπασε διθυραμβικές κριτικές. Η Φόντα, που συμπρωταγωνιστεί στην ταινία με τη Βανέσα Ρεντγκρέιβ, υποδύεται την ίδια τη Χέλμαν -η οποία, την περίοδο του Μεσοπολέμου, κατάφερε να διασχίσει τη Γερμανία του Χίτλερ μεταφέροντας χρήματα για τον αγώνα των κομμουνιστών κατά του φασισμού- και προτάθηκε για Οσκαρ Α’ γυναικείου ρόλου, το οποίο έχασε από την Ντάιαν Κίτον για την ταινία τού Γούντι Αλεν «Ο Νευρικός Εραστής» («Annie Hall»). Η τύχη, όμως, βρισκόταν στο πλευρό της Φόντα, η οποία ξαναχτύπησε φλέβα χρυσού την επόμενη χρονιά, πρωταγωνιστώντας στο πλευρό του Γιον Βόιτ στο φιλμ «Ο Γυρισμός» («Coming Home», 1978) που της απέφερε το δεύτερό της Οσκαρ. Οι επιτυχίες και οι διακρίσεις συνεχίστηκαν στο τέλος της δεκαετίας του ’70, καθώς ίδρυσε τη δική της εταιρεία παραγωγής και πρωταγωνίστησε σε ταινίες όπως το «Σύνδρομο της Κίνας» («The China Syndrome», 1979) και «Στη Χρυσή Λίμνη» («On Golden Pond», 1981) που ήταν η μοναδική ταινία στην οποία συμπρωταγωνίστησε με τον διάσημο πατέρα της. Η δεκαετία του ’80 τη βρήκε να ασχολείται, πέρα από τον Κινηματογράφο και τον ακτιβισμό, με την αεροβική γυμναστική, την οποία έκανε μόδα.

Στην ταινία που της χάρισε το βραβείο Οσκαρ, «Η Εξαφάνιση» (Klute)

Το 1990 η Τζέιν Φόντα πήρε διαζύγιο από τον δεύτερό της σύζυγο, Τομ Χέιντεν, ενώ έναν χρόνο αργότερα, την ημέρα των γενεθλίων της, παντρεύτηκε τον ιδρυτή του ειδησεογραφικού δικτύου CNN, Τεντ Τέρνερ κι αποσύρθηκε από τον χώρο της υποκριτικής. Το «Στάνλεϊ και Ιρις» (Stanley & Iris, 1990), με συμπρωταγωνιστή τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο, ήταν και η τελευταία ταινία που γύρισε τη δεκαετία του ’90. Παρ’ όλα αυτά συνέχισε να είναι ενεργή στον χώρο της αεροβικής γυμναστικής μέχρι και το 1995, όταν έβγαλε την τελευταία της κασέτα.

Με τη Λίλι Τόμλιν στη νέα σειρά του Netflix «Grace and Frankie»

Η νέα χιλιετία βρήκε τη Φόντα να χωρίζει από τον Τεντ Τέρνερ το 2000 και να επιστρέφει στον χώρο της 7ης τέχνης, του θεάτρου, του πολιτικού ακτιβισμού και του αερόμπικ. Το 2005 υποδύθηκε την κακιά πεθερά στο ομώνυμο φιλμ («Monster-in-Law») όπου ταλαιπωρούσε την Τζένιφερ Λόπεζ και το 2007 στην ταινία «Σπίτι με κανόνες» («Georgia Rule»). Τον Απρίλιο του 2005 κυκλοφόρησε η αυτοβιογραφία της με τίτλο «My Life So Far». Είναι δεδομένο, όμως, ότι ένα βιβλίο δεν μπορεί να χωρέσει όλη αυτή τη ζωή – ακόμα κι αν το γράψει η ίδια.

Η ίδια έγραψε στο προσωπικό της ιστολόγιο: «Σκεφτόμουν πρόσφατα πώς γίνεται και τα δάκρυα έρχονται τόσο πιο εύκολα στην επιφάνεια, πια. Και κατάλαβα ότι έχει να κάνει με την ηλικία. Εχω συνειδητοποιήσει τόσο υπέροχα την έννοια του χρόνου, αλλά και πόσο λίγος καιρός μου απομένει, πόσο πολύς είναι πίσω μου και όλα έχουν γίνει τόσο πολύτιμα».

Μια δήλωση για το πιο πολύτιμο Οσκαρ ζωής…

Διαβάστε περισσότερα

Η ζωή και η καριέρα της

Η φιλμογραφία της