Στις 22 του περασμένου Μαΐου οι ντόπιοι ζητωκραύγαζαν καθώς γερμανικά τανκς διέσχιζαν τους δρόμους του Βίλνιους, της πρωτεύουσας της Λιθουανίας που κάποτε βρέθηκε υπό την κατοχή των Ναζί. Οταν, όμως, η μπάντα της Bundeswehr, του γερμανικού στρατού, έπαιξε τη «Δόξα της Πρωσίας», ορισμένοι από τους γερμανούς αξιωματούχους που βρέθηκαν στο Βίλνιους για τα εγκαίνια της 45ης ταξιαρχίας Πάντσερ του στρατού τους, ένιωσαν μια ανησυχία, έγραψε πρόσφατα ο Economist. Χαλάρωσαν μόνον όταν είδαν τα χαμογελαστά πρόσωπα των λιθουανών ομολόγων τους.
Η τεθωρακισμένη ταξιαρχία, η οποία θα αριθμεί 5.000 άνδρες μέχρι το 2027, είναι η πρώτη μόνιμη ανάπτυξη της Γερμανίας στο εξωτερικό μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η απόφαση για τη Λιθουανία ελήφθη το 2023 ως μέρος του Zeitenwende, ή αλλιώς του «σημείου καμπής» στην πολιτική ασφαλείας που ξεκίνησε ο τότε καγκελάριος Ολαφ Σολτς μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Οι δαπάνες ύψους 100 δισ. ευρώ που αφιέρωσε στην άμυνά της δημιούργησαν για τη Γερμανία τον τέταρτο μεγαλύτερο αμυντικό προϋπολογισμό στον κόσμο, εκτιμά το Διεθνές Ινστιτούτο Ερευνας για την Ειρήνη της Στοκχόλμης.
Και αυτό είναι μόνο η αρχή, σημειώνει ο Economist. Εξοπλισμένη με την πρόσφατη απόφαση για χαλάρωση του φρένου χρέους της Γερμανίας, η νέα κυβέρνηση σχεδιάζει να αυξήσει περαιτέρω τις αμυντικές δαπάνες. Ο επανεξοπλισμός πρόκειται να γίνει η βασική αποστολή της. Ο καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς λέει ότι σκοπεύει να καταστήσει την Bundeswehr τον «ισχυρότερο συμβατικό στρατό στην Ευρώπη». Εχει επίσης αφήσει να εννοηθεί ότι η Γερμανία θα υπογράψει έναν νέο μακροπρόθεσμο στόχο για τις αμυντικές δαπάνες του ΝΑΤΟ, στο 3,5% του ΑΕΠ, συν 1,5% για σχετικές υποδομές.
Στην περίπτωση της Γερμανίας αυτό μεταφράζεται σε 215 δισ. ευρώ ετησίως με βάση το σημερινό επίπεδο του ΑΕΠ. Οπως και οι Λιθουανοί, σχεδόν όλοι οι σύμμαχοι της Γερμανίας είναι ενθουσιασμένοι με την καθυστερημένη δέσμευση της χώρας στην ευρωπαϊκή ασφάλεια. Διστακτικά, και όχι χωρίς κάποιο βαθμό ιστορικού βάρους, και οι ίδιοι οι Γερμανοί αρχίζουν να συμμερίζονται αυτόν τον ενθουσιασμό.
Το επερχόμενο κύμα δαπανών θα στοχεύσει στην ενίσχυση του ρόλου της Γερμανίας ως «ραχοκοκαλιάς» του ΝΑΤΟ. Οι προτεραιότητες περιλαμβάνουν την ενίσχυση της αεράμυνας, την αναπλήρωση των αποθεμάτων πυρομαχικών και την κατασκευή δυνατοτήτων για χτυπήματα ακριβείας, σε μεγάλη απόσταση.
«Ο χρόνος είναι πολύτιμος» λέει στον Economist ο στρατηγός Αλφονς Μάις, αρχηγός του γερμανικού στρατού, ο οποίος ενθαρρύνει την αμυντική βιομηχανία της Γερμανίας να επικεντρωθεί στη μαζική παραγωγή. Κάποιοι από τους ειδικούς, όμως, είναι επιφυλακτικοί σχετικά με την ανάπτυξη εγχώριας ή ευρωπαϊκής βιομηχανίας εις βάρος έτοιμων λύσεων από αλλού, όπως η Αμερική, στο όνομα της «στρατηγικής αυτονομίας». «Εάν αντιμετωπίσουμε καθυστερήσεις ή προβλήματα παράδοσης εντός της χώρας», απαντά ο στρατηγός Μάις, «μπορούμε να υιοθετήσουμε μια ευρύτερη προσέγγιση και να εξετάσουμε ποιος μπορεί να παραδώσει».
Κάποιοι ανησυχούν ότι η Γερμανία δεν μαθαίνει από την Ουκρανία, με τα σμήνη των μη επανδρωμένων αεροσκαφών και τα «διαφανή» πεδία μαχών. «Η τεχνολογία στη Γερμανία είναι καταπληκτική» λέει ο Νίκο Λάνγκε, πρώην αξιωματούχος του υπουργείου Αμυνας. «Ομως η πολιτική πλευρά δεν ξέρει πώς να τη χρησιμοποιήσει». Κανείς δεν θέλει να δημιουργήσει αποθέματα drones που πολύ σύντομα καταλήγουν απαρχαιωμένα. Πρέπει όμως να διασφαλιστεί ότι η Γερμανία δεν θα παραμείνει υπερβολικά εξαρτημένη από τα παλαιότερα συστήματα.
«Χρειαζόμαστε μια βιομηχανία που βασίζεται στην αγορά και καινοτομεί, αποτυγχάνει σε ένα μέρος και επιτυγχάνει αλλού, χρησιμοποιώντας ιδιωτικά κεφάλαια» αναφέρει στον Economist ο Γκούντμπερτ Σερφ, συν-διευθύνων σύμβουλος της Helsing, μιας νεοσύστατης επιχείρησης με έμφαση στα χερσαία, αεροπορικά και θαλάσσια συστήματα Τεχνητής Νοημοσύνης.
Η αναβάθμιση της Bundeswehr πρέπει να παρακάμψει, επίσης, την αργοκίνητη γραφειοκρατία σχεδιασμού και προμηθειών. Η ομοσπονδιακή υπηρεσία ελέγχου της Γερμανίας ζήτησε πρόσφατα «εκτεταμένες αλλαγές» σε μια Bundeswehr, η οποία, όπως είπε, είναι «υπερβολικά γεμάτη» από διοικητικό προσωπικό. Πολλοί ειδικοί συμμερίζονται αυτή την άποψη. «Οι προμήθειες αργούν πολύ» εξηγεί ο στρατηγός Μάις. «Η υπογραφή μιας σύμβασης είναι ένα πράγμα, η μεταφορά των υλικών στα στρατεύματα είναι ένα άλλο».
Ενα συνηθισμένο παράπονο είναι ότι η Γερμανία φρενάρει η ίδια τις διαδικασίες της, επιβάλλοντας παράλογες απαιτήσεις, όπως τη διασφάλιση ότι τα άρματα μάχης είναι κατάλληλα για έγκυες γυναίκες. Επίσης, το γερμανικό σύστημα αεράμυνας IRIS-T, το οποίο έχει αποδείξει την αξία του στην Ουκρανία, εξακολουθεί να περνάει από δοκιμές στην ίδια τη Γερμανία.
Η αντιμετώπιση αυτών των εμποδίων βαρύνει τον υπουργό Αμυνας, Μπόρις Πιστόριους, ο οποίος είναι ο πιο δημοφιλής πολιτικός της Γερμανίας, γράφει ο Economist. Ομως δεν είναι όλοι πεπεισμένοι ότι μπορεί να αντιμετωπίσει τη γραφειοκρατία της Bundeswehr. «Είναι ο καλύτερος υπουργός που είχαμε εδώ και χρόνια» λέει η Σάρα Νάνι, βουλευτής των Πρασίνων που μετέχει στην Επιτροπή Αμυνας της Bundestag. «Αλλά είναι, ίσως, λίγο επιφανειακός».
Ο νέος Νόμος για την Επιτάχυνση του Σχεδιασμού και των Προμηθειών στοχεύει στη χαλάρωση ορισμένων κανονισμών. Ομως, παρατηρεί ο Economist, η απλή τροποποίηση του συστήματος μπορεί να μην είναι αρκετή.
Είναι οι Γερμανοί πρόθυμοι να γίνουν «ετοιμοπόλεμοι», όπως απαιτεί ο Πιστόριους; Ο Σολτς ήταν επιφυλακτικός στη ρητορική του και δίσταζε να βοηθήσει την Ουκρανία. Ο Μερτς υιοθετεί πιο υψηλούς τόνους. Κάποια απομεινάρια της παλιάς νοοτροπίας παραμένουν, όπως το γεγονός ότι δεκάδες πανεπιστήμια δεν αποδέχονται κρατικά χρημάτων για στρατιωτική έρευνα.
Μέχρι στιγμής, ίσως επειδή η παράκαμψη του φρένου χρέους επέτρεψε στη Γερμανία να αποφύγει το δίλημμα «όπλα ή φαγητό», οι ψηφοφόροι έχουν σε μεγάλο βαθμό υποστηρίξει τις αλλαγές, σημειώνει ο Economist. Η στάση απέναντι στον στρατό αλλάζει επίσης. Οι στρατιώτες απολαμβάνουν πλέον εκτίμησης στην καθημερινότητα. «Μερικές φορές, όταν είμαι στον δρόμο, οι άνθρωποι με σταματούν για να πουν: “Σας ευχαριστώ για την υπηρεσία σας” – όπως στην Αμερική!» λέει ένας δόκιμος αξιωματικός.
Η πιο δύσκολη στιγμή θα έρθει όταν η Γερμανία ξεκινήσει στα σοβαρά τη συζήτηση για την επαναφορά της υποχρεωτικής θητείας, η οποία καταργήθηκε από την Ανγκελα Μέρκελ το 2011. Η Bundeswehr αγωνίζεται να αυξήσει τον αριθμό των στρατευμάτων της πάνω από τους 180.000, πολλώ δε μάλλον να πιάσει τον τρέχοντα στόχο των 203.000. Δεδομένων των δεσμεύσεων της Γερμανίας στο ΝΑΤΟ, πιστεύεται ότι η χώρα θα χρειαστεί επιπλέον 100.000 στρατιώτες, συμπεριλαμβανομένων των εφέδρων, έως το 2029.
Προς το παρόν η κυβέρνηση του Μερτς ελπίζει να το πετύχει αυτό με υποχρεωτικά ερωτηματολόγια για τους 18χρονους άνδρες. Καλούνται να απαντήσουν σε ερωτήσεις για τη φυσική τους κατάσταση και στο αν είναι πρόθυμοι να υπηρετήσουν. Αυτό θα εξοικονομήσει χρόνο για την ανοικοδόμηση των ετοιμόρροπων στρατώνων της Γερμανίας και την πρόσληψη των στρατιωτικών εκπαιδευτών που χρειάζεται ένας μεγαλύτερος στρατός.
Ωστόσο ο Economist αναφέρει ότι σχεδόν κανείς δεν πιστεύει ότι θα αποφευχθεί μακροπρόθεσμα κάποιος βαθμός υποχρεωτικής στράτευσης. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η πλειοψηφία των Γερμανών τάσσεται υπέρ της επαναφοράς της υποχρεωτικής θητείας. Η υποστήριξη είναι, όπως αναμενόταν, χαμηλότερη μεταξύ των νέων.
Οι αγωνίες της Γερμανίας εκφράστηκαν σε μια πρόσφατη εκδήλωση στο Γκέρλιτς, μια ανατολικογερμανική πόλη κοντά στα πολωνικά σύνορα, όπου σχεδόν οι μισοί ψηφοφόροι υποστηρίζουν το ακροδεξιό φιλορωσικό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία. Μια συζήτηση για τον επανεξοπλισμό έλαβε χώρα μπροστά σε ένα δύσπιστο κοινό. Κάποιοι κατηγόρησαν τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ για τον πόλεμο στην Ουκρανία, άλλοι τις εταιρείες όπλων που κερδοσκοπούν. Το ζήτημα φάνηκε να χωρίζει την πόλη στα δύο.
Η γερμανική κυβέρνηση φαίνεται πως πρέπει να πείσει τον κόσμο. Είναι μια επίπονη δουλειά, ειδικά καθώς οι Γερμανοί καλούνται τώρα να κάνουν θυσίες για λογαριασμό ξένων χωρών. Στο Βίλνιους ο Μερτς τόνισε: «Η ασφάλεια της Λιθουανίας είναι και δική μας ασφάλεια». Ηταν, καταλήγει ο Economist, μια ξεκάθαρη δήλωση των δεσμεύσεων της χώρας του στο ΝΑΤΟ, η οποία περιέχει σκληρές απαιτήσεις από τους απλούς Γερμανούς. Το μήνυμα μόλις αρχίζει να γίνεται κατανοητό.
