Τα χρόνια της νιότης και των ονείρων. Ιούλιος 1963, ο Μοχάμεντ Αλι, τότε ακόμα Κάσιους Κλέι, «παίζει» με τους δημοσιογράφους που τον περιμένουν στο αεροδρόμιο του Λας Βέγκας | (EPA/LAS VEGAS NEWS BUREAU/JERRY ABBOTT)
Θέματα

Δεν είναι ο κόσμος που ονειρεύτηκες, Μοχάμεντ Αλι

Σαν σήμερα, το 1942, είδε το φως της ζωής. Σαν σήμερα, το 1959, έδωσε τον πρώτο του επαγγελματικό αγώνα. Στα 22 του, παγκόσμιος πρωταθλητής πλέον, έπαψε να ονομάζεται Κάσιους Κλέι. Ως Μοχάμεντ Αλι πέρασε στην αθανασία. Για τις γροθιές και για τις ιδέες του. Γιατί πάλεψε, όσο λίγοι, για έναν καλύτερο κόσμο
Sportscaster

Γεννήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 1942 στο Κεντάκι, μία από τις πρωτεύουσες του ρατσισμού στον αμερικανικό Νότο, από μητέρα οικιακή βοηθό και πατέρα σχεδιαστή πινακίδων. Βίωσε την προκατάληψη, τη βία και την αδικία από μικρός. Σύμφωνα με τον αστικό μύθο, όταν ένας λευκός του έκλεψε το ποδήλατο, στα 12, με την Αστυνομία απρόθυμη να επέμβει, αποφάσισε να μάθει μποξ. Για να προστατεύει τον εαυτό του και την οικογένειά του. Είχε μεγάλη θλίψη και οργή μέσα του, για όσα έβλεπε να συμβαίνουν γύρω του. Ηθελε να φωνάξει, να τα μάθει όλος ο κόσμος. Αλλά, για να ακουστεί η φωνή του, έπρεπε να γίνει «κάποιος».

Εγινε, το 1960. «Χρυσός» Ολυμπιονίκης στη Ρώμη, σε ηλικία μόλις 18 ετών. Φαίνεται, όμως, πως αυτό δεν ήταν αρκετό, ώστε να τον σεβαστούν οι λευκοί συμπολίτες του. Το κατάλαβε όταν επισκέφθηκε ένα εστιατόριο και αρνήθηκαν να τον σερβίρουν, επειδή ήταν μαύρος. Φεύγοντας από το μαγαζί πέταξε το μετάλλιο στον ποταμό Οχάιο. Πολλά χρόνια αργότερα, στην Ατλάντα (όπου συγκλόνισε τον κόσμο όταν με τρεμάμενο χέρι έκανε την αφή της Ολυμπιακής Φλόγας), ρωτήθηκε για το τι απέγινε -τελικά- εκείνο το μετάλλιο. Για να δώσει, μιλώντας με δυσκολία, την απάντηση: «Α, εκείνο; Το έχω χάσει από καιρό. Ούτε καν θυμάμαι πού το έχω βάλει…».

Δούλεψε πολύ σκληρά. Από τον πρώτο του επίσημο αγώνα (17 Ιανουαρίου 1959 με αντίπαλο τον Μπένζαμιν Τζάκσονγουορλντ) μέχρι που στέφτηκε παγκόσμιος πρωταθλητής για πρώτη φορά (25 Φεβρουαρίου 1964), δεν πέρασαν παρά πέντε χρόνια. Κι όταν όλη η Αμερική έμαθε για τον φοβερό Κάσιους Κλέι των 203 εκατοστών, που πετούσε στο ρινγκ σαν πεταλούδα και τσιμπούσε σαν μέλισσα, αυτό το όνομα έπαψε να υπάρχει. Στις 6 Μαρτίου 1964 έγινε Μοχάμεντ Αλι και ασπάστηκε το Ισλαμ.

Μάιος 1976. Ο Μοχάμεντ Αλι σε αγώνατου κατά του Βρετανού Ρίτσαρντ Νταν στη Βόννη της τότε Δυτ. Γερμανίας (EPA/ISTVAN BAJZAT)

Αν και ήταν, ήδη, γνωστός για τις ριζοσπαστικές πολιτικές του θέσεις και τους αγώνες του υπέρ των δικαιωμάτων των Αφροαμερικανών, στις 18 Φεβρουαρίου 1966 προκάλεσε «σοκ» στην αμερικανική (και διεθνή) κοινή γνώμη, ανακοινώνοντας την απόφασή του να μην πολεμήσει στο Βιετνάμ. Μυημένος στο κίνημα των «Μαύρων Μουσουλμάνων», αρνήθηκε τη στράτευση για λόγους συνείδησης, ως μουσουλμάνος ιερέας. «Δεν γνωρίζω τίποτα για το Βιετνάμ και δεν έχω τίποτα να χωρίσω με τους Βιετκόνγκ. Τουλάχιστον, αυτοί δεν με φωνάζουν βρωμο-νέγρο», είχε εξηγήσει στα αμερικανικά ΜΜΕ, σε μία εποχή που η πλειονότητα των Αμερικανών τασσόταν αναφανδόν υπέρ των πολεμικών επιχειρήσεων στο Βιετνάμ.

Του κόστισε σε δημοφιλία – και όχι μόνο. Καταδικάστηκε σε πενταετή φυλάκιση (η ποινή αναιρέθηκε τέσσερα χρόνια αργότερα από το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ), ως αντιρρησίας συνείδησης, ενώ η Ομοσπονδία Πυγμαχίας τού αφαίρεσε τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή, απαγορεύοντας τη συμμετοχή του στους αγώνες τα επόμενα τριάμισι χρόνια. Οταν επέστρεψε στα ρινγκ, το 1970, ο Αλι δεν θύμιζε σε τίποτα τον άτρωτο σούπερμαν του παρελθόντος.

Κι όμως, τον μεγαλύτερο θρίαμβο της τεράστιας καριέρας του τον πέτυχε στις 30 Οκτωβρίου 1974, όταν, κόντρα σε κάθε προγνωστικό, νίκησε με νοκ-άουτ τον (ανίκητο μέχρι τότε) Τζορτζ Φόρμαν στην Κινσάσα του Ζαΐρ. Είτε κέρδιζε είτε έχανε, φρόντιζε ώστε το κοινό να χορταίνει θέαμα. Εδωσε στην πυγμαχία μια άλλη διάσταση, με τη βοήθεια και του Τζο Φρέιζερ, με τον οποίο αναμετρήθηκε τρεις φορές στη δεκαετία των ’70s. Ο αγώνας τους στη Μανίλα των Φιλιππίνων θεωρείται, ακόμα, ως «η σύγκρουση του αιώνα». Το 1978 έχασε τον τίτλο από τον νεαρό Ολυμπιονίκη, Λέον Σπινκς. Επτά μήνες αργότερα τον κέρδισε και πάλι, ανακοινώνοντας την απόσυρσή του από τη δράση. Επειτα από δύο αποτυχημένα come-back σταμάτησε οριστικά το 1981.

Στέφθηκε τρεις φορές παγκόσμιος πρωταθλητής (με 56 νίκες, 37 από τις οποίες ήταν με νοκ- άουτ, και μόλις πέντε ήττες). Νίκησε όλους τους μεγάλους αθλητές της κατηγορίας του, σε μια εποχή που χαρακτηρίστηκε ως «η χρυσή εποχή του μποξ». Στο τέλος, όμως, ο κόσμος λάτρεψε τον Μοχάμεντ Αλι για την προσωπικότητά του, κι όχι για τα δυνατά του μπράτσα. Για τους αγώνες του για θρησκευτική ελευθερία, κοινωνική δικαιοσύνη και φυλετική ισονομία. Για το φιλανθρωπικό του έργο. Για τη μεγάλη του καρδιά. Λίγοι γνώριζαν, στα χρόνια της παντοδυναμίας του στα ρινγκ, πως όταν χτυπούσε κάποιον αντίπαλο άσχημα, την επομένη του αγώνα καθόταν με τις ώρες δίπλα του, στο νοσοκομείο, για να του συμπαρασταθεί – πολλές φορές και οικονομικά.

Από τη δεκαετία των 80’s κι έπειτα, όλοι οι υποψήφιοι πρόεδροι των ΗΠΑ αναζητούσαν την υποστήριξη του ανθρώπου που επί δυο δεκαετίες κυνηγήθηκε από το «Σύστημα» αλύπητα. Μάταιος κόπος. Ο Αλι ήταν παρών μόνο στην ορκωμοσία του Μπαράκ Ομπάμα (το 2009), του πρώτου αφρο-αμερικανού προέδρου των ΗΠΑ. Η τελευταία του δημόσια παρέμβαση είχε στόχο τον υποψήφιο (τότε) για την προεδρία, Ντόναλντ Τραμπ, εξαιτίας των δηλώσεών του περί απαγόρευσης εισόδου, στις ΗΠΑ, σε μουσουλμάνους μετανάστες. Ταυτοχρόνως, ο Αλι είχε καλέσει όλους τους ομόθρησκούς του να απορρίψουν την ιδεολογία της Τζιχάντ.

Το 1983 διαγνώστηκε με σύνδρομο Πάρκινσον. Επί 33 χρόνια πάλεψε γενναία με πολλά και σοβαρά προβλήματα υγείας. Στις 3 Ιουνίου 2016 έπεσε νοκ-άουτ, στα 74, σε νοσοκομείο της Αριζόνα. Το Sport Illustrated και το BBC τον ανέδειξαν «Κορυφαίο Αθλητή του 20ου αιώνα». Ενα είναι βέβαιο: κανείς άλλος αθλητής δεν υπήρξε τόσο επιδραστικός στην κοινωνία, όσο αυτός ο αντισυστημικός ακτιβιστής της ζωής.