«Να τις βράσω τις συμβάσεις. Μάλλον δεν πρόκειται να τις ακολουθήσω – δεν ήμουν άλλωστε ποτέ αυτός ο τύπος» έγραφε η Ρίκα Βαγιάνη στο Protagon | INTIME
Θέματα

Δέκα συν ένα αξέχαστα αποσπάσματα από κείμενα της Ρίκας Βαγιάνη στο Protagon

«Η είδηση ενός θανάτου αναφέρεται στον ελληνικό Tύπο με καθόλου τυχαία επιλεγμένους όρους/λέξεις/κωδικούς. Αλλος έφυγε, άλλος πέθανε, άλλος απεβίωσε, άλλος συγχωρέθηκε, άλλος απεδήμησε, άλλος κατέληξε, άλλος ετελεύτησε ή εξεμέτρησε ημέρας και άλλος εκοιμήθη». Και μερικά άλλα κείμενά της για τη ζωή και τον θάνατο
Protagon Team

O ΕΝΦΙΑ, ο έρωτας και ο θάνατος, ο Παντελίδης και η Φουρέιρα, αυτά που τις έμαθε ο πατριός-μπαμπάς Γιάννης Διακογιάννης που σχεδόν πάντα έλειπε ταξίδι για δουλειές, στους Ολυμπιακούς, στα Παγκόσμια Στίβου και «στις Ουέφες», η «δημοσιογραφία» του Tρωκτικού, η συμφιλίωση με την ιδέα τού να είσαι μία γυναίκα που μεγαλώνει και τόσα άλλα που έγραψε αυτά τα εννέα χρόνια στο Protagon, η υπέροχη και αδικοχαμένη Ρίκα Βιαγιάννη.

-«Η ιδέα της ανθρώπινης δυστυχίας ως μολυσματικής νόσου, η παρομοίωση της με «λεκέ» που δεν πρέπει να απλώσει στο καλό τραπεζομάντηλο, δεν είναι μόνο απάνθρωπη. Είναι και αποδεδειγμένα μια επικίνδυνη ιδέα. Ολοι ξέρουμε τι συμβαίνει όταν προσπαθείς να εφαρμόσεις απάνθρωπες θεωρίες σε ανθρώπινους πληθυσμούς – δεν έχω καμιά διάθεση να ξαναμάθω το ίδιο μάθημα, ευχαριστώ. Οι πρόσφυγες θα περάσουν, νομίμως ή παρανόμως, οργανωμένα ή άτακτα. Το κάνουν ήδη, άλλωστε. Ο λεκές δεν παίρνει άδεια από τη νοικοκυρά για να απλωθεί στο τραπεζομάντηλο, όταν το κρασί έχει χυθεί. Η απελπισία δεν ρωτάει – μπουκάρει». («Οι μέγιστοι νάνοι και ο ανθρώπινος λεκές», 26/2/2016)

-«Η αγάπη η ερωτική δεν γνωρίζει μνημόνια, φόρους, πόλεμο, ειρήνη, ανεργία, ευημερία. Αν είναι να σε πάρει, θα σε… σηκώσει, πάνω και ψηλότερα απ’ όλα τα  καθημερινά που μετράνε τη ζωή μας. Αγάπη που τρόμαξε από τον λογαριασμό της έκτακτης εισφοράς και διελύθη, ελέγχεται ως φω μπιζού. ΕΝΦΙΑ, κραχ, μπουμ, όλοι αυτοί οι ήχοι ακυρώνονται από ένα βαθύ “αχ”, που βγαίνει από την ψυχή σου, μπαίνει στη ζωή σου και σου μπαζώνει το οικόπεδο, κανονικά, θρασύτατα και ανεξαρτήτως ινφογκράφικς»(«Ο έρωτας στα χρόνια του ΕΝΦΙΑ», 14/2/2016)

-«Ισως πάλι, αντί για όλα αυτά, τα σύνθετα ψυχαναλυτικά, θα έπρεπε να φέρνω συχνότερα κανένα ταψί λέλουδα στο κεφάλι του Παντελίδη. Τα κοινωνικά ερωτήματά μου θα έμεναν -και πάλι- αναπάντητα, αλλά τουλάχιστον θα γελούσα με την καρδιά μου. (Γίνεται να μη σκάσεις στα γέλια ακούγοντας ένα τραγούδι με τίτλο “Σκούπισε τα πόδια σου και πέρασε;”) («Το Παντελίδειν εστί φιλοσοφείν», 18/1/2016)

«Πριν από δέκα χρόνια, με πατημένα ήδη τα σαρανταπέντε, είχα μόλις γεννήσει το πρώτο μου παιδί. Πλήρης η σύγχυση εποχών, ηλικιών και σειρών. (…) Μεγαλώνω, δεν εγκληματώ. Δεν σκοπεύω να μπω τιμωρία, επειδή μου συμβαίνει το φυσικότερο πράγμα στη ζωή. Να τις βράσω τις συμβάσεις. Μάλλον δεν πρόκειται να τις ακολουθήσω – δεν ήμουν άλλωστε ποτέ ο τύπος. Μόνο μια σε ένα πράγμα δεσμεύομαι: Περισσότερο για το δικό μου το καλό, παρά για τη “γνώμη του κόσμου” (για την οποία, όσο περνούν τα χρόνια, νιώθω ολοένα και πιο αδιάφορη)». («Δεν φταίω εγώ που μεγαλώνω», 31/12/ 2015)

-«Μπορεί απλώς, να μη σε νοιάζει πια. Μπορεί να διαλέγεις ψύχραιμα και πρακτικά, μόνο ό,τι τώρα σου χρειάζεται. Να μη σκέφτεσαι τι άλλο ή για ποιον άλλο -έχουν πράγματα μέσα τα πακέτα. Να μη θέλεις να αισθάνεσαι πολύ. Ωσπου να βγει η μέρα. Και η νύχτα. Και μόνο τις ανατολές να ζηλεύεις κι εσύ τον ήλιο που γυρίζει κάθε πρωί πίσω στο σπίτι. Χωρίς χαρτιά. Χωρίς λεφτά. Χωρίς βαλίτσα». («Τα πράγματα», 19/12/2015)

-«Θα τη βούταγα από τα εξτένσιονς – αλλά τρυφερά, σαν μαμά. “Τι κάνεις;” θα της έλεγα – όχι στον αέρα, αλλά ιδιαιτέρως, από πριν. «Γιατί κρύβεις την καταγωγή σου; Σ’ έχουμε δει, σε έχουμε ακούσει εκατοντάδες άτομα τους δύο τελευταίους μήνες, και ούτε μισός, μ’ ακούς κοπελιά, ούτε μισός, ούτε ο πιο ψείρας, ούτε ο πιο σκατόψυχος δεν έχει ασχοληθεί με το πού γεννήθηκες, πού μεγάλωσες, από πού έρχεσαι, από την  Ελλάδα, την Ισπανία, το Δυρράχιο ή το Ταμ-τουμ με τις μαϊμούδες. Ολοι συζητάμε πόσο κούκλα είσαι, πόσο αστεράκι είσαι, πόσο θηλυκό είσαι. Τι κάνεις; Γιατί πας να καταστραφείς;» («Συγχωρώντας την Ελένη Φουρέιρα», 30/11/2014) 

-«Η είδηση ενός θανάτου αναφέρεται στον ελληνικό Tύπο με καθόλου τυχαία επιλεγμένους όρους/λέξεις/κωδικούς. Αλλος έφυγε, άλλος πέθανε, άλλος απεβίωσε, άλλος συγχωρέθηκε, άλλος απεδήμησε, άλλος κατέληξε, άλλος ετελεύτησε ή εξεμέτρησε ημέρας και άλλος εκοιμήθη. Εννοείται ότι ούτε τα μισά δεν έγραψα (και δεν περιλαμβάνω καν στον κατάλογό μου τις αγοραίες εκφράσεις ή τα λαϊκά τοπικά ιδιώματα). Πάντως, εννοείτε τι εννοώ. Θέμα ταξικό; Πολιτική η επιλογή της λέξης; (Αλλιώς θα το γράψει η “Εστία” και αλλιώς η “Αυγή”). Θεσμικό πρωτόκολλο; Προσπαθούν να μας πουν κάτι με τρόπο; (…) Αυτό που με σκοτώνει (!!!) είναι που με τρώει η απορία αν και στις άλλες γλώσσες, μια συγκεκριμένη λέξη ή όρος στη δημόσια ανακοίνωση ενός θανάτου, «εκπέμπει» προς το κοινό έναν έμμεσο, πλην σαφέστατο, κωδικό. Αν οι αναγνώστες μιας γαλλικής π.χ. ή μιας ρωσικής εφημερίδας, θα αντιληφθούν από την επιλογή της λέξης, τον ανεπαίσθητο υπαινιγμό: Ακόμα και στον “Μεγάλο Υπνο” δεν είμαστε όλοι… ίσα κι όμοια». («Ο Μεγάλος Υπνος», 3/9/2014)

«Μεγαλώσαμε μαζί του”, μου λένε όλοι, σαν συνενοημένοι. “Μεγαλώσαμε με τη φωνή του”. Κι εγώ με τη φωνή του μεγάλωσα. Ποτέ δεν ήταν σπίτι. Κι όταν ήταν, πάλι δεν ήταν»…

-«“Μούχει σπάσει τα νεύρα”, μουρμούραγε η μάνα μου στις φιλενάδες της τα ολυμπιακά καλοκαίρια. Κρυφάκουγα. “Οτι τι, δηλαδή;” “Ποτέ, μα ποτέ, δεν είναι εδώ. Δεν έχω άντρα εγώ!”. “Μα λείπει για τους Αγώνες! Είναι αυτός λόγος διαζυγίου;”. Ποτέ δεν ήταν “εδώ” τέτοια εποχή, οι Ολυμπιακοί Αγώνες στο σπίτι μας είχαν πάντα τον τίτλο της ίδιας ταινίας: “Ο μπαμπάς λείπει σε ταξίδι για δουλειές” -και να σκεφτείτε πως η ταινία δεν είχε καν γυριστεί. Αν δεν είχαμε Ολυμπιακούς, είχαμε Μουντιάλ. Κι αν δεν είχαμε Μουντιάλ είχαμε Παγκόσμιο Στίβου, κι αν δεν είχαμε Παγκόσμιο Στίβου, είχαμε Τελικούς Κυπέλλου, Πρωταθλητριών, ή Κυπελλούχων ή Ουέφες, ή Πανευρωπαϊκό, και πάει λέγοντας. “Μεγαλώσαμε μαζί του”, μου λένε όλοι, σαν συνενοημένοι. “Μεγαλώσαμε με τη φωνή του”. Κι εγώ με τη φωνή του μεγάλωσα. Ποτέ δεν ήταν σπίτι. Κι όταν ήταν, πάλι δεν ήταν. Αν δεν είχε ταξίδια, είχε εφημερίδα, κι αν δεν είχε εφημερίδα, είχε εκπομπή, η “Αθλητική Κυριακή” και ο “Κόσμος της Μπάλας”. Κι αν δεν είχε εκπομπή, είχε γήπεδο, ή σύσκεψη και δεν ξέρω κι εγώ ποια άλλη ζουρλαμάρα. Δεν κατάφερε να με κάνει να αγαπήσω το γήπεδο. Θυμάμαι το δέος του μπροστά στον Πελέ και τον Κρόιφ. Ο μεγάλος αθλητής του έφερνε ρίγη, σε όποιο αγώνισμα κι αν κατέβαινε. (…) Μου έμαθε πως οι Ολυμπιακοί Κύκλοι συμβολίζουν τις ανθρώπινες φυλές – κι ο τελευταίος όλη την ανθρωπότητα: Ολοι μας, από ένας κρίκος στης ζωής την εύθραυστη, αλλά αιώνια αλυσίδα. Η πάσα ουσία είναι η ισότητα και η συνύπαρξη, αλλιώς δεν αγωνιζόμαστε, απλώς πηδάμε παλούκια, σαν τα πιθήκια, με το συμπάθειο κιόλας». («Νessouno,mai*: Ο μπαμπάς λείπει σε ταξίδι για δουλειές», 30/7/2012)

Η Ρίκα Βαγιάνη με τον αγαπημένο της πατριό Γιάννη Διακογιάννη και τον γιο της Οδυσσέα (INTIME)

-«Εχω ένα σπίτι και είμαι ήδη εδώ: Στο protagon. Φυσικά και είναι τόπος. Το λέει και το όνομά του, είναι ένας «δικτυακός τόπος». Μου λένε ότι εδώ θα μου δώσουν ένα δωμάτιο σε λίγες μέρες. Να έχω δικό μου. Να το γεμίσω πινέζες και ζωγραφιές και σκισμένες εφημερίδες και μυρωδιές από φαγητά και χαρτιά από περιτυλίγματα και νέα για τον έναν και τον άλλον. Και ενοχοποιητικά στοιχεία, ίσως από τσιγάρα, κυρίως από γέλιο. (Νομίζω ακόμα επιτρέπεται). Και μουσικές που μόλις τις έκλεισες για να μην ενοχλείς τους δίπλα αλλά παίζουν στο κεφάλι σου ακόμα». («Ο τόπος μου: protagon.gr», 21/9/2011)

 «Τα παιδιά, οι μπαμπάδες, οι μαμάδες, ο Τεν-Τέν, η μαμά-μπουρκίνι, ο Εμίρης, ο κακομοίρης, τα μπακούρια, τα ζευγάρια, τα μωρά, επίσης δεν δίνουν δεκάρα, βρεγμένοι από την ίδια θάλασσα»

-«Είμαι παλιό κεφάλι και αγύριστο. Στο μεσόκοπο πλέον μυαλό μου, που ακόμα δουλεύει με συντακτική ιεραρχία, τακτοποιημένα κασέ και μονόστηλα, όλο αυτό ισοδυναμούσε ένα κακόηχο ψηφιακό παραλήρημα. Δεν ήξερα να πω ακριβώς τι δουλειά έκαναν τα παιδιά του Τρωκτικού, πάντως με σιγουριά μπορούσα να δηλώσω ότι δεν ασκούσαμε το ίδιο επάγγελμα. Κι όταν άρχισε να σέρνεται γύρω μας αυτό το τοξικό σάλιο, αυτό το χρονικό μιας προαναγγελθείσης δολοφονίας δημοσιογράφου, ο τελευταίος άνθρωπος που θα μπορούσα ποτέ να σκεφτώ ότι θα ήταν στόχος των εκτελεστών, ήταν ένας “Τρωκτικός”. Βλέπετε, δεν τον θεωρούσα “έναν από μας”. Πώς θα μπορούσα άλλωστε; Τα μισά του posts χάλαγαν τον κόσμο γράφοντας ή φιλοξενώντας ανορθόγραφες κραυγές για τους “αλήτες, ρουφιάνους δημοσιογράφους”. Διαχώριζε (εκείνος ή η σχολή που δημιούργησε) πλήρως και απολύτως τη θέση του από το επαγγελματικό μας συνάφι. Εγραφε πολύ συχνά ανώνυμα ή ψευδώνυμα, πράγμα που αντιλαμβάνεσθε τι αβύσσους αντιπαλότητας μπορεί να δημιουργήσει με μια διαδικτυακή γειτονιά όπως αυτή του Protagon, ας πούμε, όπου αν δεν υπογράφεις τα κείμενά σου φαρδύπλατος, με τη φωτογραφία σου φάτσα-φόρα, απλώς δεν υπάρχεις. Δεν ήταν “ένας από μας”». («Ενας από μας», 20/7/2010)

Δύση τώρα: σε έγχρωμο σινεμασκόπ τεχνικολόρ, η χαρά του Ινσταγκραμ. Τι κι αν ξεπλύθηκα, θέλω κι άλλη βουτιά στα μωβ νερά. Πλατς. Τα παιδιά με τους μπαμπάδες το έχουν γυρίσει στο νερο-βόλεϊ, με μια μπάλα σίχαμα, τη βρήκαμε στην αποθήκη, ούτε ξέρω πόσα χρόνια. Δεκάρα δεν δίνουν. Δίπλα, ένα ζευγάρι ερωτευμένων, στα ρηχά, δεν αντέχει τόση γλύκα και πλακώνεται στα  μπαλαμούτια και τα γλωσσόφιλα. Το ζευγάρι είναι δύο άντρες, λιγάκι παχουλοί, λιγάκι καραφλοί είναι ηλιοβασίλεμα, είναι ερωτευμένοι, δεκάρα δεν δίνουν. Τα παιδιά, οι μπαμπάδες, οι μαμάδες, ο Τεν-Τέν, η μαμά-μπουρκίνι, ο Εμίρης, ο κακομοίρης, τα μπακούρια, τα ζευγάρια, τα μωρά, επίσης δεν δίνουν δεκάρα, βρεγμένοι από την ίδια θάλασσα, σκεπασμένοι από τα ίδια αστέρια που ανάβουν σιγά σιγά, σαν φωτάκια χριστουγεννιάτικου δέντρου, με το φεγγάρι στα μισά του, κι ο μαλωμένος  με τον εαυτό του Θεός, για μια στιγμή, μένει ακίνητος, να σκεφτεί πόσο μαλάκας είναι. Πάσα». («Σκιάθος, στην παραλία», 10 /8/ 2016)