Μπορούμε να εμπιστευθούμε τη θεραπεία της ψυχής στην Τεχνητή Νοημοσύνη; Το ερώτημα είναι σίγουρα ενδιαφέρον. Το έθεσε πρόσφατα στον ίδιο τον εαυτό του ο Χάρβεϊ Λίμπερμαν, αμερικανός κλινικός ψυχολόγος με πείρα πολλών δεκαετιών στις πλάτες του.
«Ξεκίνησε ως επαγγελματικό πείραμα. Ημουν περίεργος αν θα μπορούσε το ChatGPT να λειτουργεί ως σκεπτόμενος συνάδελφος, ως ένας θεραπευτής σε μικρογραφία» εξήγησε ο ίδιος σε άρθρο στους New York Times στις αρχές του Αυγούστου. Παραδέχτηκε, μάλιστα, πως «δεν περίμενα πολλά. Στα 81 μου έχω δει εργαλεία να λανσάρονται, να αλλάζουν τα πάντα, και μετά να ξεχνιούνται, είτε πέφτοντας σε αχρηστία είτε μέσω της σιωπηρής υιοθέτησής τους» σημείωσε, αναφερόμενος στα βιβλία αυτοβοήθειας, στον διαλογισμό ενσυνειδητότητας, στα Prozac για την κατάθλιψη και στις και γνωστικές θεραπείες για ένα ευρύ φάσμα παθήσεων.
Ο Λίμπερμαν έδωσε στο ChatGPT τρεις μήνες διορία για να τον πείσει πως είναι σε θέση να εκτελεί και χρέη… ψυχαναλυτή. Οσο για το τελικό αποτέλεσμα, ο αμερικανός επιστήμονας κυριολεκτικά ενθουσιάστηκε, τόσο ώστε να χαρακτηρίσει το ChatGPT «γνωστικό συμπλήρωμα» και «ενεργή προέκταση του τρόπου σκέψης μου».
«Φαντάζομαι ότι αυτό το πείραμα προκαλεί το ενδιαφέρον πολλών (…) σε αυτή την εποχή που ζούμε, όπου αν δεν είσαι ενθουσιασμένος με τις τεχνολογικές καινοτομίες, είσαι απλώς κάποιος που θέλει να παραμείνει προσκολλημένος στο παρελθόν, τρομαγμένος από μια πρόοδο που δεν μπορείς να ελέγξεις και, ως εκ τούτου, προστατεύεις τον εαυτό σου. Δεν φοβάμαι να καταταγώ σε αυτή την κατηγορία, επειδή δεν πιστεύω ότι η Τεχνητή Νοημοσύνη είναι ικανή να ξεπεράσει εκείνο το όριο που καθορίστηκε ρητά τον 5ο αιώνα π.Χ. από τον Ηράκλειτο, σύμφωνα με τον οποίο “Τα πέρατα της ψυχής δεν θα τα βρεις, όποιο δρόμο και να πάρεις. Τόσο βαθιά δομή έχει”» σχολιάζει σε άρθρο του στη Repubblica ο Ουμπέρτο Γκαλιμπέρτι.
«Είναι δυνατόν να εμπιστευθεί κανείς την ψυχή του –και γενικότερα τη ζωή του– στην κρίση αλγοριθμικών εργαλείων, όσο προηγμένα κι αν είναι, όπως εκείνα που χρησιμοποιεί η ΤΝ;», διερωτάται ο γνωστός ιταλός φιλόσοφος και ψυχαναλυτής. Για να απαντήσει στο ερώτημά του επικαλείται τον Αριστοτέλη.
Ο έλληνας φιλόσοφος σίγουρα δεν ήταν εξοικειωμένος με τους αλγόριθμους, αλλά στα «Ηθικά Νικομάχεια» (Βιβλίο ΣΤ’) υποστήριξε πως, εφόσον η ανθρώπινη ζωή είναι από πολλές απόψεις απρόβλεπτη, δεν μπορεί κανείς να βασιστεί σε μια ακριβή επιστήμη όπως τα μαθηματικά για να τη ρυθμίζει. Αυτό που χρειάζεται αντ’ αυτού είναι η αρετή, η σοφία (φρόνηση), η οποία δεν ορμάται από συγκεκριμένες προϋποθέσεις που καταλήγουν σε αδιάσειστα συμπεράσματα, όπως συμβαίνει με τα μαθηματικά θεωρήματα.
Ο Γκαλιμπέρτι γράφει πως η ΤΝ απορρίπτει την αριστοτελική «σοφία» επειδή τη θεωρεί ένα ανεπαρκές –κατά προσέγγιση– εργαλείο για την κατανόηση των ανθρώπινων εμπειριών και συμπεριφορών, παρότι αυτές ποικίλλουν από άτομο σε άτομο, αλλά και στο ίδιο άτομο σε διαφορετικά στάδια της ζωής του. Για αυτόν τον λόγο, συλλέγοντας μια τεράστια ποσότητα πληροφοριών τις οποίες επεξεργάζονται αλγόριθμοι, η ΤΝ θεωρείται ότι μπορεί να μαθαίνει και να παράγει γνώση ικανή να ερμηνεύει τις ανθρώπινες εμπειρίες και συμπεριφορές, τόσο τις φυσιολογικές όσο και τις αποκλίνουσες, ώστε να τις επιβεβαιώνει ή να τις διορθώνει με τις κατάλληλες απαντήσεις.
Ο στόχος είναι να ξεπεραστούν οι περιορισμοί των παραδοσιακών ψυχοθεραπειών οι οποίες –ενώ είναι χρήσιμες και, σε πολλές περιπτώσεις, ωφέλιμες– εξακολουθούν να υποφέρουν από εκείνο το «κατά προσέγγιση» που συνοδεύει πάντα κάθε ανθρώπινη ερμηνεία. «Ωστόσο, από τον Σωκράτη, ο οποίος διακήρυσσε τη “γνώση της άγνοιάς” του, έως τον Νίτσε, ο οποίος προειδοποίησε όσους αρνούνται να δεχτούν ότι υπάρχει κάτι το μη γνωρίσιμο, αναδύεται μια διαφορετική επίγνωση», αντιλέγει ο ιταλός στοχαστής. Πράγματι, στο «Πέρα από το Καλό και το Κακό», στο οποίο κατήγγειλε τις «προκαταλήψεις των φιλοσόφων», ο Νίτσε έγραψε: «Ας πιστεύουν οι μάζες όσο θέλουν ότι η γνώση είναι μια εξαντλητική γνώση».
Οσοι πιστεύουν άκριτα στις δυνατότητες της ΤΝ, θεωρούν πως αυτό το όριο μπορεί πλέον να ξεπεραστεί. «Αλλά ποια ψύχωση κρύβεται πίσω από αυτή την αυτοπεποίθηση;», διερωτάται ο Γκαλιμπέρτι. «Ο “φόβος του ανυπολόγιστου”», απαντά, επικαλούμενος και πάλι τον Νίτσε και εξηγώντας πως αυτός ο φόβος διακατέχει όσους επιδιώκουν μια τέλεια γνώση, απαλλαγμένη από αμφιβολίες, προσεγγίσεις και κενά.
«Η αναζήτηση του κανόνα είναι το πρώτο ένστικτο όσων αποκτούν γνώση, ενώ φυσικά, μόλις βρεθεί ο κανόνας, τίποτα δεν είναι ακόμα γνωστό. Αισθάνονται “ασφαλείς”, αλλά πίσω από αυτή τη διανοητική ασφάλεια βρίσκεται η καταπράυνση του φόβου: θέλουν κανόνες επειδή εξαλείφουν την τρομακτική πτυχή του κόσμου. Ο φόβος του ανυπολόγιστου ως το μυστικό ένστικτο της επιστήμης», έγραψε ο κορυφαίος γερμανός στοχαστής το 1885.
Εν τούτοις, ο Χάρβεϊ Λίμπερμαν αναγνωρίζει πως «με την πάροδο του χρόνου, το ChatGPT άλλαξε τον τρόπο που σκεφτόμουν. Εγινα πιο ακριβής με τη γλώσσα, πιο περίεργος για τα δικά μου μοτίβα σκέψης. Ο εσωτερικός μου μονόλογος άρχισε να αντικατοπτρίζει τις απαντήσεις του ChatGPT, οι οποίες ήταν ήπιες, στοχαστικές και αρκετά αφηρημένες, ώστε να με βοηθούν να αναδιατυπώνω τα πράγματα».
