Μπορεί η Μέρκελ να επηρεάσει ακόμη τις εκλογές στη Γερμανία;
Μπορεί η Μέρκελ να επηρεάσει ακόμη τις εκλογές στη Γερμανία;
Μετά από την ιστορική – όσο και τρομακτική – συνεργασία στην Μπούντεσταγκ των Χριστιανοδημοκρατών / Χριστιανοκοινωνιστών (CDU / CSU) με τους ακροδεξιούς της Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD), o εν αναμονή καγκελάριος της Γερμανίας Φρίντριχ Μερτς επικρίθηκε έντονα και ευρέως, επειδή έσπασε το ταμπού της μη συνεργασίας με την Ακροδεξιά για την έγκριση ενός ψηφίσματος.
Ωστόσο η πολιτική σκηνή της χώρας κλονίστηκε περισσότερο από μια μοναχική φωνή διαμαρτυρίας από το παρελθόν: η πάλαι ποτέ κραταιή και αγαπημένη καγκελάριος της Γερμανίας Ανγκελα Μέρκελ αποφάσισε να σπάσει τη σιωπή της και να παρέμβει στα κοινά, χαρακτηρίζοντας την απόφαση του Μερτς ως «λανθασμένη».
Οι σχέσεις των δύο πολιτικών ήταν ανέκαθεν τεταμένες, με την Μέρκελ να χαρακτηρίζεται ως πολύ «αριστερή» από τον Μερτς και τον Μερτς να κρίνεται ως πολύ «δεξιός» από την Μέρκελ.
Επειτα από μια σκληρή εσωκομματική μάχη για την ηγεσία των Χριστιανοδημοκρατών, η Μέρκελ, αφού επικράτησε, κέρδισε και την καγκελαρία, κυβερνώντας τη Γερμανία επί δεκαέξι χρόνια, από τον Νοέμβριο του 2005 έως τον Δεκέμβριο του 2021, όταν αποσύρθηκε από την πολιτική. Οσο για τον Μερτς έχει επιτέλους την ευκαιρία να πετύχει τον στόχο του, καθώς, ενόψει των πρόωρων εκλογών της 23ης Φεβρουαρίου, οι Χριστιανοδημοκράτες / Χριστιανοκοινωνιστές προηγούνται στις δημοσκοπήσεις με ποσοστό 30%.
Απεταξάμην την Μέρκελ
Ωστόσο η Ανγκελα Μέρκελ τρόπον τινά στέκεται εμπόδιο στις προσπάθειές του, λόγω των πρόσφατων ανοιχτών κρίσεων και επικρίσεών της και, κυρίως, εξαιτίας της πολιτικής κληρονομιάς της, την οποία οι γερμανοί ψηφοφόροι κατέληξαν να αποκηρύξουν.
Οπως γράφει σε ανταπόκρισή του από το Βερολίνο ο Τζιμ Τάνκερσλι, επικεφαλής του γραφείου των New York Times στην πρωτεύουσα της Γερμανίας, τα ζητήματα που απασχολούν περισσότερο τους Γερμανούς είναι η στάσιμη οικονομία, οι υψηλές, εδώ και μία δεκαετία, μεταναστευτικές ροές, το υψηλό κόστος της ενέργειας και, φυσικά, η παραμελημένη εθνική ασφάλεια, την ώρα που ο πόλεμος του Πούτιν στην Ουκρανία εξακολουθεί να μαίνεται ενώ ο Τραμπ απειλεί να ανατρέψει τη Βορειοατλαντική Συμμαχία. Σε αυτό το πλαίσιο πολλοί Γερμανοί άρχισαν να επαναξιολογούν τα πεπραγμένα της Ανγκελα Μέρκελ και τον τρόπο με τον οποίο κυβέρνησε τη Γερμανία.
Οπως θυμίζει ο δημοσιογράφος των New York Times, η Μέρκελ επέλεξε να αφήσει ανοιχτά τα σύνορα της πατρίδας της το 2015, επιτρέποντας σε εκατομμύρια πρόσφυγες, κυρίως από τη Συρία και το Αφγανιστάν, να εγκατασταθούν, τελικά, στη Γερμανία. Αυτή η κίνησή της πυροδότησε ποικίλες, αρνητικές ως επί το πλείστον, αντιδράσεις μεταξύ των Γερμανών, πολιτών και πολιτικών, με την πρώην καγκελάριο να κατηγορείται από πολλούς για την εντυπωσιακή όσο και τρομακτική άνοδο της ακροδεξιάς Εναλλακτικής για τη Γερμανία, η οποία εκστρατεύει ακατάπαυστα για την απέλαση συγκεκριμένων ομάδων προσφύγων, έχοντας καταστεί το δεύτερο πιο ισχυρό κόμμα στη Γερμανία.
Η Μέρκελ ενέκρινε επίσης το κλείσιμο των πυρηνικών σταθμών της Γερμανίας, αυξάνοντας, συγχρόνως την εξάρτηση της χώρας από το φθηνό φυσικό αέριο της Ρωσίας, συμβάλλοντας, έτσι, μακροπρόθεσμα, αν και ακούσια, στην εκτίναξη της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος και στο ξέσπασμα μιας κρίσης ασφαλείας, αφού η Μόσχα αποφάσισε να κλείσει τη στρόφιγγα μετά από την εισβολή της στην Ουκρανία πριν από μία τριετία.
Επιπλέον, όπως υποστηρίζουν οι οικονομολόγοι, η Μέρκελ επέλεξε να επενδύσει ελάχιστα στον εκσυγχρονισμό των κρίσιμων υποδομών της Γερμανίας, συμβάλλοντας σε αυτό που ο επιχειρηματικός κόσμος της χώρας χαρακτηρίζει ως κρίση ανταγωνιστικότητας. Επιδίωξε επίσης την εμβάθυνση των εμπορικών σχέσεων με την Κίνα και τον υπόλοιπο κόσμο, ποντάροντας σε ένα παγκοσμιοποιημένο επιχειρηματικό μοντέλο, το οποίο, ωστόσο, κλονίστηκε από την ανάδυση ενός λαϊκιστικού προστατευτισμού (βλ. ΗΠΑ) και τα φθηνά (σε σχέση με τα αντίστοιχα γερμανικά) κινεζικά προϊόντα.
Κάπως έτσι, η Ανγκελα Μέρκελ κατέληξε τις προηγούμενες εβδομάδες να επικρίνεται από όλες τις πολιτικές δυνάμεις της Γερμανίας. απομνημονεύματά της δεν προκάλεσαν τον ενθουσιασμό που περίμεναν πολλοί αναλυτές όταν κυκλοφόρησαν το περασμένο φθινόπωρο. Σύμφωνα με δημοσκόπηση του ινστιτούτου INSA για λογαριασμό της Bild, που δημοσιεύτηκε την προηγούμενη εβδομάδα, το 43% των Γερμανών κρίνουν, σήμερα, πως οι πολιτικές της Ανγκελα Μέρκελ ήταν κακές για τη χώρα.
Παρούσα και επικριτική
Ωστόσο εκείνη απαντάει σε όσα της προσάπτουν, όχι μόνον αναγνωρίζοντας ελάχιστα λάθη της, αλλά και επικρίνοντας τον Φρίντριχ Μέρτς, διάδοχό της στην ηγεσία του CDU και μελλοντικό καγκελάριο της Γερμανίας. Και οι αντιδράσεις στα λεγόμενά της αναπόφευκτα την επαναφέρουν στο προσκήνιο της πολιτικής, παρότι έχει αποσυρθεί εδώ και περισσότερο από μία τριετία.
Οπως είπε στους New York Times ο Νίκο Λανγκ, πρώην προσωπάρχης ενός εκ των υπουργών Αμυνας της Μέρκελ, τόσο τα απομνημονεύματα όσο και οι πρόσφατες δημόσιες δηλώσεις της αφορούν περισσότερο την επιμονή της να αποδείξει ότι οι πολιτικές της ήταν σωστές παρά τη διάθεσή της να προσφέρει πρακτικές λύσεις στα τρέχοντας προβλήματα των Γερμανών. Οπότε οι δηλώσεις και οι ενέργειές της έγιναν αντιληπτές αρνητικά από την πλειονότητα των Γερμανών, περιλαμβανομένων και των περισσότερων από τους πρώην οπαδούς της. Και από όλες τις επίμαχες, όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, πολιτικές της, αυτή που επιδρά περισσότερο στους ψηφοφόρους είναι η πολιτική της για τους πρόσφυγες που άρχισε να εφαρμόζεται το 2015.
Τότε η Μέρκελ εξήρε τους Γερμανούς για την υποδοχή και τη φιλοξενία εκατομμυρίων κατατρεγμένων ανθρώπων, ακόμη και εκείνων που δεν πληρούσαν όλες τις προϋποθέσεις ώστε να χαρακτηριστούν και επίσημα ως πρόσφυγες. Πλέον, όμως, έπειτα από μία δεκαετία συνεχούς εισροής αλλοδαπών που έφταναν στη Γερμανία γνωρίζοντας ελάχιστα ή και καθόλου γερμανικά και λάμβαναν σημαντική οικονομική/κοινωνική βοήθεια, η πλειονότητα των πολιτών είναι απαυδισμένη. Μια σειρά από φαινομενικά άσχετες θανατηφόρες επιθέσεις, που πραγματοποιήθηκαν από μετανάστες σε πόλεις της Γερμανίας πέρυσι, κατέστησε το Μεταναστευτικό κύρια ανησυχία των ψηφοφόρων, μαζί με την πορεία της οικονομίας.
Οι αναλυτές συμφωνούν απόλυτα ότι αυτή η εξέλιξη συνέβαλε σημαντικά στην άνοδο του AfD, παρόλο που συνιστώσες του οποίου έχουν χαρακτηρισθεί ως εξτρεμιστικές από τις γερμανικές υπηρεσίες πληροφοριών. Σε αυτό το πλαίσιο ο Μερτς επιδίωξε να μετριάσει τις ανησυχίες των ψηφοφόρων για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, προωθώντας τον προηγούμενο μήνα μια δέσμη σκληρών μέτρων για την αντιμετώπιση του φαινομένου, η οποία έλαβε και την υποστήριξη της Εναλλακτικής για τη Γερμανία.
Η απόφαση της Μέρκελ να επιτρέψει στους πρόσφυγες να εισέρχονται ελεύθερα στη χώρα «ήταν απλώς ένα μεγάλο σοκ για τη Γερμανία, με το οποίο εξακολουθούμε να παλεύουμε και αυτό εξηγεί εν μέρει την τρέχουσα πολιτική», εξήγησε στους New York Times η Κορνέλια Βολτ, πολιτική επιστήμονας και πρόεδρος του Hertie School, ενός ιδιωτικού πανεπιστημίου στο Βερολίνο. «Νομίζω ότι είναι δίκαιο να διερωτόμαστε εάν αναλάβαμε μεγαλύτερο βάρος από όσο μπορούσαμε να σηκώσουμε», πρόσθεσε.
Οικονομικές μελέτες δείχνουν πως οι πρόσφυγες και οι μετανάστες συνέβαλαν σημαντικά στην ενίσχυση της γερμανικής οικονομίας, δουλεύοντας και ξοδεύοντας χρήματα. Επιπλέον οι Γερμανοί τα κατάφεραν καλύτερα από άλλους ευρωπαϊκούς λαούς όσον αφορά την ενσωμάτωση των αλλοδαπών στην κοινωνία. Σύμφωνα με περυσινή έκθεση του ΟΟΣΑ το ποσοστό απασχόλησης των προσφύγων και των μεταναστών στη Γερμανία έφτασε στο 70% το 2022, ποσοστό ρεκόρ για τη Γερμανία και πολύ υψηλότερο σε σχέση με τα αντίστοιχα ποσοστά άλλων κρατών της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Ομως, καθώς οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως η κύρια ανησυχία των ψηφοφόρων εξακολουθεί να είναι το Μεταναστευτικό, πλήθος πολιτικών, περιλαμβανομένων και των περισσότερων από τους υποψήφιους για την καγκελαρία στις επικείμενες εκλογές, αντέδρασαν βάλλοντας κατά των πολιτικών υποδοχής της Ανγκελα Μέρκελ.
Η Αλίς Βάιντελ, η υποψήφια καγκελάριος του AfD, το έκανε κατά τη διάρκεια της συνομιλίας της, τον προηγούμενο μήνα, με τον Ελον Μασκ στο X. Ο Κρίστιαν Λίντνερ, πρώην υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας και υποψήφιος καγκελάριος των φιλελεύθερων Ελεύθερων Δημοκρατών, υποστήριξε πως κάποια κόμματα της Γερμανίας «δεν έχουν ακόμη αναγνωρίσει ποιο είναι το κύριο συμφέρον των πολιτών σε αυτή τη χώρα, δηλαδή η ρήξη με τις πολιτικές της Μέρκελ».
Ο Μερτς αντεπιτίθεται
Ακόμα και ο Μερτς έβαλε κατά της πρώην καγκελαρίου αλλά και εναντίον του Ολαφ Σολτς, του Σοσιαλδημοκράτη διαδόχου της, σημειώνοντας πως η Γερμανία καλείται να αντιμετωπίσει τις συνέπειες μιας δεκαετούς λανθασμένης πολιτικής για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες.
Οι Χριστιανοδημοκράτες υπό τον Μερτς επιδίωξαν να συνεργαστούν τρόπον τινά με τους ακροδεξιούς της Εναλλακτικής για τη Γερμανία με στόχο την έγκριση ενός κατά βάση συμβολικού ψηφίσματος για το Μεταναστευτικό στα τέλη του προηγούμενου μήνα. Μια δεύτερη, όμως, ψηφοφορία με στόχο την αυστηροποίηση του μεταναστευτικού νόμου, τελικά δεν έφερε αποτέλεσμα, λόγω της αποσκίρτησης ορισμένων μελών του κόμματος. Η Μέρκελ επέκρινε τον Μερτς λίγο πριν από την τελική ψηφοφορία, γεγονός που επιδείνωσε περαιτέρω τις σχέσεις της τόσο με τον ίδιο όσο και με το κόμμα της. Μετά από την αποχώρησή της από την πολιτική, η πρώην καγκελάριος αρνήθηκε να καταλάβει μια τιμητική θέση στο κόμμα, όπως είθισται, ενώ οι δημόσιες εμφανίσεις της σε κομματικές εκδηλώσεις ήταν ελάχιστες.
«Πραγματικά δεν αναγνωρίζει τα λάθη της», είπε ο Στέφαν Μάιστερ, επικεφαλής του Κέντρου Τάξης και Διακυβέρνησης στην Ανατολική Ευρώπη, τη Ρωσία και την Κεντρική Ασία στο Γερμανικό Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων. «Θεωρώ ότι αυτό είναι πολύ σημαντικό», πρόσθεσε, συνομιλώντας με τον επικεφαλής του γραφείου των New York Times στο Βερολίνο.
Μάλιστα στην «Ελευθερία», όπως είναι ο τίτλος των απομνημονευμάτων της, η Μέρκελ όχι μόνον δεν αναγνώρισε κάποια δικά της λάθη αλλά κατηγόρησε επιπλέον τα παραδοσιακά κόμματα ότι εκείνα συνέβαλαν στην άνοδο του AfD, επιλέγοντας να κινηθούν δεξιότερα όσον αφορά τοΜεταναστευτικό, η αντιμετώπιση του οποίου αποτελεί τον κύριο στόχο του ακροδεξιού κόμματος.
«Τα δημοκρατικά κόμματα έχουν σημαντική επιρροή όσον αφορά το πόσο ισχυρό μπορεί να καταστεί το AfD στην πράξη», έγραψε η Μέρκελ. «Είμαι πεπεισμένη ότι, εάν υποθέτουν ότι μπορούν να το περιορίσουν, οικειοποιούμενα τα βασικά του θέματα, ή ακόμη και προσπαθώντας να το ξεπεράσουν από την άποψη της ρητορικής, χωρίς να προσφέρουν πραγματικές λύσεις στα υπάρχοντα προβλήματα, θα αποτύχουν».
Οσο για τα δικά της πεπραγμένα, «ξέρω ότι δεν είμαι τέλεια και κάνω λάθη», έγραψε κάπου στη μέση της σχεδόν 700 σελίδων αυτοβιογραφία της, προσθέτοντας, προς το τέλος του βιβλίου της, πως «ένας καγκελάριος δεν πρέπει ποτέ να ζητά συγγνώμη πολύ συχνά, αλλά ούτε και να αποφεύγει να το κάνει όταν είναι αναπόφευκτο, φοβούμενος ότι θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως αδυναμία».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
