Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν παίζει σκάκι, μας πληροφορεί ο Τζέιμι Ντέτμερ του Politico – και είναι αναμενόμενο για τον αμερικανό πρόεδρο να μην παίζει ένα παιχνίδι που απαιτεί υπομονή και μέθοδο. Επικαλούμενος μαρτυρίες πολλών πρώην ανώτερων συμβούλων του (περιλαμβανομένου του Τζον Μπόλτον, ο οποίος κατά την πρώτη θητεία Τραμπ διετέλεσε για κάποιο διάστημα σύμβουλος εθνικής ασφάλειας) ο αμερικανοβρετανός δημοσιογράφος γράφει πως ο Τραμπ δεν έχει καμία μέθοδο, ούτε ιδέες. Εχει μόνο ένστικτα και αντιδράσεις, οπότε κάθε φορά που καλείται να λάβει μια απόφαση η όλη διαδικασία είναι συνήθως χαοτική.
Από αυτή την άποψη, ο πρόεδρος των ΗΠΑ βρίσκεται στους αντίποδες του πρωθυπουργού του Ισραήλ. Ο Μπενιαμίν Νετανιάχου εκμεταλλεύεται τις όποιες ευκαιρίες όποτε του παρουσιάζονται, ενώ, σε αντίθεση με τον Τραμπ, διαπρέπει στο πολιτικό σκάκι –ο σχολιαστής του Politico τον χαρακτηρίζει «grand maître»– εξετάζοντας διαρκώς στρατηγικές προτού αρχίσει το παιχνίδι, αλλά και καθ’ όλη τη διάρκειά του. «Εχει πάντα ένα σχέδιο, αλλά και περισσότερα από ένα», επιβεβαίωσε μιλώντας στο Politico ο Ναντάβ Στράουχλερ, πρώην σύμβουλος του ισραηλινού πρωθυπουργού.
Ο ισραηλινός ειδικός στη στρατηγική περιγράφει τον Νετανιάχου ως μεθοδικό και αμείλικτο. Είναι πάντα εφοδιασμένος με εναλλακτικά σχέδια και, ως εκ τούτου, πάντα έτοιμος να αλλάζει τακτικές, έτσι ώστε να προσαρμόζεται στις όποιες ανατροπές, παραμένοντας όμως διαρκώς προσηλωμένος στον τελικό του στόχο.
Ολα αυτά τα προσόντα ο «Μπίμπι» τα απέκτησε κατά τη διάρκεια της θητείας του στη Σαγερέτ Ματκάλ, τη διαβόητη μονάδα ειδικών επιχειρήσεων των ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων. «Πάντα μου έλεγε, “άκου με, πρέπει να έρχεσαι με τα καλύτερα σχέδιά σου και να αποφασίζεις την τελευταία στιγμή”», ανέφερε ο πρώην βοηθός του.
Ο Στράουχλερ υπήρξε επικεφαλής της προεκλογικής εκστρατείας του Νετανιάχου ενόψει των εκλογών του 2019, στις οποίες επικράτησε πραγματοποιώντας μια από τις πιο θεαματικές ανατροπές, σε μια μακρά πολιτική καριέρα γεμάτη αξιοσημείωτες και απροσδόκητες επανόδους – εξ ου και το παρατσούκλι «Μπίμπι ο Μάγος».
Σύμφωνα, όμως, με τον Τζέιμι Ντέτμερ, το «Μπίμπι ο Ραδιούργος Σκακιστής» ενδέχεται να είναι πιο εύστοχο. Οντως, λαμβάνοντας υπόψη τις ραγδαίες εξελίξεις των τελευταίων ημερών, ο ισραηλινός πρωθυπουργός μπορεί σίγουρα να χαρακτηριστεί ως ένας επιδέξιος παίκτης του οποίου οι παραπλανητικές τακτικές τού δίνουν ένα σημαντικό πλεονέκτημα έναντι των λιγότερο έμπειρων και αποφασιστικών παικτών. Αυτό έκανε, λοιπόν, ο «Μπίμπι» με τον Τραμπ όσον αφορά το Ιράν; Μπόρεσε να προβλέψει και να εκμεταλλευθεί τις παρορμητικές και αυτοσχέδιες αντιδράσεις του αυτοαποκαλούμενου «dealmaker», ώστε να εξυπηρετήσει καλύτερα τους δικούς του σκοπούς;
Το όνειρο ενός Νομπέλ Ειρήνης
Ο Τραμπ ξεκίνησε τη δεύτερη θητεία του στην προεδρία των ΗΠΑ έχοντας δεσμευθεί να λήξει τις συρράξεις που μαίνονται σήμερα σε όλον τον κόσμο. Ειδικά τον πόλεμο στην Ουκρανία θα τον τερμάτιζε μέσα σε μόλις μία μέρα, ενώ στη συνέχεια, εξίσου εύκολα, θα έβαζε τέλος στη σφαγή στη Γάζα και θα σύναπτε μια συμφωνία με τους αγιατολάδες για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Με λίγα λόγια, πίστευε πως θα μπορούσε να γίνει ένας «παγκόσμιος ειρηνοποιός», άξιος ακόμη και για Νομπέλ Ειρήνης.
Ωστόσο αρκετοί πιστοί σύμβουλοί του και ένθερμοι θιασώτες του δόγματος «Πρώτα η Αμερική» ήταν ανοιχτά και εμφατικά επιφυλακτικοί απέναντι σε κάθε τυχοδιωκτική ενέργεια που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την Ουάσινγκτον – όπως, για παράδειγμα, ένας βομβαρδισμός του Ιράν. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγεται ακόμη και ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, Τζέι Ντι Βανς, ο οποίος, έχοντας υπηρετήσει ως πεζοναύτης στο Ιράκ, όσο υποστηρίζει το κίνημα MAGA και τον ηγέτη του, άλλο τόσο επικρίνει τους ατυχείς προηγούμενους «ατέρμονους πολέμους» των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή. «Εχουμε τεράστιο συμφέρον να μην εμπλακούμε σε πόλεμο με το Ιράν», είπε τον Οκτώβριο του 2024. «Θα ήταν μια τεράστια σπατάλη πόρων. Θα ήταν εξαιρετικά δαπανηρό για τη χώρα μας».
Υπέρ της περιορισμένης εμπλοκής των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή τάσσονται και άλλα μέλη της ομάδας εθνικής ασφάλειας του Ντόναλντ Τραμπ, υποστηρίζοντας ότι προτεραιότητα της κυβέρνησης πρέπει να είναι η αντιμετώπιση της Κίνας, καθώς, φυσικά, και των εσωτερικών εχθρών του κινήματος MAGA.
Τώρα, όμως, ο Τραμπ ενισχύει σημαντικά την παρουσία των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, συνδράμοντας ουσιαστικά τον ισραηλινό πρωθυπουργό, οποίος οραματίζεται εδώ και τρεις δεκαετίες την πτώση του θεοκρατικού καθεστώτος της Τεχεράνης. Τη Δευτέρα ο Τραμπ προέτρεψε τα δέκα εκατομμύρια πολίτες της Τεχεράνης να εκκενώσουν την ιρανική πρωτεύουσα, κάτι που μόνο εύκολο δεν είναι δεδομένων των ισραηλινών επιθέσεων, του χάους στους αυτοκινητοδρόμους και της έλλειψης καυσίμων στα πρατήρια. Και την Τρίτη απαίτησε την «άνευ όρων παράδοση» του Ιράν. Αλλά ο αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ απάντησε αμέσως, δηλώνοντας πως το Ιράν δεν θα παραδοθεί ποτέ και προειδοποιώντας, μάλιστα, ότι η Τεχεράνη θα απαντήσει σε οποιαδήποτε στρατιωτική εμπλοκή των ΗΠΑ, προκαλώντας στην υπερδύναμη «ανεπανόρθωτη ζημιά».
Προς το παρόν ο Τραμπ εξακολουθεί να μη διατάζει τις δυνάμεις του να συμπαραταχθούν στο πεδίο με τις δυνάμεις του Ισραήλ. Για πόσο καιρό, όμως, θα συνεχίσει να αντιστέκεται στον πειρασμό (με τον Νετανιάχου να του επισημαίνει κεκλεισμένων των θυρών ότι μόνο οι αμερικανικές ειδικές διατρητικές βόμβες μπορούν να κάνουν τη διαφορά); Και γιατί να μην αδράξει την ευκαιρία, ειδικά αν όντως υπάρχουν πιθανότητες να καταρρεύσει το καθεστώς των αγιατολάδων;
Ταπείνωση και καταστροφή
Ο Ναντάβ Στράουχλερ, ο πρώην σύμβουλος του Νετανιάχου, δεν συμμερίζεται την άποψη ότι ο «Μπίμπι» χειραγωγεί τον Τραμπ, τον πιέζει και τον παρασύρει όπου εκείνος θέλει. Αναγνωρίζει, όμως, ότι ο ισραηλινός πρωθυπουργός ήταν έτοιμος και αυτοσυγκράτηση να δείξει και να προβεί σε συμβιβασμούς, όπως όταν αποδέχτηκε, νωρίτερα φέτος, τουλάχιστον για κάποιο διάστημα, το αίτημα του Λευκού Οίκου για εκεχειρία στη Γάζα. Αλλά παρά τις όποιες προσωρινές μικροπροσαρμογές στα όποια νέα δεδομένα, παρέμενε διαρκώς προσηλωμένος στον κύριο στόχο του, δηλαδή στο Ιράν και στους αγιατιολάδες που το κυβερνούν.
Οι εκστρατείες, λοιπόν, κατά της Χαμάς στη Γάζα και της Χεζμπολάχ στον Λίβανο ήταν μόνο τα εφαλτήρια για τη μεγάλη αντιπαράθεση με την Ισλαμική Δημοκρατία του Αλί Χαμενεΐ, σύμφωνα πάντα με τον πρώην σύμβουλο του Νετανιάχου. Ο αρχικός στόχος του Νετανιάχου ήταν «η ταπείνωση και η καταστροφή των πληρεξουσίων του Ιράν, ώστε να μην μπορούν να κάνουν πολλά για να αποσπάσουν την προσοχή από τον κύριο στόχο», συνοψίζει στην ανάλυσή του ο δημοσιογράφος του Politico.
Οσον αφορά τη συνέχεια, όπως πάντα, ο Νετανιάχου έχει τουλάχιστον δύο σχέδια στο μυαλό του. Αυτό που επιδιώκει καταρχάς είναι όντως η αλλαγή καθεστώτος στην Τεχεράνη, όχι όμως απαραίτητα μέσω του πολέμου: ο πόλεμος που μαίνεται ενδέχεται να πυροδοτήσει μια διαδικασία, η κατάληξη της οποίας θα μπορούσε να είναι η πτώση του θεοκρατικού καθεστώτος. Το δεύτερο σχέδιό του αφορά τον τερματισμό του πυρηνικού προγράμματος των αγιατολάδων, καθώς και την υπογραφή των Συμφωνιών του Αβραάμ από τη Σαουδική Αραβία.
Οντας αποφασισμένος να εκμεταλλευθεί στο έπακρο την τεράστια ευκαιρία που του προσέφερε η Χαμάς με τις σφαγές της 7ης Οκτωβρίου ώστε να αλλάξει τον χάρτη της Μέσης Ανατολής, ο Νετανιάχου επέλεξε να πορευθεί με υπομονή αλλά και επιμονή, αντιμετωπίζοντας κάθε εμπόδιο – όχι μόνον τον Τραμπ, εσχάτως, αλλά και μέλη του υπουργικού συμβουλίου του, καθώς και στρατηγούς του, πολλούς μήνες νωρίτερα.
«Από την 7η Οκτωβρίου προχωρά βήμα βήμα» σημείωσε ο Στράουχλερ. «Μία από τις μεγαλύτερες αντιπαραθέσεις ήταν με τον πρώην υπουργό Αμυνας, Γιοάβ Γκάλαντ, ο οποίος ήθελε να επιτεθεί στον Λίβανο την πρώτη εβδομάδα. “Οχι, δεν είμαστε έτοιμοι. Πρέπει να το κάνουμε βήμα βήμα”, του είπε ο Νετανιάχου. Αρχισε με τη Γάζα, ακολούθησε ο Λίβανος και στάθηκε τυχερός στη Συρία με την πτώση του Μπασάρ αλ-Ασαντ».
Εχοντας καταφέρει να αχρηστεύσει τα ιρανικά συστήματα αεράμυνας και να αφήσει ακέφαλες τις ένοπλες δυνάμεις του καθεστώτος, ο Νετανιάχου εμφανίζεται πλέον ολοένα πιο θρασύς και γεμάτος αυτοπεποίθηση. Αρχικά έκανε δημοσίως λόγο για εκστρατεία κατά του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν. Αλλά μόλις το Σαββατοκύριακο άρχισε να κάνει λόγο ολοένα πιο ξεκάθαρα για αλλαγή καθεστώτος, δηλώνοντας την περασμένη Δευτέρα πως η εξόντωση του ανώτατου ηγέτη του Ιράν θα «τερμάτιζε τη σύρραξη».
Σε αυτό το πλαίσιο άρχισαν να αλλάζουν ταχέως και οι τακτικές των Ισραηλινών, οι οποίοι, έχοντας καταφέρει ήδη βαριά πλήγματα εναντίον στρατιωτικών στόχων και πυρηνικών εγκαταστάσεων, άρχισαν να βάλλουν κατά υπουργείων, ακόμη και κατά της κρατικής τηλεόρασης του Ιράν. Οπως σχολιάζει ο Τζέιμι Ντέτμερ στην ανάλυσή του, «πρόκειται όντως για μια αξιοσημείωτη ανατροπή [των δεδομένων] αλά Μπίμπι».
Ο ισραηλινός πρωθυπουργός και οι στενότεροι σύμβουλοί του γνώριζαν ότι η επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ θα τους δυσκόλευε. Εκριναν ως ελάχιστα πιθανό το ενδεχόμενο ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ να τους έδινε, τουλάχιστον αμέσως, «λευκή επιταγή», κυρίως επειδή ο Τραμπ εξακολουθούσε να είναι πικραμένος με τον ισραηλινό πρωθυπουργό.
Ο λόγος, ότι το 2020 ο «Μπίμπι» είχε εξοργίσει τον Τραμπ, τηλεφωνώντας πρώτος από τους ηγέτες της υφηλίου στον Τζο Μπάιντεν για να τον συγχαρεί για την επικράτησή του στις εκλογές, ενώ ο Τραμπ εξακολουθούσε να αμφισβητεί τα αποτελέσματα. «Ο “Μπίμπι” θα μπορούσε να είχε μείνει σιωπηλός», είχε αναφέρει χαρακτηριστικά ο Τραμπ. Οπότε αυτή τη φορά ο Νετανιάχου άρχισε από την πρώτη στιγμή να τον καλοπιάνει και να τον εγκωμιάζει, με στόχο να κερδίσει ξανά την εύνοιά του.
Οταν ο αμερικανός πρόεδρος περιόδευσε, τον περασμένο μήνα, στον Κόλπο, όπου οι άραβες ηγέτες τον πίεσαν να εξασφαλίσει μια ακόμη εκεχειρία στη Γάζα και να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις με το Ιράν, ο Νετανιάχου άκουσε τη συμβουλή του και δεν παραπονέθηκε που επέλεξε να μη μεταβεί στο Ισραήλ. Και όταν ήρε τις κυρώσεις κατά της Συρίας, παρότι αντίθετος, επίσης δεν παραπονέθηκε, ευελπιστώντας, ωστόσο, να πείσει τον Τραμπ να υποστηρίξει τα σχέδιά του με στόχο την ταπείνωση του καθεστώτος της Τεχεράνης.
«Τώρα ορισμένοι πιστοί του Τραμπ συνθέτουν ένα αφήγημα για το πώς ο Νετανιάχου και ο Τραμπ ξεγέλασαν μαζί το Ιράν και έκαναν τους αγιατολάδες να πιστεύουν ότι ο “dealmaker” θα συγκρατούσε τον Νετανιάχου. Πιθανότατα όμως και ο Τραμπ να ξεγελάστηκε από τον “grand maître”», κρίνει ο Τζέιμι Ντέτμερ.
