Μία ιδιαίτερα σημαντική έκθεση παρουσιάζεται στην Εθνική Πινακοθήκη Πορτρέτων του Λονδίνου, αφιερωμένη στον διάσημο βρετανό φωτογράφο, ζωγράφο και σχεδιαστή μόδας Σέσιλ Μπίτον. Οπως σημειώνει η Telegraph, η Εθνική Πινακοθήκη Πορτρέτων βγάζει τους λάτρεις του στυλ από την αγωνία τους με τη νέα της λαμπερή έκθεση, της οποίας την επιμέλεια έχει ο Ρόμπιν Μιούιρ της Vogue.
Περιλαμβάνει τα πάντα: από μια παρουσίαση κομψών καλλονών της «καλής» κοινωνίας σε ασπρόμαυρο φόντο, έως τους μεγάλους αστέρες του Χόλιγουντ, από τον Φρεντ Αστέρ και την Γκρέτα Γκάρμπο έως τον Μάρλον Μπράντο και τη Μέριλιν Μονρόε.
Στην αρχή της έκθεσης εκτίθεται ένα πορτρέτο του Μπίτον σε λάδι, έργο του Κριστιάν Μπεράρ, που τον απεικονίζει νέο, όμορφο, με φουλάρι και το κεφάλι γερμένο ονειροπόλα στο πλάι, τονίζει το άρθρο της Telegraph. Mοιάζει σαν να έχει πλάσει ο ίδιος το σκηνικό της εικόνας. Είναι δελεαστικό να το δει κανείς ως μεταφορά για τη μέγιστη καλλιτεχνική δημιουργία του: τον ίδιο του τον εαυτό.
Στον τοίχο διαβάζουμε μια φράση από το παιδικό του ημερολόγιο: «Δεν θέλω οι άνθρωποι να με γνωρίζουν όπως πραγματικά είμαι, αλλά όπως προσποιούμαι ότι είμαι».
Στόχος, να αναδυθεί όλη η παλέτα του διάσημου δημιουργού: το παιδικό όνειρο ενός αγοριού να ξεφύγει από τη μετριότητα της μεσαίας τάξης και να κατοικήσει στο δικό του «κάστρο του αέρα».
Πραγματοποιώντας αυτή τη φαντασίωση μέσω της φωτογραφίας, παρέσυρε μαζί του πρώτα τις αδελφές του, ύστερα τους Bright Young Things (μια ομάδα μποέμ νεαρών Βρετανών), τα μοντέλα της Vogue, το παλάτι του Ουίνδσορ και το Χόλιγουντ – όλα παρουσιασμένα σε διαφορετικές ενότητες.
Η ζωή του Μπίτον ήταν μια διαρκής πράξη μεταμφίεσης, καμουφλάζ και ταξικής «παραπλάνησης»
Για τις στιλιζαρισμένες εικόνες του αυτοσχεδίαζε σκηνικά από «sporrans, ελατήρια κρεβατιών, στρώματα όρθια» και κάθε λογής γυαλιστερά αντικείμενα – τόσο πολύ που ακόμη και ο ίδιος παραδεχόταν ότι το παράκανε. Σημειώνεται ότι το sporran είναι ένα παραδοσιακό μέρος του σκωτσέζικου κιλτ που λειτουργεί ως τσέπη.
Κανείς, ωστόσο, δεν μπορούσε να «διαβάσει» καλύτερα ένα φόρεμα, ένα καπέλο ή ένα κόσμημα• κανείς δεν φώτιζε ένα πρόσωπο πιο επιδέξια, ούτε συλλάμβανε με μεγαλύτερη ακρίβεια την αρχιτεκτονική του, καθώς ο νεορομαντισμός του συνυπήρχε αρμονικά με έναν πνευματώδη σουρεαλισμό, τονίζει η βρετανική εφημερίδα.
Αυτό το ύφος έδωσε τη θέση του στην πιο αυστηρή αισθητική του πορτρέτου της Δούκισσας του Ουίνδσορ το 1937. Οταν γνώρισε τη Γουόλις Σίμπσον, στις αρχές της δεκαετίας του ’30, ο Μπίτον τη θεώρησε αρχικά «χυδαία, κοινή». Φωτογραφίζοντάς την, όμως, στο μεγαλείο της Schiaparelli, την αναγνώρισε ως την «επιτομή της κομψότητας».
Η μετέπειτα συνεργασία του με τον οίκο Ουίνδσορ υπήρξε αυτό για το οποίο είχε προετοιμαστεί μια ολόκληρη ζωή: παραμυθένιες εικόνες της Βασιλομήτορος, της Ελισάβετ Β’ με σφαίρα και σκήπτρο στο πορτρέτο της στέψης της, και της πριγκίπισσας Μαργαρίτας με το φόρεμα Dior των 21ων γενεθλίων της – όλα εκτίθενται στο Λονδίνο.
Συμπεριλαμβάνονται επίσης η βραβευμένη με Οσκαρ επιτυχία του ως ενδυματολόγου στην ταινία του 1964 «Ωραία μου κυρία», αλλά και μια επιστροφή στις εδουαρδιανές ρίζες του. Στις μεγάλες, τολμηρές φωτογραφίες που τράβηξε για την ταινία, η Οντρεϊ Χέπμπορν αποπνέει την «ομορφιά ενός χαμένου παιδιού του Μπαρνάρντο», όπως τη χαρακτήριζε ο ίδιος ο Μπίτον – μια εξαγνισμένη εκδοχή των ζωηρών Bright Young Things που είχε πρώτος απαθανατίσει δεκαετίες νωρίτερα.
