Θέματα

Ανάλυση: Τα τρία μεγάλα λάθη της Ανγκελα Μέρκελ

Ο Γιάσα Μουνκ, καθηγητής στο Χάρβαρντ και ένας από τους πιο οξυδερκείς αναλυτές του φαινομένου της ανόδου του λαϊκισμού, θεωρεί ότι η Ιστορία θα κρίνει την καγκελάριο με τρόπο κατά πολύ σκληρότερο από όσο φανταζόμαστε σήμερα
Protagon Team

Η Άνγκελα Μέρκελ συγκαταλέγεται μεταξύ των πιο «αξιόλογων δυτικών ηγετών των καιρών μας» ενώ ανέλαβε και τον ρόλο της ντε φάκτο «ηγέτιδας του ελεύθερου κόσμου». Αυτό υποστήριξε η συντακτική ομάδα των New York Times την προηγούμενη εβδομάδα, αφότου η γερμανίδα καγκελάριος κοινοποίησε την απόφασή της να αποχωρήσει οριστικά από την πολιτική. Την ώρα που πολλά γερμανικά Μέσα έβαλαν κατά της Μέρκελ, η νεοϋορκέζικη εφημερίδα έπλεκε το εγκώμιό της, υπογραμμίζοντας, μεταξύ άλλων, πως επέλεξε «αξιοπρεπώς», παρότι «κάποιοι θα έλεγαν βλακωδώς», να ανοίξει τα σύνορα της Γερμανίας στους πρόσφυγες από τη Συρία και να διασώσει τρεις φορές την Ελλάδα από τη χρεοκοπία.

Ο Γιάσα Μουνκ, ωστόσο, καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Harvard και ένας από τους πιο οξυδερκείς αναλυτές του φαινομένου της ανόδου του λαϊκισμού και της κρίσης της φιλελεύθερης δημοκρατίας, έχει διαμετρικά αντίθετη άποψη. Ο συγγραφέας του βιβλίου «The People v. Democracy» (Ο Λαός κατά της Δημοκρατίας) υποστηρίζει σε άρθρο του στο Foreign Affairs πως «η ιστορία θα κρίνει τη Μέρκελ με τρόπο κατά πολύ σκληρότερο από όσο φανταζόμαστε σήμερα».

Κυρίως εξαιτίας του τρόπου που διαχειρίστηκε την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και την προσφυγική κρίση του 2015. Αλλά και για το γεγονός ότι εμφανίστηκε απρόθυμη να αντιμετωπίσει τους αυταρχικούς λαϊκιστές ηγέτες της Ουγγαρίας και της Πολωνίας, καθώς η αποδυνάμωση της φιλελεύθερης δημοκρατίας στην Κεντρική Ευρώπη (την οποία ανέχτηκε η Μέρκελ) κατέληξε σήμερα να απειλεί την ύπαρξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η κρίση του ευρώ που κυριάρχησε στην ευρωπαϊκή πολιτική από το 2008 κι έπειτα, αποκάλυψε ένα δομικό λάθος στη σύλληψη και τη δημιουργία του κοινού νομίσματος. Για την επίτευξη ενός τόσο σύνθετου εγχειρήματος, μακροπρόθεσμα είναι απαραίτητη η εφαρμογή κοινών, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, φορολογικών και οικονομικών πολιτικών, μας υπενθυμίζει ο Μουνκ, και σημειώνει πως η Μέρκελ και οι ευρωπαίοι ομόλογοί της έπρεπε να επιλέξουν είτε την περαιτέρω ενοποίηση της ΕΕ, παρά την αντίθετη άποψη πολλών, είτε την έξωση των πιο αδύναμων μελών από την Ευρωζώνη, αν όχι τη διάλυση του ευρώ.

Διαδηλωτές λένε όχι στα μέτρα λιτότητας και διαμαρτύρονται έξω από τη Βουλή την ημέρα της επίσκεψης της γερμανίδας καγκελαρίου στην Αθήνα, το 2014: το πρώτο μεγάλο λάθος της καγκελαρίου ήταν ο τρόπος που χειρίστηκε την χρηματοπιστωτική κρίση (ΛΙΑΚΟΣ  ΓΙΑΝΝΗΣ/IntimeNews)

Η καγκελάριος, ωστόσο, ακολούθησε μια μεσαία οδό. Μην επιθυμώντας ούτε να προβεί σε φιλόδοξες δομικές μεταρρυθμίσεις εντός της Ευρωζώνης ούτε να εξαναγκάσει τις υπερχρεωμένες χώρες να την εγκαταλείψουν, ενέκρινε μια σειρά από «πακέτα διάσωσης» κατάλληλα μόνον για την αποτροπή της επικείμενης καταστροφής. Και παρότι η απόφασή της βραχυπρόθεσμα αποδείχτηκε αποτελεσματική, καθώς κανένα από τα «γουρούνια» (P.I.G.S – Portugal, Italy, Greece, Spain) δεν αποχώρησε από τη ζώνη του ευρώ, μακροπρόθεσμα το κόστος της στρατηγικής της – «ή, μάλλον, της απουσίας μιας στρατηγικής – υπήρξε τεράστιο»: μια δεκαετία λιτότητας που επιβάρυνε περαιτέρω τις οικονομίες των χωρών της Νότιας Ευρώπης, καταδικάζοντας εκατομμύρια νέους στην ανεργία και εξαναγκάζοντας εκατοντάδες χιλιάδες άλλους να μεταναστεύουν. Η αίσθηση πως επιβλήθηκαν οι αποφάσεις του Βερολίνου δίχως κανένα περιθώριο διαπραγμάτευσης είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθεί δραματικά και η δυσαρέσκεια σημαντικής μερίδας ευρωπαίων πολιτών, ειδικά στην Ελλάδα και στην Ιταλία, για την καγκελάριο και τη Γερμανία ενώ σε συλλογικό επίπεδο, δέκα χρόνια μετά, το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει τους ίδιους κινδύνους.

Όσον αφορά τους πρόσφυγες, το κύριο λάθος της Μέρκελ, υπήρξε και πάλι η απουσία μιας ξεκάθαρης στρατηγικής. Αφότου ξέσπασε η προσφυγική κρίση, το 2015, με εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους να προσπαθούν μέχρις εσχάτων να φτάσουν στην ευρωπαϊκή επικράτεια, αρχικά η καγκελάριος επέλεξε να σιωπήσει. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, ωστόσο, επικρίθηκε έντονα για τον παγερό τρόπο με το οποίο απάντησε σε ένα μικρό κορίτσι από την Παλαιστίνη (το οποίο κλαίγοντας τη ρώτησε γιατί δεν μπορεί να παραμείνει μαζί με την οικογένειά της στη Γερμανία) αλλά και για το γεγονός ότι παρέλειψε να καταδικάσει εγκαίρως μια ξενοφοβική επίθεση. Βλέποντας χιλιάδες Γερμανούς να υποδέχονται τους πρόσφυγες στους σιδηροδρομικούς σταθμούς, η Μέρκελ πείστηκε πως οι συμπολίτες της τάσσονται στην πλειονότητά τους υπέρ της αρωγής τους και αποφάσισε να κρατήσει ανοιχτά τα σύνορα.

Ξαφνικά, όμως, η κοινή γνώμη αντιστράφηκε, κυρίως γιατί πολλοί Γερμανοί θεώρησαν πως η εν λόγω κατάσταση έκτακτης ανάγκης θα παρατεινόταν διαρκώς. Και μετά τη σεξουαλική παρενόχληση δεκάδων γυναικών κατά τους εορτασμούς για την έλευση της νέας χρονιάς στην Κολονία, η «κουλτούρα της υποδοχής» των προσφύγων αντικαταστάθηκε από τον «φόβο των νεοφερμένων». Η καγκελάριος έσπευσε να διορθώσει το λάθος της, κυρίως μέσω της συμφωνίας που συνήψε με την Τουρκία. Αλλά παρότι έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να μειώσει τις μεταναστευτικές ροές, επέλεξε να μην αλλάξει δημόσια τη στάση της και να μην ξεκινήσει έναν ειλικρινή διάλογο για τις προκλήσεις που έθετε η άφιξη τόσων πολλών προσφύγων.

Σύροι πρόσφυγες βγάζουν σέλφι με την Μέρκελ έξω από προσφυγικό καταυλισμό του Βερολίνου. Το δεύτερο μεγάλο λάθος της Μέρκελ, σύμφωνα με τον Μουνκ, δεν ήταν το άνοιγμα των συνόρων αλλά ότι δεν ξεκαθάρισε εξαρχής ότι επρόκειτο για ένα έκτακτο μέτρο (REUTERS/Fabrizio Bensch/File Photo)

Το μεγάλο λάθος της Μέρκελ, σύμφωνα με τον Μουνκ, δεν ήταν το άνοιγμα των συνόρων αλλά το γεγονός ότι δεν ξεκαθάρισε  εξαρχής ότι επρόκειτο για ένα έκτακτο μέτρο που δεν θα εφαρμοζόταν ξανά και δεν προέβη στις κατάλληλες ενέργειες με στόχο την ελαχιστοποίηση των όποιων προβλημάτων επέφερε η μαζική είσοδος στη χώρα περισσότερων από ένα εκατομμύριο ανθρώπων. Επέτρεψε, έτσι, στην ακροδεξιά και εθνικιστική Εναλλακτική για τη Γερμανία να τροφοδοτήσει και να εκμεταλλευτεί τους φόβους και τις ανησυχίες των γερμανών πολιτών, καταλήγοντας, σήμερα, να συγκαταλέγεται μεταξύ των κύριων πολιτικών δυνάμεων της πατρίδας της.

Η ιστορία, όμως, θα κρίνει την Άνγκελα Μέρκελ κατά πολύ αυστηρότερα από όσο διαφαίνεται σήμερα, ειδικά για την αποτυχία της να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την επέλαση του «αυταρχικού λαϊκισμού» πέραν των συνόρων της Γερμανίας. Η πιο βαριά από τις κατηγορίες που προσάπτει στη γερμανίδα καγκελάριο ο Γιάσα Μουνκ, δεν αφορά ούτε τους Σύρους, ούτε τους Έλληνες αλλά την πολιτική ηγεσία της Ουγγαρίας.

Γιατί ενώ ο Βίκτορ Ορμπαν δεν έκρυψε ποτέ ότι στόχος του ήταν να εδραιώσει τη θέση του στην εξουσία εις βάρος του κράτους δικαίου, η Μέρκελ δεν προέβη στις απαραίτητες ενέργειες ώστε να δοθεί μια κοινή ευρωπαϊκή απάντηση στις προκλήσεις του ούγγρου πρωθυπουργού. Δεν ζήτησε από τις Βρυξέλλες ούτε να ξεκινήσουν τις απαραίτητες ενέργειες για την αποπομπή της Ουγγαρίας από την ΕΕ ούτε να τερματιστεί η παροχή γενναιόδωρων κονδυλίων στη χώρα. Επιπρόσθετα, επέτρεψε στο Fidesz, το κόμμα του Ορμπαν, να παραμείνει στους κόλπους του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος στο οποίο ανήκουν και οι δικοί της Χριστιανοδημοκράτες της Γερμανίας.

O πρωθυπουργός της Ουγγαρίας Βίκτορ Oρμπαν, το τρίτο και μεγαλύτερο λάθος της Μέρκελ κατά τον Μουνκ.

Το αποτέλεσμα ήταν η κατάλυση, ουσιαστικά, της φιλελεύθερης δημοκρατίας στην Ουγγαρία. Αλλά η απραξία της Μέρκελ (και των υπόλοιπων ευρωπαίων ηγετών) επέτρεψε στον Ορμπαν να συμμαχήσει με άλλες αυταρχικές κυβερνήσεις (όπως της Πολωνίας, για παράδειγμα), γεγονός που καθιστά ακόμα πιο δύσκολη την απόδοση ευθυνών και τη λήψη των κατάλληλων μέτρων για την αναχαίτιση του λαϊκισμού και της αυταρχικότητας. Αυτό σημαίνει ότι στο άμεσο μέλλον η ΕΕ θα συνεχίσει να ανέχεται την ύπαρξη ντε φάκτο δικτατοριών, υπονομεύοντας έτσι την ίδια τη νομιμότητα της ένωσης.

Καταλήγοντας ο Μουνκ αναγνωρίζει πως, κάτω από φυσιολογικές συνθήκες, η Ανγκελα Μέρκελ θα ήταν μια εξαιρετική ηγέτιδα. Έτυχε, ωστόσο, να αναλάβει την εξουσία σε μια περίοδο της μεταπολεμικής ιστορίας της Γερμανίας κατά την οποία η χώρα – αλλά και ο υπόλοιπος κόσμος – χρειάζονταν μια ηγεσία με ένα τολμηρό όραμα, το οποίο αποδείχτηκε πως η καγκελάριος δεν είχε ποτέ.