Τι ξέρετε για τον Βασίλη Τσιτσάνη;
Θέματα

Τι ξέρετε για τον Βασίλη Τσιτσάνη;

Γεννήθηκε στις 18 Ιανουαρίου 1915 και έφυγε από τη ζωή την ίδια ημερομηνία το 1984. Ανανέωσε τον ήχο της λαϊκής μουσικής, άφησε ορισμένους από τους μεγαλύτερους «ύμνους» -με κυρίαρχη τη «Συννεφιασμένη Κυριακή»- και πέρασε στο πάνθεον των δημιουργών του νεοελληνικού πολιτισμού. Ο καλλιτέχνης και το έργο του σε 10 ερωτήσεις-απαντήσεις
Protagon Team

Τουλάχιστον τρεις είναι οι περιπτώσεις των μεγάλων δημιουργών που γεννήθηκαν και έφυγαν από τη ζωή την ίδια ημερομηνία. Με την εξαίρεση του Καβάφη 29 Απριλίου 1863 και 29 Απριλίου 1933), οι άλλοι δύο προέρχονται από τον χώρο του λαϊκού τραγουδιού. Ο Μανώλης Χιώτης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 21 Μαρτίου 1921 και πέθανε την ίδια ημερομηνία το 1970. Μοιραζόταν το ίδιο πάθος με τον Βασίλη Τσιτσάνη, ο οποίος γεννήθηκε στα Τρίκαλα στις 18 Ιανουαρίου 1915.

Μέχρι σήμερα έχουν γραφτεί πολλά για το έργο του, ενώ έχουν κυκλοφορήσει αξιόλογες μελέτες (Χατζηδουλής, Αλεξίου, Γεωργιάδης, Ορδουλίδης, Χριστιανόπουλος κ.ά). Πρόκειται για ένα έργο ανεξάντλητο ακόμη σε αναγνώσεις, ενώ πάντοτε υπάρχουν λεπτομέρειες που μπορεί να ξεχνιούνται ή να περιμένουν την αναθεώρησή τους. Ορισμένες από αυτές θυμόμαστε με τη μορφή ερωταπαντήσεων.

Με ποιο τραγούδι του εμφανίζεται στη δισκογραφία;

Με το «Σ’ ένα ντεκέ σκαρώσαμε», το 1936, με συνδημιουργό τον Δημήτρη Περδικόπουλο και ερμηνεύτρια τη Γεωργία Μηττάκη, μια από τις κορυφαίες του δημοτικού τραγουδιού. Στην άλλη πλευρά του δίσκου παίζει μπουζούκι στο «Σιγά καλέ την άμαξα», που ερμηνεύει ο Περδικόπουλος. Ουσιαστικά ο Τσιτσάνης ξεκινάει τη δισκογραφική πορεία του με ένα χασικλίδικο, φανερώνοντας την επιρροή που είχαν στους νεότερους δημιουργούς εκείνα τα τραγούδια:

Σ’ ένα ντεκέ μπουκάρανε τρεις μάγκες φιλαράκοι
τον αργελέ σκαρώσανε με προυσιανό μαυράκι
Φίνο ντεκέ σκαρώσανε, που δούλευε ρολόι
και πήγαινε και φούμερνε όλο το σκυλολόι

Ο δίσκος «Σ’ ένα ντεκέ….»  του 1936, από την ODEON (collection.melos-project.gr)

Για ποια είναι γραμμένη η «Αρχόντισσα»;

Για την Ελίζα, μια νεαρή χήρα που κατάντησε αλκοολική και εκτελέστηκε από τους Γερμανούς το 1941 επειδή έβρισε έναν από αυτούς. Ο Τσιτσάνης πληροφορήθηκε τον θάνατό της επτά χρόνια αργότερα, καθώς εκείνη την εποχή βρισκόταν στο αλβανικό μέτωπο. Τη γυναίκα αυτή αγαπούσε ο συμμαθητής του από τα Τρίκαλα Λάκης, αλλά ο έρωτάς του έμεινε ανεκπλήρωτος.

Το αριστουργηματικό χασάπικο του 1938 –σε πρώτη εκτέλεση με τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Στελλάκη Περπινιάδη– γράφτηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου ο συνθέτης υπηρετούσε στο Τάγμα Τηλεγραφητών.

Ποιον μετέπειτα αρχηγό κόμματος γνώρισε στη Θεσσαλονίκη το 1938;

Τον Χαρίλαο Φλωράκη. Το 1938, ο στρατευμένος Τσιτσάνης υπηρετεί στο Τάγμα Τηλεγραφητών, όπου στέλνεται και ο Φλωράκης. Τότε πρωτογνωρίζονται και συναντιούνται ξανά το 1940 στο Τάγμα Μηχανικών στα Γιαννιτσά, πριν αναχωρήσουν για το μέτωπο.

Ο Φλωράκης θα διηγηθεί αργότερα:

«Οταν πήγα εγώ στο Τάγμα ο Τσιτσάνης ήταν ήδη γνωστός και αγαπητός στους φαντάρους. Συχνά τα βράδια μετά το προσκλητήριο πηδούσε τα συρματοπλέγματα με κάποιον άλλο και πήγαιναν στις ταβέρνες που ήταν γύρω από το στρατόπεδο και δούλευαν μέχρι αργά το βράδυ. Με τον ίδιο τρόπο ξαναγύριζαν και ούτε γάτος ούτε ζημιά.

»Κάποια φορά όμως ο επιλοχίας τού έστησε καρτέρι και τον έπιασε στα πράσα, που πηδούσε τον φράχτη. Την άλλη μέρα το πρωί στην αναφορά τον ρωτάει ο λοχαγός: “Τι γύρευες στα σύρματα τέτοια ώρα, Τσιτσάνη;”. Κι αυτός, με χιούμορ και ετοιμόλογος, του απαντά: “Ασυρματιστής δεν είμαι, κυρ λοχαγέ; Πήγα να τα επιθεωρήσω, να δω αν είναι εντάξει”».

Ο Χαρίλαος Φλωράκης (Αρχείο ΚΚΕ)

Ποιο τραγούδι του δεν κόπηκε από τη λογοκρισία;

Το «Κάποια μάνα αναστενάζει» (1947), που ακουγόταν στη Θεσσαλονίκη την περίοδο του Εμφυλίου, ενώ ήταν απαγορευμένο σε οποιοδήποτε άλλο μέρος της Ελλάδας. Και αυτό επειδή ο ταγματάρχης της χωροφυλακής Νικόλαος Μουσχουντής ήταν φίλος του Τσιτσάνη  και την περίοδο της Κατοχής σύχναζε στο ουζερί του συνθέτη, στην οδό Παύλου Μελά (Διαγώνιος) της Θεσσαλονίκης. Η φιλία τους αυτή επισφραγίστηκε άλλωστε με κουμπαριά, όταν ο Μουσχουντής πάντρεψε τον Τσιτσάνη με τη γυναίκα του Ζωή Σαμαρά το 1942.

Ποιο τραγούδι του ακούγεται στον «Θίασο» του Αγγελόπουλου;

Το «Κάνε λιγάκι υπομονή», το οποίο ο σκηνοθέτης χρησιμοποίησε για να αποτυπώσει το κλίμα του 1951. Το τραγούδι είχε φωνογραφηθεί στις 11 Νοεμβρίου 1948 με τη Σωτηρία Μπέλλου και συνδέθηκε για πάντα με την Ελλάδα του Εμφυλίου. Περιλήφθηκε μάλιστα στον κατάλογο των «απαγορευμένων ασμάτων» της Αστυνομικής Διεύθυνσης Αθηνών, προκειμένου να προστατευθούν «η θρησκεία, η πατρίδα, η ηθική και τα ελληνικά ήθη και έθιμα».

Ποιες τραγουδίστριες εμφανίστηκαν στο «Χάραμα» στο ξεκίνημά τους;

Τη δεκαετία του 1970, δίπλα στον Τσιτσάνη στο «Χάραμα» τραγουδούσαν κάνοντας τα περάσματά τους οι Βίκυ Μοσχολιού, Χάρις Αλεξίου, Δήμητρα Γαλάνη (στην οποία έδωσε σε επανεκτέλεση το «Ακρογιαλιές δειλινά» και το «Νοσταλγία»), Μαρίζα Κωχ, Τάνια Τσανακλίδου, Λιζέτα Νικολάου, Αλεξάνδρα κ.ά. Τελευταία στενή συνεργάτις του υπήρξε η Χαρούλα Λαμπράκη.

Ποιο ήταν το μοναδικό τραγούδι του που ερμήνευσε η Σοφία Βέμπο;

Η διασκευή του, για την ακρίβεια, στην παραδοσιακή «Γερακίνα», το 1949 (Odeon). Είχαν προηγηθεί, στις 14 Ιουλίου 1947, η φωνογράφηση της Δανάης και του Τώνη Μαρούδα για την Columbia, και δύο μέρες αργότερα εκείνη της Ιωάννας Γεωργακοπούλου, του Τσιτσάνη και του Πρόδρομου Τσαουσάκη για την HMV. Πάντως για τη φωνή της Βέμπο είχε γράψει και τη «Σεράχ», την οποία τελικά τραγούδησε η Μαρίκα Νίνου το 1951.

Εχει τραγουδήσει Τσιτσάνη ο Μάρκος Βαμβακάρης;

Ναι, τουλάχιστον σε 24 καταγεγραμμένες ηχογραφήσεις, ως πρώτη φωνή ή σεγόντο. Το πρώτο τραγούδι στο οποίο συμμετείχε ήταν το «Να γιατί περνώ», όπου έκανε δεύτερη φωνή στη Σοφία Καρίβαλη. Ακολούθησαν τα «Φάνταζες σαν πριγκιπέσσα», όπου τραγουδούσε με τους Απόστολο Χατζηχρήστο και Τσιτσάνη, το «Βάρκα γιαλό» (με τους ίδιους) και «Κάτσε ν’ ακούσεις μια πενιά», μαζί με τον Πρόδρομο Τσαουσάκη και τον Τσιτσάνη.

Σε ποια ξένη ταινία ακούγεται μουσική του;

Στην «Ακαταμάχητη Αφροδίτη» (1995) του Γούντι Αλεν. Το πρώτο κομμάτι του σάουντρακ είναι το «Νέο μινόρε» του Τσιτσάνη και το δεύτερο ο «Χορός του Σάκαινα» του Σταύρου Ξαρχάκου. Η ταινία ξεκινάει μέσα σε αρχαιοελληνικά ερείπια –και ενώ ακούγεται το μπουζούκι του Τσιτσάνη– και με τον Χορό μιας τραγωδίας να αφηγείται την ιστορία του αθλητικογράφου Λένι, που μαζί με τη φιλόδοξη επιμελήτρια τέχνης Αμάντα αποφασίζουν να υιοθετήσουν ένα αγόρι.

Σε ποια τραγούδια ακούγεται το όνομά του σε στίχο;

Προφανώς η λίστα είναι μεγάλη. Ενδεικτικά, στο «Γεννήθηκα στη Σαλονίκη» του Διονύση Σαββόπουλου («Από τα χώματα και με το αεράκι/ βλέπει το τραμ να έρχεται γραμμή/ είναι κατάφωτο και στο σκαλοπατάκι/ στέκει ο Τσιτσάνης μ’ ένα μικρό βιολί»), αλλά και στη «Θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη» («Το δωμάτιο είναι κρύο και στενό / κι ο Τσιτσάνης μ’ ένα «γιάλα» με προγκάρει»). Αναφέρεται επίσης στο «Φεγγάρι» του Μίκη Θεοδωράκη («Παίξε, Τσιτσάνη μου, το μπουζουκάκι…»), αλλά και στο «Σαββατόβραδο» σε στίχους του Τάσου Λειβαδίτη («Ενα τραγούδι του Τσιτσάνη κλαίει κάπου μακριά…»).

Στο τραγούδι των Λοΐζου – Παπαδόπουλου «Δέκα παλικάρια» ακούμε: «Και το βράδυ-βράδυ ήρθαν με τα μας / Μάρκος Βαμβακάρης με Τσιτσάνη / σμίξαν τα μπουζούκια και ο μπαγλαμάς / με τον ταμπουρά του Μακρυγιάννη». Ο Σταύρος Κουγιουμτζής γράφει επίσης: «Σ’ αυτό τον κόσμο είμαστε ξένοι / το κάθε σπίτι μια φυλακή / και η ζωή μας συννεφιασμένη / σαν του Τσιτσάνη την Κυριακή» («Αυτός ο κόσμος», 2000).

Στον «Σαμάνο» του Θανάση Παπακωνσταντίνου: «Ζεϊμπέκικο της Κυριακής / σαν τη βροχή στο τζάμι / βήματα, φτερουγίσματα / από παλιό Τσιτσάνη» («Ζεϊμπέκικο της Κυριακής»). Στο «Φασμπίντερ και ξερό ψωμί» του Τζίμη Πανούση: «Πόσο θ’ αντέξουνε ο Μάρκος κι ο Τσιτσάνης / δεν έχουν κάνει ούτε ένα βίντεο-κλιπ». Και η Λίνα Νικολακοπούλου γράφει στον «Βράχο»: «Και λέω, θέλω να ’χω κι εγώ λίγα μεράκια / Τσιτσάνη σού μιλώ».

Φυσικά, το όνομά του έχει μπει και σε δικά του τραγούδια: στη «Ζημιά», όπου η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου γράφει: «Κι αν κάνω και καμιά ζημιά, Τσιτσάνη μου, εγώ θα την πληρώσω». Και στο «Μπαξέ τσιφλίκι»: «Μαριγώ θα σε τρελάνει, ν’ ακούσεις τον Τσιτσάνη να σου παίξει φίνο μπαγλαμά».

Exit mobile version