1162
Η Μύκονος είναι ο σημαιοφόρος του αναπτυγμένου τουριστικά τμήματος της Ελλάδας | Shutterstock

Τουρισμός: Δύο μελέτες, αρκετές διαπιστώσεις και πολλά déjà vu

Χριστίνα Πουτέτση Χριστίνα Πουτέτση 22 Νοεμβρίου 2018, 17:22
Η Μύκονος είναι ο σημαιοφόρος του αναπτυγμένου τουριστικά τμήματος της Ελλάδας
|Shutterstock

Τουρισμός: Δύο μελέτες, αρκετές διαπιστώσεις και πολλά déjà vu

Χριστίνα Πουτέτση Χριστίνα Πουτέτση 22 Νοεμβρίου 2018, 17:22

Δεν ήταν άγνωστα αυτά που ακούστηκαν την Τρίτη το απόγευμα στην εκδήλωση του ΙΝΣΕΤΕ και της PwC. Οι δύο μελέτες τους «Hotel Study: ανάλυση οικονομικών στοιχείων των ξενοδοχείων στην Ελλάδα – ανά προορισμό και ανά κατηγορία αστεριών» και «Η επόμενη ημέρα του ελληνικού τουρισμού», που παρουσιάστηκαν, επιβεβαίωσαν με νέα στοιχεία και αριθμούς όσα συζητιούνται κατά καιρούς μεταξύ φορέων, παραγόντων και επιχειρηματιών, για τον ελληνικό τουρισμό ως νευραλγικό κομμάτι της εγχώριας οικονομίας.

Ένας τομέας που ακούστηκε ξανά ότι συνεισφέρει στο ΑΕΠ (άμεσα 8%), με τον ξενοδοχειακό κλάδο να κατέχει το 3,5% και κύκλο εργασιών 5,7 δισ. ευρώ ετησίως.

Οι διαπιστώσεις ήταν αρκετές.

Η Ελλάδα τουριστικά διακρίνεται σε δύο χώρες: την αναπτυγμένη και την «άλλη», τη μειονεκτική. Πέντε περιοχές – Κρήτη, Νότιο Αιγαίο, Ιόνια, Αττική και Κεντρική Μακεδονία – συγκεντρώνουν το 85% της τουριστικής δραστηριότητας και το 77% των κλινών. Στις υπόλοιπες, το τουριστικό δυναμικό υποαπασχολείται και τα περισσότερα ξενοδοχεία είναι υπερδανεισμένα και σε δεινή λειτουργική και οικονομική θέση. Αντίθετα, οι ξενοδοχειακές μονάδες στις Κυκλάδες δεν έχουν δάνεια και υποχρεώσεις και παρουσιάζουν τον μεγαλύτερο τζίρο και κερδοφορία. Γιατί «δεν έχουν κάνει μεγάλες επενδύσεις», σχολίασε αργότερα ο διευθύνων σύμβουλος της Eurobank Φωκίων Καραβίας, χαρακτηρίζοντάς τις «τεχνητά μεγάλες αποδόσεις».

Από αριστερά, ο γενικός διευθυντής του ΙΝΣΕΤΕ Ηλίας Κικίλιας, ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ Γιάννης Ρέτσος, ο διευθύνων σύμβουλος της Eurobank Φωκίων Καραβίας, ο πρώην regional director ΤUI Destinations Experiences East Mediterranean Μιχάλης Μαυρόπουλος και ο εντεταλμένος σύμβουλος της PwC Κώστας Μητρόπουλος

Σε κάθε περίπτωση, ο προορισμός επιβεβαιώνεται ότι είναι ο πρωταρχικός καθοριστικός παράγοντας της οικονομικής απόδοσης της επιχείρησης. Και η ανάδειξη – ανάπτυξη προορισμών είναι το ζητούμενο, καθώς και η επιμήκυνση της περιόδου ενισχύεται με τη δημιουργία τουριστικών προϊόντων, που προσφέρουν ταξιδιωτικές εμπειρίες. Μια διαπίστωση – «deja vu». Πρωτακούστηκε στην Αθήνα το 2006, στην πολυσυζητημένη μελέτη του Εουλόχιο Μπόρντας «Ανάπτυξη της Στρατηγικής Μάρκετινγκ και του Συστήµατος Ταυτότητας του Ελληνικού Τουρισµού», που εκπονήθηκε για τον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού (ΕΟΤ). Η δημιουργία τουριστικών προϊόντων έχει επαναληφθεί πολλές φορές έκτοτε.

«Η απαίτηση για συμπράξεις και συνεργασία είναι περισσότερο από ποτέ επιτακτική», υπογράμμισε ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ) Γιάννης Ρέτσος, στην επίσημη παρουσίαση της μελέτης.

Η σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα είναι ένα όραμα, που έχει γίνει πράξη σε εξέχουσες περιπτώσεις (π.χ. Αθήνα) και σε άλλες αποτελεί ουτοπία. «Σίγουρα έχει να κάνει με την οργάνωση του προϊόντος», πρόσθεσε ο κ. Ρέτσος.

Διαπίστωση: Σύμφωνα με τη μελέτη της PwC ο ελληνικός τουρισμός παραμένει ένας από τους κύριους παράγοντες ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, αλλά απαιτούνται στρατηγικές προσαρμογές για την αύξηση της αξίας του.

Η μελέτη καταλήγει σε τρεις επενδυτικές στρατηγικές για την ανάπτυξη του ελληνικού τουρισμού: την ανάπτυξη «δευτερευόντων» προορισμών, την προσθήκη χωρητικότητας σε κυρίους προορισμούς και την αναβάθμιση των ξενοδοχειακών μονάδων στην επόμενη κατηγορία. Οι τέσσερις πολιτικές που προτείνονται απαιτούν την οικοδόμηση μιας νέας σχέσης συνεργασίας μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, για την προσέλκυση τουριστών με υψηλό εισόδημα και ταχεία ανάπτυξη εκτός Ευρωπαϊκής Ενωσης, την εισαγωγή συμπληρωματικών προϊόντων, την επέκταση ζήτησης σε δευτερεύοντες προορισμούς και την επέκταση και αναβάθμιση του τουριστικού προϊόντος.

Oσα ακούστηκαν είναι χρόνια ζητήματα που προκύπτουν διαρκώς σε κάθε μελέτη η οποία αναφέρεται στον ελληνικό τουρισμό και στην περαιτέρω ανάπτυξή του. Αλλά δεν μπορούν να επιλυθούν όταν αντιμετωπίζονται αποσπασματικά. Ή απλά δεν αντιμετωπίζονται.

Το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων περικόπτεται κατά 550 εκατ. ευρώ. Αυτό την ώρα που οι δημόσιες υποδομές και βασικές λειτουργίες και υπηρεσίες προορισμών που επιβαρύνονται τη θερινή περίοδο δείχνουν ότι βρίσκονται στο κόκκινο. Με αναφορές για σημάδια υπερτουρισμού. Με τα σκουπίδια να κάνουν βουνά στην Κέρκυρα και οι Κυκλάδες, όπου βρίσκονται οι πλέον αναγνωρίσιμοι ελληνικοί προορισμοί – Μύκονος και Σαντορίνη – να έχουν διακοπές ηλεκτροδότησης και υδροδότησης.

Αεροφωτογραφία από το Πευκοχώρι: στη Χαλκιδική πραγματοποιούνται οι περισσότερες επενδύσεις

Διαπίστωση: Οι ελληνικοί προορισμοί συνεχίζουν να χαρακτηρίζονται από υψηλή εποχικότητα. Ολοι παρουσιάζουν ενδείξεις υπερπροσφοράς και μόνο σε περίοδο αιχμής μπορεί να υπάρξει έλλειψη χωρητικότητας, το 2022 στην Κρήτη, το Νότιο Αιγαίο και τα Ιόνια νησιά. Η τρέχουσα χωρητικότητα βρίσκεται σημαντικά κάτω από το 80% πληρότητας την περίοδο αιχμής, σε όλους τους προορισμούς, εκτός από αυτούς τους τρεις. Αντίθετα, η Δυτική Μακεδονία, η Κεντρική Ελλάδα και η Θεσσαλία υποφέρουν από σημαντική υπερπροσφορά κλινών. Με εξαίρεση τις Κυκλάδες και οριακά την Αττική, η κερδοφορία είναι ανεπαρκής για να εξυπηρετήσει τον υπάρχοντα δανεισμό, ενώ η υπερπροσφορά, ή αντίστοιχα η έλλειψη επαρκούς ζήτησης, έχει οδηγήσει τα ξενοδοχεία πέντε αστέρων σε πόλεμο τιμών, ο οποίος έχει παρασύρει και όλες τις χαμηλότερες κατηγορίες.

Η εταιρία συμβούλων διακρίνει επιβράδυνση του κύκλου ανόδου τουριστικών αφίξεων. Η Ελλάδα βρίσκεται στην κορυφή του τρέχοντος κύκλου της και οποιαδήποτε επιβράδυνση, έχει αντίκτυπο στις τιμές και τη μέση διάρκεια διαμονής, ενώ καθυστερεί τις επενδύσεις. Αυτός εκτιμάται ως ο σημαντικότερος κίνδυνος, αποτέλεσμα της οικονομικής συμπεριφοράς των εισερχόμενων τουριστών αλλά και του ανταγωνισμού από άλλους προορισμούς.

Ετσι με βάση τη μελέτη και το δείγμα 1.258 ξενοδοχείων των οποίων οι ισολογισμοί του 2015 εξετάστηκαν, το 50% αυτών (549) είναι Stars, δηλαδή διεθνώς ανταγωνιστικά. Περίπου το 25% – 290 ξενοδοχεία – είναι Ζombies και παρουσιάζουν συρρίκνωση εσόδων, μηδενική ή αρνητική κερδοφορία και μη βιώσιμο δανεισμό.

Διαπίστωση: Τα ελληνικά ξενοδοχεία απαιτούν κυρίως επενδύσεις ανακαίνισης, καθώς υπάρχει ήδη υπερπροσφορά κλινών. Η μελέτη υποστηρίζει ότι θα χρειαστούν 6,2 δισ. ευρώ ώστε ο ελληνικός τουρισμός να παραμείνει ανταγωνιστικός τα επόμενα πέντε χρόνια. Κυρίως για την αναβάθμιση του υφιστάμενου δυναμικού (4,8 δισ. ευρώ) και δευτερευόντως (1 δισ. ευρώ) για την κατασκευή επιπλέον κλινών και τη συντήρηση υφιστάμενων εγκαταστάσεων (300 εκατ. ευρώ).

Εν τω μεταξύ, πάνω από 400 ξενοδοχεία με βιώσιμο δανεισμό πρέπει πρώτα να αναδιαρθρώσουν ή να αναχρηματοδοτήσουν το χρέος τους πριν προσελκύσουν νέες επενδύσεις. Υπολογίζεται διαγραφή χρέους ύψους 490 εκατ. ευρώ για να απελευθερωθούν περιουσιακά στοιχεία (περίπου 18,6 χιλ. κλίνες) κυρίως από ξενοδοχεία Zombies. Αλλά και αναδιάρθρωση ή αναχρηματοδότηση περίπου 2,1 δισ. ευρώ για αποκατάσταση λειτουργικής κερδοφορίας (περίπου 108,3 χιλ. κλίνες).

Την πενταετία 2010-2015 έγιναν επενδύσεις 1,8 δισ. ευρώ, κυρίως για ξενοδοχεία τεσσάρων και πέντε αστέρων, σε δημοφιλείς προορισμούς. Το ίδιο διάστημα μειώθηκαν οι επενδύσεις σε μονάδες τριών – τεσσάρων αστέρων. Η δυσανάλογα μεγάλη αύξηση των δωματίων πέντε αστέρων, δεν συνοδεύτηκε από ανάλογη αύξηση της ζήτησης _ με συνέπεια την υποαπασχόληση των επενδεδυμένων κεφαλαίων, στην οποία συνέβαλε η στόχευση του Αναπτυξιακού Νόμου του 2005, για ενισχύσεις επιχειρηματικών σχεδίων ξενοδοχείων πέντε αστέρων.

Σύμφωνα με τον Κώστα Μητρόπουλο «η κατάσταση του ελληνικού τουρισμού μπορεί να γίνει λαμπρή, με τη σύμπραξη ιδιωτικού και δημόσιου τομέα»

Διαπίστωση: «Βλέπουμε για καιρό τις ίδιες μεγάλες επενδύσεις να βρίσκονται στο προαδειοδοτικό στάδιο», είπε ο εντεταλμένος σύμβουλος της PwC Κώστας Μητρόπουλος. «Τα μεγάλα greenfield ξενοδοχειακά πρότζεκτ ωριμάζουν πάρα πολύ αργά. Το καλύτερο είναι όταν δεν έχεις εξαντλήσει τον συντελεστή δόμησης». Υπάρχουν 14 επενδύσεις greenfield για ξενοδοχεία και βίλες με προϋπολογισμό 2,5 δισ. ευρώ, για περίπου 5.600 δωμάτια. Αλλά απαιτείται 15 χρόνια κατά μέσο όρο, ώστε μια επένδυση να προχωρήσει από το στάδιο του σχεδιασμού στο στάδιο της υλοποίησης.

Συνοψίζοντας ο ίδιος χαρακτήρισε την κατάσταση του ελληνικού τουρισμού ως καλή, σημειώνοντας ότι μπορεί να γίνει λαμπρή, με τη σύμπραξη ιδιωτικού και δημόσιου τομέα.

Οραμα ή ουτοπία;

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...