| Aris Oikonomou/SOOC
Επικαιρότητα

Τόμσεν: Επρεπε να γίνει αναδιάρθρωση χρέους το 2010 – ίσως χρειαστεί νέα τώρα

Ο «mr blue eyes» των μνημονίων επανέρχεται στη δημόσια σφαίρα αποδεχόμενος τα λάθη του παρελθόντος από πλευράς του ΔΝΤ, αλλά επιμένει ότι η ευρωζώνη δεν έχει λύσει τα εγγενή της προβλήματα
Protagon Team

Ο Πολ Τόμσεν, ένας παλαιός μας γνώριμος επιστρέφει. Με συνέντευξή του στα «Νέα Σαββατοκύριακο», ο πρώην διευθυντής του ευρωπαϊκού τμήματος του ΔΝΤ και κεντρικό πρόσωπο της εποχής των μνημονίων , επανέρχεται στα της ελληνικής οικονομίας, 14 μήνες από τη συνταξιοδότησή του.

Ο δανός τεχνοκράτης, που κάποτε σε μια αβάσταχτη ελαφρότητα κάποιοι στη χώρα μας τον λοιδωρούσαν ως «mr blue eyes», έδωσε συνέντευξη στη Μαρία Βασιλείου. Και ενώ απορρίπτει κατηγορηματικά τον κίνδυνο η Ελλάδα να χρειαστεί νέο μνημόνιο, επισημαίνει πως τα υψηλά χρέη που δημιουργεί η πανδημία της Covid-19 θα χρειαστούν αναδιάρθρωση ή αμοιβαιοποίηση μέσω της ΕΚΤ.

«Πιστεύω ότι το χρέος θα πρέπει τελικώς να αναδιαρθρωθεί. Το γεγονός ότι οι χώρες με υψηλό χρέος πρέπει τώρα να στηριχθούν από την Ευρώπη μέσω του RRF (Ταμείου Ανάκαμψης), με τη μορφή επιχορηγήσεων που χρηματοδοτούνται από αμοιβαιοποιημένο χρέος και την παρέκκλιση της ΕΚΤ από την κλείδα κατανομής, δείχνει σαφώς ότι αυτά τα επίπεδα χρέους ορισμένων χωρών είναι μη βιώσιμα υψηλά, με την έννοια ότι δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν κλυδωνισμούς χωρίς να χρειάζονται διάσωση. Μελλοντικά, δεν πιστεύω ότι είναι ρεαλιστικό να υποθέσουμε ότι αυτές οι χώρες μπορούν να μειώσουν το χρέος σε βιώσιμο επίπεδο μέσω δημοσιονομικής εξυγίανσης. Το χρέος θα πρέπει να αναδιαρθρωθεί ή να αμοιβαιοποιηθεί, πιθανώς μέσω της ΕΚΤ», λέει ο Τόμσεν.

Και μια που η κουβέντα πάει στα περί αναδιάρθρωσης χρέους, ο δανός τεχνοκράτης επιστρέφει στις αρχές της ελληνικής κρίσης και στο τι έπρεπε να έχει γίνει 11 ολόκληρα χρόνια πριν — αλλά δεν έγινε.

Στην ερώτηση αν πιστεύει ότι έγιναν τελικά λάθη από την Ευρώπη και το Ταμείο για τα τρία προγράμματα διάσωσης της ελληνικής οικονομίας, ο Τόμσον απαντά συγκεκριμένα:

«Σίγουρα βλέπω διαφορετικά το πρόβλημα απ’ ό,τι το 2010. Ουσιαστικά, το πρόβλημα είναι ότι η είσοδος της Ελλάδας στην ευρωζώνη ήταν μια πολιτική απόφαση που δεν είχε καμία βάση στην οικονομική πραγματικότητα. Η ιδέα που ήταν τότε δημοφιλής στους οικονομολόγους, ότι η υιοθέτηση ενός ονομαστικού ζουρλομανδύα (nominal straitjacket) με τη μορφή ενός κοινού νομίσματος θα ανάγκαζε να υποστηριχθούν πολιτικά οι προαναφερθείσες μεταρρυθμίσεις, αποδείχθηκε ψευδαίσθηση. Το κυρίαρχο πρόβλημα είναι ότι η ευρωζώνη δεν σημειώνει πρόοδο στο να ξεπεράσει τα προβλήματα διακυβέρνησης που προκύπτουν από το γεγονός ότι δεν είναι πολιτική ένωση, το διακριτό χαρακτηριστικό που την ξεχωρίζει από άλλες μεγάλες νομισματικές περιοχές και είναι η πηγή του εγγενούς προβλήματος σταθερότητας. Και δεν σημειώνει πρόοδο η Ευρώπη ούτε στην επιβολή της συμμόρφωσης με τους αδύναμους κανόνες που θεσπίστηκαν ως υποκατάστατο μιας πολιτικής ένωσης, αντιθέτως.

» Στο πλαίσιο αυτό, δεν βλέπω πώς η Ευρώπη θα σημειώσει πρόοδο για να ξεπεραστούν τα διαρθρωτικά προβλήματα που διέπουν τον κατακερματισμό Βορρά – Νότου και πιστεύω ότι η κρίση της COVID-19 θα αυξήσει αυτόν τον κατακερματισμό, παρά τις επιχορηγήσεις και την αμοιβαιοποίηση χρέους. Οπως το βλέπω τώρα, θα ήμουν πολύ πιο δυναμικός στο να υποστηρίξω αναδιάρθρωση του χρέους ήδη το 2010. Αποδέχομαι ότι αυτό θα ήταν επικίνδυνο τότε ελλείψει μηχανισμών ασφάλειας, αλλά τουλάχιστον θα έπρεπε να επιμείνουμε σε μια κατανόηση με τους ευρωπαίους πιστωτές ότι το χρέος θα αναδιαρθρωνόταν μόλις παρουσιάζονταν τέτοιοι μηχανισμοί ασφάλειας. Μολονότι το ΔΝΤ κατέληξε σε αυτό το συμπέρασμα καθυστερημένα, άλλοι φαίνεται να μην έχουν φτάσει εκεί ακόμα».

Σε άλλο σημείο της συνέντευξης, ενδιαφέρον έχει η κρίση του Πολ Τόμσεν ότι ούτε σήμερα, εν μέσω Ελλάδα 2.0, υπάρχει πολιτική στήριξη για τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις.

«Οσον αφορά την Ελλάδα, η δημοσιονομική βιωσιμότητα θα απαιτήσει ένα ευρύ φάσμα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, ιδιαιτέρως του ασφαλιστικού και φορολογικού συστήματος, αλλά και ευρύτερων μεταρρυθμίσεων εκτός δημόσιου τομέα, ώστε να γίνει η οικονομία πιο ανοιχτή και ευέλικτη. Δυστυχώς, σημειώθηκε μικρή πρόοδος σε αυτούς τους τομείς κατά τη διάρκεια της κρίσης και δεν φαίνεται να υπάρχει πολιτική στήριξη για να δοθεί νέα πνοή σε αυτές τις μεταρρυθμίσεις».

Και πιο μετά σημειώνει:

«Νομίζω ότι η Ελλάδα δεν έχει ακόμη καταφέρει να αναλάβει τις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται για να ευημερήσει στην ευρωζώνη. Χωρίς τέτοιες μεταρρυθμίσεις, η Ελλάδα δεν θα καλύψει τα κενά και μεγάλος αριθμός νέων θα συνεχίσει να φεύγει για να αναζητήσει μια καλύτερη ζωή αλλού. Αυτή είναι η θεμελιώδης πρόκληση που εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν οι έλληνες υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής. Απ’ ό,τι βλέπω, είμαι κάπως απαισιόδοξος για τις προοπτικές».