Στο απόγειό του ο αρχαίος πολιτισμός της κοιλάδας του Ινδού ποταμού διέθετε δρόμους, πολυώροφα σπίτια κτισμένα με τούβλα, τουαλέτες με καζανάκι και πολύβουα καταστήματα. Οι κάτοικοι εμπορεύονταν χρυσό, πολύτιμους λίθους και αντικείμενα όπως χάλκινα κάρα, σκάλιζαν ανθρώπινα ειδώλια, έφτιαχναν πήλινα παιχνίδια, καλλιεργούσαν σιτάρι, κριθάρι και βαμβάκι, και κατασκεύαζαν εργαλεία για να μεταφέρουν από κοντινά ποτάμια νερό για τις καλλιέργειες.
Η κοιλάδα, που βρίσκεται κυρίως στο σημερινό Πακιστάν και σε τμήμα της βορειοδυτικής Ινδίας, φιλοξενούσε μια από τις πιο προηγμένες κοινωνίες του 3ου και του 2ου αιώνα π.Χ., μαζί με τη Μεσοποταμία και την αρχαία Αίγυπτο. Αλλά στη συνέχεια, χωρίς ιδιαίτερες ενδείξεις έναρξης πολέμων ή ξεκαθαρισμάτων για την εξουσία, ο ακμάζων αυτός πολιτισμός εξαφανίστηκε μυστηριωδώς.
Οι επιστήμονες προσπαθούν εδώ και χρόνια να εξηγήσουν την αινιγματική πτώση της Χαράππα, μιας από τις μεγαλύτερες πόλεις της κοιλάδας, εξετάζοντας τις περιβαλλοντικές συνθήκες. Σε μελέτη που δημοσιεύθηκε την Πέμπτη στο περιοδικό Communications Earth & Environment, μια διεθνής ομάδα χρησιμοποίησε παλαιοκλιματικά δεδομένα και υπολογιστικά μοντέλα για να αναδημιουργήσει το κλίμα στην εποχή του αρχαίου πολιτισμού, μεταξύ 3000 και 1000 π.Χ.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ της Washington Post, οι κλιματολόγοι διαπίστωσαν ότι τέσσερις έντονες περίοδοι ξηρασίας μείωσαν τις βροχοπτώσεις και ξήραναν τις υδάτινες οδούς και τα εδάφη, γεγονός που πιθανώς οδήγησε τους κατοίκους της Χαράππα σε συχνές μετακινήσεις. Με άλλα λόγια, η παρακμή της πόλης δεν οφείλεται σε ένα μοναδικό καταστροφικό κλιματικό συμβάν, αλλά σε επαναλαμβανόμενες, μακρές και εντεινόμενες περιόδους ξηρασίας ποταμών, που διήρκεσαν αιώνες.
Φυσικά, οι ξηρασίες από μόνες τους δεν ευθύνονται για την καταστροφή του πολιτισμού της κοιλάδας του Ινδού, αλλά η μείωση των τροφίμων που προκάλεσαν οδήγησε, πιθανώς, σε αδύναμες δομές διακυβέρνησης. Οι επιστήμονες που συνέταξαν τη μελέτη εικάζουν ότι οι σοβαρές διαδοχικές ξηρασίες ώθησαν την κοινωνία στην παρακμή και στη διασπορά.
Αλλά, ακόμα κι έτσι, ο πολιτισμός διήρκεσε πολύ καιρό, παρά τις επίμονες συνθήκες ξηρασίας – παρέχοντας μαθήματα προσαρμογής των κοινοτήτων που αντιμετωπίζουν δύσκολες περιβαλλοντικές συνθήκες σήμερα, όπως αναφέρουν οι ερευνητές στην Post. Οι κάτοικοι της Χαράππα άλλαξαν καλλιέργειες, διαφοροποίησαν το εμπόριό τους και μετέφεραν οικισμούς για να γίνουν πιο ανθεκτικοί απέναντι στην κλιματική αλλαγή.
Το γεγονός αυτό υπογραμμίζει τη σημασία του προληπτικού σχεδιασμού, της διασποράς των υδάτινων πόρων και της ανθεκτικότητας των γεωργικών συστημάτων σε συνθήκες υπερθέρμανσης, όπως επισημαίνουν οι επιστήμονες. Για σχεδόν 2.000 χρόνια οι οικισμοί της Χαράππα συγκεντρώνονταν όλο και περισσότερο γύρω από το νερό – αρχικά κοντά σε παραποτάμους του Ινδού και στη συνέχεια δυτικότερα, σε συστάδες κοντά στον ποταμό.
Για να κατανοήσει το ευρύτερο πλαίσιο αυτών των κινήσεων, η επιστημονική ομάδα των ερευνητών προσομοίασε τις κλιματικές συνθήκες της εποχής. Συνδύασαν τα αποτελέσματα του μοντέλου τους με περιβαλλοντικές ενδείξεις, όπως σταλακτίτες και σταλαγμίτες σε δύο ινδικά σπήλαια και καταγραφές της στάθμης νερού πέντε ινδικών λιμνών.
Διαπίστωσαν ότι μεταξύ 3000 και 2475 π.Χ. οι έντονοι μουσώνες έφεραν πολλές βροχές σε όλη την περιοχή και δημιούργησαν πολύ πιο υγρές συνθήκες από αυτές που επικρατούν στις μέρες μας. Η έντονη δραστηριότητα των μουσώνων μπορεί να εξηγηθεί από τις ψυχρότερες τροπικές συνθήκες του Ειρηνικού Ωκεανού της εποχής –παρόμοιες με αυτές του φαινομένου Λα Νίνια–, που έφεραν περιόδους μεγαλύτερης υγρασίας στη Νότια Ασία.
Κατά συνέπεια, οικισμοί συγκεντρώθηκαν γύρω από τις περιοχές με έντονες βροχοπτώσεις. Ωστόσο ο τροπικός Ειρηνικός άρχισε να θερμαίνεται τους επόμενους αιώνες, δημιουργώντας ξηρότερες συνθήκες, που μείωσαν τις βροχοπτώσεις και αύξησαν τις θερμοκρασίες. Οπότε, μοιραία, η ξηρασία ακολούθησε.
Η ομάδα, όπως αναφέρει η Washington Post, εντόπισε τέσσερις περιόδους ξηρασίας, καθεμία εκ των οποίων διήρκεσε πάνω από 85 χρόνια, μεταξύ 2425 και 1400 π.Χ. Η τρίτη κατά σειρά, που κορυφώθηκε γύρω στο 1733 π.Χ., ήταν μάλλον η πιο σοβαρή. Διήρκεσε περίπου 164 χρόνια, μείωσε τις ετήσιες βροχοπτώσεις κατά 13% και επηρέασε ολόκληρη την περιοχή.
Συνολικά, η ομάδα διαπίστωσε ότι η μέση θερμοκρασία αυξήθηκε κατά 0,5 βαθμούς Κελσίου και οι βροχοπτώσεις μειώθηκαν κατά 10 έως 20%. Η μείωση των βροχών είχε βαθιές επιπτώσεις στο έδαφος, σύμφωνα με τους ερευνητές. Χρησιμοποιώντας υδρολογικά μοντέλα, κατέδειξαν ότι οι λίμνες και τα ρηχά υδάτινα σώματα που ονομάζονται «playas» συρρικνώθηκαν, η ροή των ποταμών μειώθηκε και το έδαφος στέγνωσε.
Ως αποτέλεσμα, τα σκάφη δεν μπορούσαν να μετακινηθούν και το εμπόριο της περιοχής περιορίστηκε σε μια συγκεκριμένη εποχή του έτους, ενώ και η γεωργία αντιμετώπισε προβλήματα στις πιο κεντρικές περιοχές, που βρίσκονταν μακριά από τις πλωτές οδούς. Αυτές οι αλλαγές ώθησαν τους ανθρώπους να μετακινηθούν και να ενοποιηθούν, κάτι που στη συνέχεια μάλλον συνέβαλε στη συρρίκνωση και στην παρακμή της κοινωνίας.
Η έρευνα αποτελεί σημαντικό βήμα προόδου στη μελέτη του ρόλου του υδροκλίματος στην εξέλιξη των αρχαίων πολιτισμών. Παλαιότερες μελέτες είχαν χρησιμοποιήσει περιορισμένα δεδομένα από σπήλαια ή ορυκτά για να διερευνήσουν τα πρότυπα βροχοπτώσεων, αλλά η νέα μελέτη, έχοντας συγκεντρώσει όλα τα αρχεία, δείχνει τον κύκλο του νερού σε μεγαλύτερη κλίμακα.
Η συγκεκριμένη μεθοδολογία μπορεί να βοηθήσει στη διαλεύκανση προτύπων άλλων αρχαίων πολιτισμών που ήταν εξαρτημένοι από τις βροχοπτώσεις και τους ποταμούς, όπως της Μεσοποταμίας, της Αιγύπτου και της Κίνας. Οι αρχαιολόγοι βλέπουν πλέον ξεκάθαρα πώς οι ξηρασίες επηρέασαν την επιλογή της τοποθεσίας των οικισμών στην περιοχή του Ινδού ποταμού.
Οι κλιματολόγοι, από την πλευρά τους, συνειδητοποιούν και εξηγούν στην Washington Post πώς η παρατεταμένη κλιματική πίεση αποδυναμώνει τις κοινωνίες και τις οδηγεί σε κατάρρευση αν δεν είναι κατάλληλα προετοιμασμένες – γεγονός που καθιστά ασαφή τη μοίρα σύγχρονων κοινοτήτων που αντιμετωπίζουν συνθήκες παρόμοιες με εκείνες του εξαφανισμένου πολιτισμού του Ινδού ποταμού.
Το Πακιστάν και η Ινδία βιώνουν αυξήσεις της θερμοκρασίας, όπως και οι αρχαίοι πρόγονοί τους, αλλά οι επιστήμονες πιστεύουν ότι η κατανόηση της μελλοντικής μεταβλητότητας των θερμοκρασιών των ωκεανών στον τροπικό Ειρηνικό θα έχει σημαντικές επιπτώσεις στα πρότυπα βροχοπτώσεων. Αυτό είναι ένα από τα κρισιμότερα ερωτήματα – και εκεί επικεντρώνεται πλέον μεγάλο τμήμα της κλιματικής έρευνας αιχμής.
