Η Τίλντα Σουίντον ως κριτικός τέχνης που διερευνά την παράξενη σχέση ενός ζωγράφου και δολοφόνου με την δεσμοφύλακά του | 20TH CENTURY STUDIOS
Επικαιρότητα

«The French Dispatch»: Ωδή του Γουές Αντερσον στην έντυπη δημοσιογραφία

Η καταπληκτική αισθητική, που φέρει την υπογραφή του τεξανού σκηνοθέτη, το άφθονο γέλιο και οι πρωτοκλασάτοι ηθοποιοί στους οποίους συγκαταλέγονται οι Μπιλ Μάρεϊ και Τίλντα Σουίντον, κάνουν το αφιέρωμα του στον New Yorker πραγματική απόλαυση
Protagon Team

Ο Γουές Αντερσον έκανε και πάλι το θαύμα του. Και αφού περίμενε πολύ καιρό καθώς η πρεμιέρα της ταινίας του αναμενόταν το 2020 αλλά αναβλήθηκε εξαιτίας της πανδημίας, το πολυαναμενόμενο «The French Dispatch» παρουσιάστηκε θριαμβευτικά στο 74ο Φεστιβάλ Καννών, την Δευτέρα 12 Ιουλίου.

Οι προσδοκίες ήταν υψηλές για την «ερωτική επιστολή σε δημοσιογράφους ενός αμερικανικού περιοδικού σε μια φανταστική γαλλική πόλη του 20ου αιώνα» -έτσι χαρακτήρισε το νέο έργο του ο Αντερσον- πολύ πριν μπει στο διαγωνιστικό πρόγραμμα του φεστιβάλ, εξασφαλίζοντας ότι την ταινία για αμερικανούς δημοσιογράφους στη Γαλλία θα έβλεπαν πρώτοι από όλους αμερικανοί δημοσιογράφοι στη Γαλλία, μαζί, βέβαια, με συναδέλφους τους από άλλες χώρες του κόσμου. (Δείτε το trailer της ταινίας).

Και τελικά έκλεψε την παράσταση. Ο τεξανός σκηνοθέτης πόζαρε στο κόκκινο χαλί μαζί με το πολυπληθές και λαμπερό καστ της ταινίας του: Οι Τίλντα Σούιντον, Τιμοτέ Σαλαμέ, Μπενίτσιο Ντελ Τόρο, Μπιλ Μάρεϊ, Εντουαρντ Νόρτον, Αντριεν Μπρόντι, Φράνσις ΜακΝτόρμαντ, Οουεν Γουίλσον, Ελίζαμπεθ Μος, Σίρσα Ρόναν, Κριστόφ Βαλτς, Γουίλεμ Νταφό, Ματιέ Αμαλρίκ, Τζέφρι Ράιτ, ήταν όλοι εκεί πλάι στον Γουές Αντερσον.

Ελειπε όμως η Λέα Σεϊντού. Φέτος θα ήταν η χρονιά της καθώς πρωταγωνιστεί σε τέσσερις ταινίες που θα έκαναν πρεμιέρα στο φεστιβάλ, με τις τρεις από αυτές να συμμετέχουν στο διαγωνιστικό τμήμα. Η γαλλίδα σταρ αναγκάστηκε να ακυρώσει το ταξίδι της στις Κάννες, καθώς φέρεται να έχει διαγνωστεί θετική στον ιό της Covid-19 και είναι σε καραντίνα στο σπίτι της στο Παρίσι.

Ο Μπιλ Μάρεϊ υποδύεται τον εκδότη του περιοδικού The French Dispatch, Αρθρουρ Χόβιτσερ τζούνιορ

Η ταινία, ασπρόμαυρη και έγχρωμη εναλλάξ, με την οποία ο Γουές Αντερσον επιστρέφει στο live action μετά το «Ξενοδοχείο Grand Budapest» (2014) και το stop –motion «Νησί των Σκύλων» (2018), ζωντανεύει τέσσερα (φανταστικών) μεγάλα ρεπορτάζ, που είχαν δημοσιευθεί στο (φανταστικό) περιοδικό «The French Dispatch», και στα οποία σχεδόν όλοι οι σούπερ σταρ δημοσιογράφοι που τα έκαναν είχαν κάποιου είδους προσωπική εμπλοκή, και μάλιστα σεξουαλική, πράγμα που μάλλον αντιβαίνει τις «βαρετές» ιδέες περί δημοσιογραφικής ουδετερότητας.

Είναι μια από τις καλύτερες δημιουργίες του, πράγμα που όπως γράφει ο Εντ Πότον στους βρετανικούς The Times οφείλεται εν μέρει στην προφανή αγάπη του Αντερσον για τα πράγματα, στα οποία αποτίει φόρο τιμής: τη Γαλλία, τις φοιτητικές διαδηλώσεις του 1968, τους κόσμους της τέχνης και της γαστρονομίας.

Πάνω από όλα, όμως, όπως σημειώνει ο Πίτερ Μπράντσοου στον Guardian, είναι φόρος τιμής στο περιοδικό The New Yorker, στο θρυλικό ρόστερ των δημοσιογράφων του, την φημισμένη εμμονή του στην ποιότητα, την συναδελφική κουλτούρα στο γραφείο, τα ξεχωριστά σκίτσα και τον τυπογραφικό σχεδιασμό του, και μια μητροπολιτική πολυπλοκότητα, με την οποία απευθύνεται σε ένα ευρύ αμερικανικό αναγνωστικό κοινό. «Στην πραγματικότητα», γράφει ο βρετανός κριτικός κινηματογράφου, «αναρωτιέμαι γιατί δεν είχαμε παρατηρήσει ότι ο New Yorker ήταν επιρροή του Αντερσον ήδη πριν»…

Η Φράνσες ΜακΝτόρμαντ αναμεσα στην Λίνα Κουντρί και τον Τιμοτέ Σαλαμέ

Η ταινία έχει μια περίεργη πολυπλοκότητα, πίσω της όμως κρύβεται επίσης μπόλικο και πραγματικό συναίσθημα. Η μοναξιά είναι ένα θέμα που διαπερνά την ταινία, από την δημοσιογράφο του πολιτικού ρεπορτάζ (Φράνσες ΜακΝτόρμαντ), η οποία επέλεξε την καριέρα αντί για γάμο και παιδιά, μέχρι τον μελαγχολικό κριτικό γαστρονομίας (Τζέφρι Ράιτ), ένα αμάλγαμα του συγγραφέα Τζέιμς Μπάλντουιν και του δημοσιογράφου Αμποτ Τζόζεφ Λίμπλινγκ, πολεμικού ανταποκριτή του New Yorker κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Είναι επίσης αστεία. Τα γραφεία του περιοδικού βρίσκονται στην (φανταστική) πόλη Ennui-sur-Blasé (θα την μεταφράζαμε ελεύθερα «Βαρεμάρα του Μπλαζέ»…), η οποία στην πραγματικότητα είναι η Ανγκουλέμ στη νοτιοδυτική Γαλλία. Μια ταμπέλα που γράφει «Χωρίς κλάμα», είναι βαλμένη στον τοίχο πίσω από το γραφείο του -σαν τη σφίγγα- εκδότη του περιοδικού, Αρθρουρ Χόβιτσερ τζούνιορ (Μπιλ Μάρεϊ), μια φιγούρα εμπνευσμένη από τον δημιουργό του New Yorker Χάρολντ Ρος και ίσως τον Ρόμπερτ Σίλβερς του περιοδικού The New York Review of Books.

Ο Τζέφρι Ράιτ στον ρόλο του έγχρωμου ομοφυλόφυλου κριτικού γαστρονομίας Ρέμποκ Ράιτ

Και σε μια ακροαματική διαδικασία για τον Μόουζες Ροζεντάλερ (Μπενίσιο ντελ Τόλο), έναν άγριο τύπο που καταδικάστηκε γιατί αποκεφάλισε δύο μπάρμαν με ένα χασαποπρίονο, αλλά που, επίσης, είναι ιδιοφυής ζωγράφος, ο έμπορος τέχνης τον οποίο υποδύεται ο Αντριεν Μπρόντι ρωτά τον δικαστή: «Δεν θα έπρεπε να υπάρχουν διπλά στάνταρτ για αυτό το είδος της δύσκολης κατάστασης;»…

Η Τίλντα Σουίντον είναι η κριτικός τέχνης Τζ.Κ.Λ. Μπέρενσεν, που αφηγείται την ιστορία του δολοφόνου Μόουζες Ροζεντάλερ, γυμνό μοντέλο και μούσα του οποίου είναι η δεσμοφύλακάς του Σιμόν (Λέα Σεϊντού). Η Φράνσες ΜακΝτόρμαντ υποδύεται την Λουσίντα Κρέμεντς, πολιτική ρεπόρτερ, που κάνει μια βαθιά βουτιά στην επαναστατική φοιτητική σκηνή της πόλης, και καταλήγει στο κρεβάτι με τον νεαρό Ζεφιρέλι (Τιμοτέ Σαλαμέ), ηγέτη τύπου Τσε των επαναστατημένων φοιτητών.

Ο Μπενίσιο ντελ Τόρο, δολοφόνος και ζωγράφος και η δεσμοφύλακάς του Λέα Σεϊντού

Ο Τζέφρι Ράιτ, εξάλλου, ερμηνεύει πραγματικά εξαιρετικά τον ρόλο του έγχρωμου και ομοφυλόφυλου κριτικού γαστρονομίας Ρέμποκ Ράιτ, γράφει ο Μπράντσοου στον Guardian: Σε μια τηλεοπτική συνέντευξή του περιγράφει  την προσπάθειά του να πάρει συνέντευξη από τον ειδικό αρχηγό της αστυνομίας υπολοχαγό Νεσκαφιέ (Στίβεν Παρκ), του οποίου η δουλειά είναι να παρέχει ειδικό φαγητό στους μπάτσους (les flics), και τον επόμενο αυτόπτη μάρτυρα του Ρέμποκ στην απαγωγή του γιου του κομισάριου (Ματιέ Αμαλρίκ). Το καστ όμως περιλαμβάνει και πολλά άλλα μεγάλα ονόματα που κάνουν σύντομες εμφανίσεις στην ταινία.

Τελικά το περιοδικό κλείνει, οι τίτλοι τέλους πέφτουν με μια διάχυτη δόση μελαγχολίας και οι θεατές καλούνται να νιώσουν λύπη για το τέλος μιας ανύπαρκτης έκδοσης, που όμως η κινηματογραφική της απεικόνιση φαίνεται ότι είναι τόσο δυνατή ώστε να σε κάνει να την αναζητήσεις στα περίπτερα.