Παρί – Ιντερ: Ενα… βότσαλο στη λίμνη του Τσάμπιονς Λιγκ
Παρί – Ιντερ: Ενα… βότσαλο στη λίμνη του Τσάμπιονς Λιγκ
Για πρώτη φορά εδώ και 15 χρόνια, το βράδυ του Σαββάτου (31/5) στο Μόναχο θα στεφθεί πρωταθλήτρια Ευρώπης μια ομάδα που δεν προέρχεται από την Αγγλία, την Ισπανία, ή τη Γερμανία. Η τελευταία που κατέκτησε την «κούπα με τα μεγάλα αυτιά» και δεν ανήκε σε κάποια από αυτές τις τρεις λίγκες, ήταν η Ιντερ του Ζοσέ Μουρίνιο το 2010 – η τελευταία ιταλική ομάδα που σήκωσε το τρόπαιο.
Για πρώτη φορά από το 2004, που ο Μουρίνιο οδήγησε την Πόρτο στον τίτλο απέναντι στη Μονακό του Ντιντιέ Ντεσάν, η Αγγλία, η Ισπανία και η Γερμανία δεν θα εκπροσωπηθούν, καν, στον τελικό.
Για πρώτη φορά εδώ και τέσσερα χρόνια δεν θα είναι φιναλίστ, ούτε η Ρεάλ Μαδρίτης, ούτε η Μάντσεστερ Σίτι – οι δύο ομάδες που μοιράστηκαν τα τρόπαια του Τσάμπιονς Λιγκ τις τρεις προηγούμενες σεζόν.
Οι ομάδες των πιο λαμπερών «αστέρων» του ποδοσφαίρου αποκλείστηκαν, η μια μετά την άλλη, και στο τέλος του δρόμου έφτασαν εφέτος τα πρότζεκτ δύο χαρισματικών προπονητών. Είναι λίγοι αυτοί που θα πουν ότι η Παρί και η Ιντερ δεν άξιζαν να είναι οι φιναλίστ αυτού του τουρνουά.

Η Ιντερ ήταν εντυπωσιακή από την αρχή της σεζόν. Πέταξε έξω την Μπάγερν Μονάχου και επιβίωσε στα δύο απίθανης δυσκολίας παιχνίδια της με την Μπαρτσελόνα. Η Παρί, που… ξεκλήρισε την Πρέμιερ Λιγκ αποκλείοντας κατά σειράν τη Λίβερπουλ, την Αστον Βίλα και την Αρσεναλ, έπαιξε απίθανη μπάλα μέσα στο 2025. Αν υπάρχει κάποια άλλη ομάδα που θα άξιζε να βρίσκεται στο Μόναχο, αυτή είναι η απολαυστική Μπαρτσελόνα του Χάνσι Φλικ. Αλλά οι τελικοί είναι… τανγκό για δύο.
Η Παρί και η Ιντερ ανήκουν σε δύο εντελώς διαφορετικούς κόσμους. Η Παρί είναι επιθετική, θεαματική, κυριαρχική στο παιχνίδι της. Παίζει ποδόσφαιρο σύγχρονο και… επιστημονικό (πίσω από τον Λουίς Ενρίκε βρίσκεται ένα προπονητικό επιτελείο 37 ανθρώπων). Η Ιντερ μοιάζει βγαλμένη από τη μακρινή εποχή του εμβληματικού δασκάλου του «κατενάτσιο», Ελένιο Ερέρα, που την οδήγησε στην κατάκτηση των δύο πρώτων της Κυπέλλων Πρωταθλητριών (1964, 1965). Στηρίζεται στην εξαιρετική αμυντική της λειτουργία, στην τακτική της ευφυΐα και στο πάθος των παικτών της. Αλλά οι δύο φιναλίστ έχουν και ένα πολύ σημαντικό κοινό χαρακτηριστικό: είναι 100% ομάδες των προπονητών τους.
Ο 55χρονος Λουίς Ενρίκε έφτασε στο Παρίσι για να εγκαινιάσει τη μετά-galacticos εποχή της Παρί. Οι καταριανοί ιδιοκτήτες του club δεν είδαν προκοπή με τους χολιγουντιανούς σταρ που χρυσοπλήρωναν τα προηγούμενα χρόνια (δαπάνησαν συνολικά πάνω από τρία δισεκατομμύρια ευρώ, για να φτάσουν σε έναν τελικό -το 2020- και να τον χάσουν), κι έτσι άλλαξαν τακτική. Αφού έγιναν γνωστοί σε όλο τον κόσμο ξοδεύοντας τερατώδη ποσά σε μεταγραφές, όπως γράφει ο Guardian, αποφάσισαν να αφήσουν έναν ειδικό να κάνει τη δουλειά.
Οχι πως η νέα έκδοση της Παρί, η πιο «ταπεινή» εδώ και 13 χρόνια, είναι φθηνή, όμως δεν έχει καμία σχέση με τις προηγούμενες. Ο Λουίς Ενρίκε δεν αγόρασε τους πρωταγωνιστές του, αλλά τους έφτιαξε. Αντλησε νιάτα από την τεράστια δεξαμενή ταλέντων του γαλλικού ποδοσφαίρου, και άλλαξε τη νοοτροπία των «φτασμένων» παικτών του. Η μεταμόρφωση του ατομιστή, Ουσμάν Ντεμπελέ, που τώρα αγωνίζεται για την ομάδα, είναι χαρακτηριστική.
Οπως έγραψε το BBC Sport, ο ισπανός προπονητής βρήκε την τέλεια ισορροπία ανάμεσα στην ατομική ποιότητα και την ομαδική δουλειά, την εμπειρία και τα νιάτα. Η εφετινή Παρί είναι -για πρώτη φορά- ΟΜΑΔΑ, όχι απλώς ένα άθροισμα πανάκριβων παικτών. Με αρχές, κανόνες, πειθαρχία και σχέδιο. Ο Λουίς Ενρίκε φημίζεται για τις ικανότητές του, όμως τον βοήθησε και η συγκυρία. Δεν είναι όμηρος ποδοσφαιριστών με βαριά ονόματα και «αυτοκρατορικά» συμβόλαια, όπως οι προκάτοχοί του. Ο Τόμας Τούχελ, που οδήγησε την Παρί στον χαμένο τελικό του 2020, είχε πει ότι ένιωθε περισσότερο σαν υπουργός Αθλητισμού, παρά σαν προπονητής.
Ο 49χρονος Σιμόνε Ιντζάγκι είχε να αντιμετωπίσει μια ακόμη μεγαλύτερη πρόκληση όταν ανέλαβε την τεχνική ηγεσία της Ιντερ, το 2021. Σημαντικοί παίκτες της αποχωρούσαν, ενώ ο σύλλογος βρισκόταν σε τραγική οικονομική κατάσταση, που απαγόρευε τις δαπανηρές μεταγραφές. Τις τρεις προηγούμενες σεζόν είχε αποκλειστεί από το Τσάμπιονς Λιγκ, ήδη, από τη φάση των ομίλων. Το 2020-2021 τερμάτισε στην τελευταία θέση – την είχαν περάσει, η Γκλάντμπαχ και η Σαχτάρ.

Εφτιαξε, σχεδόν από το μηδέν, μια ομάδα που κατέκτησε έξι τίτλους στην Ιταλία (ένα πρωτάθλημα, δύο Κύπελλα και τρία Σούπερ Καπ), έφτασε σε τελικό Τσάμπιονς Λιγκ δύο φορές σε μια τριετία (2023, 2025), και εφέτος έχασε στον πόντο ακόμη μια πρωτιά στην ιταλική λίγκα. Η δική του Ιντερ είναι γεμάτη με φιλότιμους εργάτες του ποδοσφαίρου, παίκτες που θεωρούνταν δεύτερης και τρίτης διαλογής, και κάποιους που βρίσκονται στη δύση της καριέρας τους. Λίγοι περίμεναν ότι, με αυτό το ρόστερ, θα κατάφερνε να είναι ανταγωνιστική σε δύο τόσο απαιτητικές διοργανώσεις (Σέριε Α και Τσάμπιονς Λιγκ) ταυτοχρόνως.
Για την Παρί, η κατάκτηση του τροπαίου είναι εμμονή. Απωθημένο. Οπως ήταν για άλλα δύο μεγάλα ευρωπαϊκά club, ώσπου το σήκωσαν για πρώτη φορά: την Τσέλσι (2012) και τη Μάντσεστερ Σίτι (2023). Το Μόναχο… της κλείνει το μάτι. Τις τέσσερις προηγούμενες φορές που ο τελικός του Κυπέλλου Πρωταθλητριών/Τσάμπιονς Λιγκ φιλοξενήθηκε στη βαυαρική πρωτεύουσα, χαμογέλασε η ομάδα που δεν το είχε κερδίσει ποτέ στο παρελθόν: η Νότιγχαμ Φόρεστ του Μπράιαν Κλαφ το 1979, η Μαρσέιγ το 1993 (η μόνη γαλλική ομάδα που έχει στεφθεί πρωταθλήτρια Ευρώπης), η Ντόρτμουντ το 1997 και η Τσέλσι το 2012.
Το 1993, στην παρθενική σεζόν του Τσάμπιονς Λιγκ, η Μαρσέιγ νίκησε τη Μίλαν στο Μιλάνο με 1-0. Αυτός ήταν και ο μόνος, μέχρι σήμερα, γαλλο-ιταλικός τελικός στα χρονικά της διοργάνωσης. Παρί Σεν-Ζερμέν και Ιντερ δεν έχουν συναντηθεί ποτέ στο παρελθόν σε επίσημο παιχνίδι. Το Σάββατο θα είναι η πρώτη φορά.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
