Protagon A περίοδος

Πανιώνιος: όταν η ζωή μιμείται το ποδόσφαιρο

Είναι δύσκολο να είσαι Πανιώνιος. Εάν δεν είσαι κάτοικος  Νέας Σμύρνης ή των γύρω περιοχών, σπάνια συναντάς ομοϊδεάτες σου. Παντού υπάρχει, όμως, ένας. Και φωνακλάς κατά πάσα πιθανότητα. 

Μόδεστος Σιώτος

 

Η Αθήνα υποτίθεται πως έχει τρείς μεγάλες ομάδες: Ολυμπιακός, Παναθηναϊκός, ΑΕΚ. Δεν είναι αλήθεια. Η Αθήνα έχει τρείς "μεγάλες" ομάδες και τον Πανιώνιο.

Είναι δύσκολο να είσαι Πανιώνιος. Εάν δεν είσαι κάτοικος  Νέας Σμύρνης ή των γύρω περιοχών, σπάνια συναντάς ομοϊδεάτες σου. Παντού υπάρχει, όμως, ένας. Και φωνακλάς κατά πάσα πιθανότητα. Πριν από τριάντα χρόνια, υπήρχε ένα σύνθημα της νεολαίας του ΚΚΕ εσωτερικού, "κάθε σέξυ νέος, είναι Πανιώνιος κι’ ΕΚΟΝ Ρηγάς Φεραίος". Ήταν κάπως της μόδας να είσαι Πανιώνιος, να είσαι αριστερός, να είσαι λίγο alternative, τέλος πάντων. Αυτό το ξέρω από το πατέρα μου`αυτός με έκανε κυανέρυθρο.

Γεννημένος το ’89, θυμάμαι δύο πράγματα από την παιδική μου ηλικία σχετικά με τον Πανιώνιο. Πρώτον, ότι στο σχολείο ήμουν ο μόνος Πανιώνιος. Κυριολεκτικά ο μόνος (με εξαίρεση κάνα δυο καθηγητές που μάλλον ταίριαζαν στο σύνθημα που ανέφερα πιο πριν). Το δεύτερο που θυμάμαι, είναι εκείνο το τελικό Κυπέλλου με το Παναθηναϊκό το 1998, στο τσιμεντένιο Καραϊσκάκη. Δεν είχα κλείσει τα οκτώ. Έχω, όμως, μία εικόνα χαραγμένη στο μυαλό μου: ενώ το βλέμμα μου είναι χαμένο κάπου στον ουρανό (δεν με ενδιέφερε και πολύ η μπάλα τότε), ξαφνικά νιώθω τον πατέρα μου να πετάγεται όρθιος. Μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου αργότερα, δέκα χιλιάδες Πανιώνιοι ξεσπούν φωνάζοντας και ζητωκραυγάζοντας, μη πιστεύοντας αυτό που συνέβαινε. Ο Πανιώνιος σκόραρε και  σήκωσε το Κύπελλο, μία χρονιά μετά το δεύτερο υποβιβασμό της ομάδας. Την επόμενη χρονιά φτάσαμε στα προημιτελικά του Κυπέλλου Κυπελλούχων.

Τα χρόνια πέρασαν, εγώ μεγάλωσα, πέρασα από Γυμνάσιο, Λύκειο, χωρίς να ασχολούμαι πολύ με το ποδόσφαιρο. Το ψιλοσνόμπαρα. Εξακολουθούσα να δηλώνω Πανιώνιος και να απολαμβάνω την έκπληξη των συνομιλητών μου όταν τους έλεγα τι ομάδα είμαι: "Ε;Τί; Πώς;". Τελείωσα το σχολείο, μπήκα στο πανεπιστήμιο και ξεκίνησα να κάνω νέες παρέες, μεταξύ αυτών κι’ ένας πανιώνιος. Μια μέρα μου είπε να πάμε γήπεδο. Δεν θυμάμαι ούτε με ποια ομάδα παίζαμε, ούτε αν κερδίσαμε. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι πήγα, φώναζα για 90 λεπτά και πήγα και την επόμενη Κυριακή. Με γοήτευσε, βλέπετε, εκείνο το τσιμεντένιο γήπεδο του ’40, η οικογενειακή ατμόσφαιρα, η μυρωδιά του γρασιδιού, οι γύρω πολυκατοικίες. Πράγματα που δεν τα βλέπεις, πλέον, ούτε στον Ολυμπιακό, ούτε στο Παναθηναϊκό, ούτε στην ΑΕΚ.

Τη περασμένη Κυριακή, ο Πανιώνιος έχασε 2-0 στη Νέα Σμύρνη από τη Ξάνθη. Είμαστε τρίτοι από το τέλος στο βαθμολογικό πίνακα και κινδυνεύουμε σοβαρά να υποβιβαστούμε για τρίτη φορά στην ιστορία μας. Η ομάδα δε βλέπεται, ο Τσακίρης -που είχε την ομάδα- την παράτησε κυριολεκτικά στα κρύα του λουτρού, λεφτά δεν υπάρχουν και το όραμα των προηγούμενων χρόνων για ένα ισχυρό Πανιώνιο  που θα έμπαινε σφήνα στους "μεγάλους", έχει πάει περίπατο. Θα παλέψουμε να παραμείνουμε στη κατηγορία. Αλλά και να πέσουμε, δεν μ’ ενδιαφέρει και τόσο πολύ πλέον. Ο Πανιώνιος θα παραμείνει αυτό που είναι. Μία ομάδα με "μεγάλη Ιστορία αλλά μικρούς προέδρους", μία αγάπη που δε βασίζεται στους τίτλους αλλά στη προσπάθεια, μία όμορφη σκέψη όταν δουλεύεις και σκέφτεσαι πότε θα πας σ’ αυτό το γήπεδο με τις ξεθωριασμένες κόκκινες καρέκλες, να χαιρετήσεις τα ίδια πρόσωπα -φίλους και γνωστούς, να πανηγυρίσεις ή να σιχτιρίσεις.

Αυτός είναι ο Πανιώνιος. Όπως μου εκμυστηρεύτηκε μία Κυριακή, ένας ηλικιωμένος κύριος-παλιός σμυρνιός, : «είσαι Πανιώνιος γιατί ο Πανιώνιος είναι σαν τη ζωή. Πολλές λύπες μα λίγες και πραγματικά, σπουδαίες χαρές. Αυτές πρέπει να θυμάσαι».