Οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες του Σεμπαστιάο Σαλγκάδο μάς έδωσαν μια «πολύχρωμη» εικόνα του πλανήτη και του είδους μας. Φωτογράφισε τα πάντα· την ανθρώπινη δυστυχία, την ομορφιά, πολέμους και ειρήνη, σφαγές και γιορτές, όλα με το πολύ ιδιαίτερο στιλ του.
«Φωτογράφισα τον κόσμο», είχε πει ο Σαλγκάδο προς το τέλος της ζωής του. «Μερικές φορές αναρωτιέμαι: “Σεμπαστιάο, ήσουν πραγματικά εσύ που πήγες σε όλα αυτά τα μέρη; Ημουν πραγματικά εγώ που πέρασα χρόνια ταξιδεύοντας σε 130 χώρες, που πήγα βαθιά μέσα στα δάση, σε πετρελαιοπηγές και ορυχεία;”».
Για πάνω από μισό αιώνα, γράφουν οι κυριακάτικοι Times του Λονδίνου, ο Σαλγκάδο δημιούργησε ένα τεράστιο έργο, ταξιδεύοντας στα πιο απομακρυσμένα σημεία του πλανήτη και απαθανατίζοντας τα βάσανα της ανθρωπότητας και την ομορφιά του κόσμου, από τον Αμαζόνιο μέχρι την Ανταρκτική.
Τραβούσε πάντα ασπρόμαυρες φωτογραφίες υψηλού κοντράστ και ήταν κατά κοινή ομολογία ένας από τους τελευταίους μεγάλους φωτογράφους της σχολής του Ρόμπερτ Κάπα και του Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν.
Φωτογράφισε τον λιμό στο Σαχέλ, τη φτώχεια στην Αιθιοπία και τη γενοκτονία στη Ρουάντα. «Δούλεψα σε αυτά τα μέρη επειδή είμαι μέρος μιας κοινωνίας που πρέπει να δει τι συμβαίνει στον πλανήτη μας», είχε πει ο ίδιος.
Ο Σαλγκάδο ήταν 30 ετών όταν έπιασε για πρώτη φορά στα χέρια του φωτογραφική μηχανή. Είχε σπουδάσει Οικονομικά.
Ξεκίνησε να φωτογραφίζει το 1971, ενώ ταξίδευε στην Αφρική, σε μια αποστολή για την Παγκόσμια Τράπεζα, έχοντας δανειστεί μια φωτογραφική μηχανή από τη σύζυγό του, Λέλια Γουάνικ Σαλγκάδο, η οποία ήταν τότε φοιτήτρια Αρχιτεκτονικής. «Οταν κοίταξα πρώτη φορά μέσα από το σκόπευτρο, κατάλαβα ότι η ζωή μου είχε αλλάξει», είπε.
Δύο χρόνια αργότερα, εγκατέλειψε την καριέρα του στα Οικονομικά και έγινε επαγγελματίας φωτογράφος. Εκείνη την εποχή ζούσε στο Λονδίνο και «έβγαζε τεράστια χρηματικά ποσά» ως επικεφαλής οικονομολόγος του Διεθνούς Οργανισμού Καφέ, υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών. «Τα παρατήσαμε όλα για να ξεκινήσουμε από το μηδέν», είχε πει.
Ξεκίνησε από το ειδησεογραφικό ρεπορτάζ και αργότερα στράφηκε στα φωτογραφικά «ντοκιμαντέρ», αφιερώνοντας μήνες ή και χρόνια σε ένα έργο. Οπως γράφουν οι Sunday Times, πέρασε δύο μήνες περπατώντας στις αρκτικές ερημιές της Σιβηρίας με τους ιθαγενείς νομάδες Νένετς, ζώντας στις σκηνές τους και κυνηγώντας μαζί τους χρησιμοποιώντας τόξα και βέλη σε θερμοκρασίες που έπεφταν ακόμη και στους -45 βαθμούς Κελσίου.
Εκανε σχεδόν 50 ταξίδια στο τροπικό δάσος του Αμαζονίου, καταγράφοντας τη ζωή των ιθαγενών, από τις κυνηγετικές και αλιευτικές τους αποστολές μέχρι τους πανάρχαιους χορούς και τις τελετουργίες τους. Οι φωτογραφίες που προέκυψαν από αυτά τα ταξίδια συγκεντρώθηκαν σε ένα βιβλίο 500 σελίδων και παρουσιάστηκαν σε μια έκθεση με τίτλο Amazonia, η οποία περιόδευσε σε όλο τον κόσμο και εκτέθηκε στο Μουσείο Επιστημών, στο Λονδίνο, το 2021.
Αν και ήταν εν μέρει ανθρωπολόγος και εν μέρει κοινωνιολόγος, τα οικονομικά παρέμειναν ένα ουσιαστικό πρίσμα μέσα από το οποίο κοίταζε τον κόσμο, και με την κάμερά του απαθανάτισε τη σκληρή ζωή των εργατών, από τα χρυσωρυχεία της Βραζιλίας μέχρι τις πετρελαιοπηγές του Κουβέιτ. Οι φωτογραφίες εργατών κλωστοϋφαντουργίας, ανθρακωρύχων, συλλεκτών τσαγιού και άλλων από όλο τον αναπτυσσόμενο κόσμο, συγκεντρώθηκαν στο μνημειώδες βιβλίο του 1993, με τίτλο Εργάτες: Μια Αρχαιολογία της Βιομηχανικής Εποχής.
Αποκάλεσε το βιβλίο «φόρο τιμής στην εργατική τάξη» και η ανισότητα μεταξύ πλουσίων και φτωχών, ιδιοκτητών και εργατών, παραγωγών και καταναλωτών προσέβαλε την αίσθηση της ανθρωπιάς του, όπως έγραψε ο ίδιος στην εισαγωγή. «Ο πλανήτης παραμένει διαιρεμένος, ο Πρώτος Κόσμος σε μια κρίση υπερβολής, ο Τρίτος Κόσμος σε μια κρίση ανάγκης», έγραψε.
Υπήρξαν και άλλα βιβλία που συγκέντρωναν τις φωτογραφίες του με πρόσφυγες και μετανάστες, για τους οποίους έτρεφε την ίδια συμπάθεια. «Μεγάλωσα σε μια χώρα του Τρίτου Κόσμου και βλέπω την αδικία που υπάρχει σε αυτή τη Γη. Εχω μια μεγάλη ελπίδα ότι μπορούμε να έχουμε έναν καλύτερο τρόπο ζωής, μια καλύτερη κατάσταση για τον πλανήτη μας και καλύτερη κοινωνική προστασία για όλους», είχε πει.
Οι φρικαλεότητες που είδε στη Ρουάντα το 1994 ήταν «μια στιγμή βαθιάς απογοήτευσης για το είδος μας». Τον συγκλόνισαν τόσο που, όπως επισημαίνουν οι Sunday Times, σκέφτηκε να εγκαταλείψει εντελώς τη φωτογραφία. Αντ’ αυτού, στα εξήντα του χρόνια, αναζήτησε και βρήκε τη λύτρωση στη φύση, φωτογραφίζοντας τα παρθένα μέρη της Γης. Ξεκίνησε ένα επικό οκταετές ταξίδι, με τα πόδια, ελαφρά αεροσκάφη, πλοία, κανό, ακόμη και αερόστατο, σε τοποθεσίες που μέχρι σήμερα έχουν καταφέρει να ξεφύγουν από το καταστροφικό αποτύπωμα του σύγχρονου πολιτισμού.
Από τα παγόβουνα στην Ανταρκτική, μέχρι τα ιγκουάνα των Γκαλάπαγκος, οι φωτογραφίες συγκεντρώθηκαν στο βιβλίο του 2012, «Genesis», το οποίο ο ίδιος ονόμασε «ερωτική επιστολή προς τον πλανήτη».
Τα βιβλία του δημιουργήθηκαν σε συνεργασία με τη σύζυγό του, την οποία γνώρισε όταν ήταν και οι δύο έφηβοι. Παντρεύτηκαν το 1967 και εκείνη ήταν η επιμελήτρια και διευθύντρια του φωτογραφικού του πρακτορείου Amazonas Images. «Δεν μπορώ να πω πού τελειώνω εγώ και πού αρχίζει η Λέλια», είχε πει.
Με τη Λέλια απέκτησαν δύο παιδιά, τον Ροντρίγκο, ο οποίος έχει σύνδρομο Ντάουν, και τον Τζουλιάνο, ο οποίος σκηνοθέτησε από κοινού με τον Βιμ Βέντερς την ταινία του 2014 «Το αλάτι της Γης» που τιμά το έργο του πατέρα του.
Ο Σεμπαστιάο Ριμπέιρο Σαλγκάδο γεννήθηκε το 1944 στο Αϊμόρες της Βραζιλίας, στην ορεινή πολιτεία Μίνας Γκεράις, όπου οι γονείς του είχαν ένα μεγάλο ράντσο βοοειδών, στην κοιλάδα Ρίο Ντότσε. Ηταν το μόνο αγόρι ανάμεσα σε οκτώ παιδιά. Αργότερα, αποκατέστησε το δάσος εκεί που ήταν το ράντσο, αναστρέφοντας δεκαετίες περιβαλλοντικής υποβάθμισης και φυτεύοντας εκατοντάδες χιλιάδες δέντρα.
Αφού απέκτησε δύο πτυχία στα Οικονομικά στη Βραζιλία, έφυγε από τη χώρα για να ξεφύγει από τον βάναυσο αυταρχισμό της στρατιωτικής δικτατορίας –ο ίδιος ήταν τότε μέλος μιας ριζοσπαστικής μαρξιστικής φράξιας– και έκανε το διδακτορικό του στο Παρίσι, όπου διατήρησε ένα σπίτι για το υπόλοιπο της ζωής του.
Με την απόφασή του να στραφεί στη φωτογραφία, έδειξε μια τεράστια θέληση ακόμη και να υποφέρει για την τέχνη του, γράφουν οι Sunday Times. Αντιμετώπιζε μια χρόνια αιματολογική διαταραχή από ελονοσία που είχε κολλήσει στην Ινδονησία και ένα πρόβλημα στη σπονδυλική στήλη που προκλήθηκε από μια νάρκη που ανατίναξε το όχημά του το 1974, κατά τη διάρκεια του πολέμου ανεξαρτησίας της Μοζαμβίκης.
Ως ένας από τους πιο εντυπωσιακούς χρονικογράφους της ανθρώπινης κατάστασης στον κόσμο, αφήνει μια κληρονομιά μεταξύ 500.000 και 700.000 εικόνων. «Είμαι πιθανώς ένας από τους φωτογράφους που έχουν δημιουργήσει το μεγαλύτερο έργο στην ιστορία της φωτογραφίας», είπε στην τελευταία του συνέντευξη. Δεν ήταν καύχημα. Φαινόταν πραγματικά έκπληκτος από τη δική του παραγωγικότητα.
«Δεν είναι υπερηφάνεια αυτό που νιώθω, είναι γοητεία. Οι καλύτερες στιγμές της ζωής μου ήταν όταν πήγα σε νέους κόσμους, όταν γνώρισα ανθρώπους, όταν ανακάλυψα καινούργια πράγματα», είπε. «Οταν είδα πράγματα που δεν είχα ξαναδεί».
Και άνοιξε τα μάτια του κόσμου, όταν μοιράστηκε τις εικόνες μαζί του.
Ο φωτογράφος Σεμπαστιάο Σαλγκάδο γεννήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 1944. Πέθανε από άγνωστα αίτια στις 23 Μαΐου 2025, σε ηλικία 81 ετών.
