Η «ένωση» Κίνας και Ρωσίας οφείλεται στο «αιώνιο πνεύμα καλής γειτονίας», όπως υποστήριξε πρόσφατα ο κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ, απευθυνόμενος στον ρώσο ομόλογό του Βλαντίμιρ Πούτιν.
Η δήλωση πραγματοποιήθηκε κατά την 11η επίσημη επίσκεψη του Σι στη Μόσχα, με τη Ρωσία να είναι η χώρα όπου έχει βρεθεί τις περισσότερες φορές, ενισχύοντας αυτό που οι δύο πλευρές ονομάζουν «μια ακλόνητη σχέση».
Ομως η Ιστορία των δύο χωρών διαθέτει πλήθος περιόδων που οι σχέσεις τους ήταν απόλυτα εχθρικές και πιθανώς κανείς να μην μπορεί να αποκλείσει ότι αυτή η κατάσταση δεν θα επαναληφθεί στο μέλλον, σημειώνουν οι Times. Απτή απόδειξη αυτής της εχθρότητας είναι το μουσείο στο Αϊχούι, μια πόλη στα σύνορα των δύο χωρών. Εκεί υπάρχει μια μόνιμη έκθεση που καταγράφει τις πολεμικές κινήσεις της Ρωσίας στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Με απανωτές επιθέσεις σε συνοριακές πόλεις ο ρωσικός στρατός προσπαθούσε να «κερδίσει» όλο και περισσότερα εδάφη στην Απω Ανατολή.
Η «ερωτική» σχέση μεταξύ Σι και Πούτιν εδράζεται στις αναγκαιότητες των δύο χωρών. Ο Πούτιν ήταν «ο πιο στενός ξένος σύντροφος και ο καλύτερος φίλος μου», υποστήριξε ο Σι το 2009. Απέδειξε ότι συνεχίζει να «αγαπά» τον ρώσο πρόεδρο όταν αρνήθηκε να ασκήσει κριτική στην εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022. Ο Πούτιν δεν ήταν αχάριστος και αντάμειψε τον Σι για τα καλά του λόγια με φθηνό πετρέλαιο και ακλόνητη ηθική στήριξη στις προσπάθειες της Κίνας να οικοδομήσει μια νέα συμμαχία χωρών κατά των ΗΠΑ – έστω κι αν αυτή η συμμαχία ουσιαστικά παγιώνει την παρακμή της Ρωσίας ως δεύτερης παγκόσμιας υπερδύναμης.
Ωστόσο, όπως δείχνει το Μουσείο Ιστορίας του Αϊχούι, τα συναισθηματικά θεμέλια της φιλίας είναι εύθραυστα. Το μουσείο παρουσιάζει με κέρινα ομοιώματα και εκθέματα σκηνές όπου ηρωικοί κινέζοι στρατιώτες μάχονται ενάντια σε ορδές Κοζάκων, ενώ κινέζοι αξιωματούχοι υποχρεώνονται να υπογράψουν παραχωρήσεις εδαφών σε «σκληροπρόσωπους βαρβάρους με ξανθά μαλλιά».
Κατά τη διάρκεια της Εξέγερσης των Μπόξερ, ρωσικά στρατεύματα πραγματοποίησαν πογκρόμ εναντίον Κινέζων στη βόρεια όχθη του ποταμού Αμούρ: άνδρες, γυναίκες και παιδιά σφαγιάστηκαν με ξιφολόγχες, πυροβολήθηκαν ή πνίγηκαν καθώς έτρεχαν να σωθούν.
Στη συνέχεια οι Ρώσοι διέσχισαν τον ποταμό και έκαψαν την πόλη του Αϊχούι. Τα εκθέματα αναπαριστούν Κινέζους να θρηνούν τους νεκρούς τους, ενώ ακούγονται κραυγές πόνου. Ενας κινέζος στρατηγός αυτοκτονεί δραματικά μπροστά στους εισβολείς. Ενα ακόμη εντυπωσιακό στοιχείο, τονίζουν οι Times, είναι ότι στο μουσείο η είσοδος είναι δωρεάν αλλά χρειάζεται να δείξεις το διαβατήριό σου. Γιατί; Μα, επειδή Ρώσοι δεν επιτρέπεται να μπουν, καθώς η έκθεση θεωρείται πολύ προσβλητική για αυτούς – παρότι πολλές λεζάντες είναι μεταφρασμένες στα ρωσικά.
Ο ποταμός που κυλάει έξω από το μουσείο είναι γνωστός ως Αμούρ στη Ρωσία και Χεϊλονγκτζιάνγκ (Μαύρος Δράκος) στην Κίνα. Το σύνορο έχει πλέον οριστικοποιηθεί, αλλά η ιστορία του είναι βίαιη. Τον 19ο αιώνα ακολούθησαν εμφύλιοι πόλεμοι και στις δύο χώρες. Πολέμησαν και οι δύο κατά των Ιαπώνων. Αλλά υπήρξε και ένα ξεχασμένο πολεμικό επεισόδιο το 1969, κατά την Πολιτιστική Επανάσταση, όταν ο Μάο κατηγόρησε την ΕΣΣΔ ως «αναθεωρητική» και κινέζοι στρατιώτες σκότωσαν δεκάδες σοβιετικούς συνοριοφύλακες στο νησί Τζενμπάο.
Με τις μεταρρυθμίσεις των Ντενγκ Σιαοπίνγκ και Γκορμπατσόφ, οι δύο χώρες προσπάθησαν να λύσουν τα εδαφικά ζητήματα. Χρειάστηκαν σχεδόν 20 χρόνια για να διευθετηθούν ακόμα και ορισμένα μικρά νησιά. Το Τζενμπάο πέρασε στην Κίνα. Οι περιφέρειες της ρωσικής Απω Ανατολής παρέμειναν στη Μόσχα.
Η ιστορικός Γιουεξίν Ράτσελ Λιν, ειδική στη ρωσική ιστορία, παρατηρεί ότι και οι κινεζικές και οι ρωσικές εκθέσεις παρουσιάζουν αντικρουόμενες εκδοχές. Οι Ρώσοι εμφανίζονται αρχικά ως ιμπεριαλιστές επιδρομείς και μετά ως προοδευτικοί εκσυγχρονιστές, με σιδηροδρόμους και επιστήμες.
Το μουσείο του Αϊχούι δεν έχει αντικαταστήσει πλήρως το αντιρωσικό αφήγημα με το κομμουνιστικό. Υπάρχουν παραθέσεις Μαρξ και Λένιν που κατακρίνουν το τσαρικό καθεστώς, αλλά η ιδεολογική ασάφεια παραμένει. Δεκάδες χιλιάδες Κινέζοι ζουν σήμερα στη ρωσική Απω Ανατολή, προκαλώντας φόβους στη Μόσχα ότι η Κίνα προσπαθεί να «ανακαταλάβει» την περιοχή σιωπηρά.
Πριν από 20 χρόνια η ρωσική οικονομική παρακμή είχε οδηγήσει σε πτώση τις πόλεις της Απω Ανατολής, ενώ η κινεζική πόλη Χεϊχέ ανθούσε, με ουρανοξύστες και ζώνες ελεύθερου εμπορίου. Πλέον, οι ζώνες ελεύθερου εμπορίου στην Κίνα είναι σχεδόν άδειες λόγω της ύφεσης μετά την πανδημία. Αντιθέτως, η ρωσική πλευρά των συνόρων αναπτύσσεται ταχύτερα χάρη στο διμερές εμπόριο και παρά την κρίση που μαστίζει την υπόλοιπη Ρωσία, εξαιτίας των σκληρών Δυτικών κυρώσεων.
Στην έξοδο του μουσείου υπάρχει μια επιγραφή σμιλεμένη σε πέτρα, παρμένη από τη «σκέψη Σι Τζινπίνγκ»: «Δεν μπορούμε να ξεχάσουμε την Ιστορία», γραμμένη στα κινεζικά, στα αγγλικά και στα ρωσικά. Προσθέτει πως η ιστορική μνήμη δεν σημαίνει εκδίκηση, αλλά το νόημα είναι σαφές: η δύναμη είναι που μετράει – όχι τα ευγενικά αισθήματα, παρά τα θερμά λόγια του Σι για τον Πούτιν: «Οι αδύναμοι δέχονται εκφοβισμό, όσοι μένουν πίσω δέχονται χτυπήματα. Μόνο με συνεχείς προσπάθειες για οικοδόμηση του σοσιαλισμού με κινεζικά χαρακτηριστικά θα επιτευχθεί η μεγάλη αναγέννηση του κινεζικού έθνους».
