O Μπακασέτας διακρίνεται μέσα από ένα «κουβάρι» παικτών που πανηγυρίζουν. Η Εθνική Ελλάδος έγινε -επιτέλους- ομάδα. Το αν θα γίνει και καλή ομάδα είναι άλλο θέμα... | ΙΝΤΙΜΕSports/ΜΑΤΘΑΙΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
Επικαιρότητα

Πού είχε κρυφτεί αυτή η Εθνική;

Η Εθνική... του χασμουρητού έγινε, ξαφνικά, απολαυστική. Απέναντι στη «Βραζιλία των Βαλκανίων» έκανε το καλύτερό της παιχνίδι εδώ και πολλά χρόνια, με τον μικρότερο μέσο όρο ηλικίας ever. Ετυχε, ή πέτυχε; Ο χρόνος θα δείξει. Προς το παρόν, ας μετανιώνουμε για τη μεγάλη ευκαιρία που χάσαμε
Sportscaster

Οι άδειες εξέδρες του Ολυμπιακού Σταδίου λειτούργησαν σαν ηχείο. Εκαναν τις κραυγές των ελλήνων διεθνών να φτάσουν μέχρι τους τηλεοπτικούς μας δέκτες. Ο διαιτητής Τσβάιερ είχε, μόλις, σφυρίξει τη λήξη του παιχνιδιού, και η Εθνική έδινε την εντύπωση ομάδας που γιόρταζε ένα σπουδαίο τρόπαιο, μια μεγάλη πρόκριση. Υψωμένες γροθιές, αγκαλιές, χαρούμενα πρόσωπα, συγχαρητήρια από στόμα σε στόμα. Εικόνες που προδίδουν ομοψυχία, φιλοδοξίες, υγιές κλίμα. Είχαμε πολύ καιρό να τις ζήσουμε.

Ακόμη περισσότερο (καιρό) είχαμε να δούμε την Εθνική μας να παίζει τόσο καλό ποδόσφαιρο. Με τρεξίματα, ορθόδοξη ανάπτυξη, δημιουργική φαντασία, ωραίες συνεργασίες, διάθεση και αυτοπεποίθηση. Απέναντι στη γεμάτη ταλέντο Βοσνία – Ερζεγοβίνη, την αυτοαποκαλούμενη ως «Βραζιλία των Βαλκανίων», που έπαιζε το τελευταίο της χαρτί στην προσπάθειά της να προκριθεί στο Euro 2020, η Ελλάδα πέτυχε δύο γκολ (το ένα, αυτογκόλ), είχε δύο δοκάρια (Μασούρας, Σταφυλίδης) και σκάρωσε 25 τελικές. Τόσες, όσες δεν είχε μετρήσει στα επτά προηγούμενα παιχνίδια της στον όμιλο, μαζί. Οι φημισμένοι βόσνιοι μεσοεπιθετικοί αρκέστηκαν στις πέντε. Μόνο στο γκολ της (προσωρινής) ισοφάρισης και σε μια, ακόμη, φάση φάνηκαν απειλητικοί.

Αυτό το 2-1 και η εξαιρετική εμφάνιση ήρθαν αργά. Επρεπε πρώτα να… σιγουρευτούμε ότι αποκλειστήκαμε, για να πάρουμε μπρος. Παρόλα αυτά, δεν είναι ένα άχρηστο αποτέλεσμα. Είναι η πρώτη μας νίκη μετά το 2-0 επί του Λιχτενστάιν (στο Βαντούζ) τον περασμένο Μάρτιο, στην πρεμιέρα του ομίλου μας. Ενα σημάδι αισιοδοξίας, ότι αυτή η επανεκκίνηση μπορεί να μην έχει την ίδια (κακή) τύχη με τις προηγούμενες. Ενα παράσημο για τον Τζόνι Φαν’τ Σιπ, που χρειάζεται να «ψηλώσει» στα μάτια των παικτών του, των media, των φιλάθλων και της ΕΠΟ. Κυρίως της Ομοσπονδίας, ώστε να τον εμπιστευθεί και να τον αφήσει ήσυχο να κάνει τη δουλειά του.

Την αξία του Ολλανδού ως προπονητή θα τη δείξει ο χρόνος. Προς το παρόν, θα πρέπει να του αναγνωρίσουμε δύο πράγματα. Πρώτον, ότι δεν φοβήθηκε να αναλάβει μια διαλυμένη ομάδα (που δεν μπορούσε να αλλάξει δεύτερη πάσα) μιας πτωχευμένης ομοσπονδίας, με σχεδόν ανύπαρκτες προοπτικές. Δεύτερον, ότι -αν μη τι άλλο- διαθέτει προσωπικότητα. Τόλμησε να αφήσει στην άκρη την «παλιά φρουρά», ρισκάροντας να θεωρηθεί ως ο βασικός υπεύθυνος μιας πιθανής συντριβής στη Ρώμη, από την Ιταλία, και μιας ενδεχόμενης αποτυχίας στο ματς με τη Βοσνία. Εμπιστεύτηκε παίκτες που ήταν άγνωστοι στο ευρύ κοινό, ακόμη και ως ονόματα. Αλλά οι επιλογές του, που έμοιαζαν αυτοκτονικές, μέχρι στιγμής δικαιώνονται.

Ο Βαγγέλης Παυλίδης, που τον άλλο μήνα θα κλείσει τα 21, σκόραρε χθες (Τρίτη) μόλις στη δεύτερή του εμφάνιση με το εθνόσημο. Ο Παντελής Χατζηδιάκος, 22 ετών, τα κατάφερε «μιά χαρά» στα δύο πρώτα του ματς, απέναντι σε ιταλούς και βόσνιους επιθετικούς που… δεν αστειεύονται. Η Εθνική έκανε το καλύτερό της παιχνίδι εδώ και πολλά χρόνια, με τον μικρότερο μέσο όρο ηλικίας ever. Αρκεί να σκεφτεί κανείς, ότι αρχηγός της χθες ήταν ο Σταφυλίδης. Ενα παιδί μόλις 25 ετών, που πρωτόπαιξε με την Εθνική Ανδρών τον Νοέμβριο του 2012, είναι ο πιο παλιός στην ιεραρχία (29 συμμετοχές). Δεκατέσσερις από τους 25 παίκτες που κάλεσε ο Φαν’τ Σιπ για τους αγώνες με την Ιταλία και τη Βοσνία, είχαν παίξει στην Εθνική μέχρι δέκα φορές – το πολύ. Δύο από αυτούς, καμία.

Ο Ολλανδός έχει ιδέες, έξω από τις συνηθισμένες, και δεν διστάζει να τις δοκιμάσει. Μόνον όταν άρχισε το ματς, καταλάβαμε γιατί έβαλε τον Σταφυλίδη στο κέντρο της άμυνας: η ανάπτυξη της ομάδας άρχιζε από πίσω, από τα πόδια του – ο τερματοφύλακας Πασχαλάκης είχε εντολή να αποφεύγει τα «τυφλά» βολέ. Ο Γιαννούλης έπαιξε περισσότερο ως εσωτερικός χαφ. Ο Λημνιός έβγαινε συχνά σαν φορ. Ο Μπακασέτας θύμισε τον Χαριστέα του Ρεχάγκελ. Ολοι οι παίκτες ταίριαξαν με ρόλους στους οποίους δεν τους έχουμε συνηθίσει. Σε κάτι τέτοια, οι τεχνικοί που έχουν δουλέψει στον Αγιαξ είναι «μανούλες».

Η Εθνική… του χασμουρητού έγινε, ξαφνικά, απολαυστική. Μακάρι, όχι μόνο για μια βραδιά. Εάν στις 15 Νοεμβρίου δώσει μια καλή παράσταση και στην Αρμενία, είναι βέβαιο πως στον τελευταίο της αγώνα στο τουρνουά (18/11 με τη Φινλανδία) δεν θα πάνε στο ΟΑΚΑ για να τη δουν μόνο τρεις τέσσερις χιλιάδες άνθρωποι, όπως χθες.

Η Εθνική του μέλλοντός μας δίνει υποσχέσεις για ένα καλύτερο «αύριο». Θα πάρει χρόνο μέχρι να μάθουμε εάν θα βγουν αληθινές. Μέχρι τότε, ας μετανιώνουμε για τη μεγάλη χαμένη ευκαιρία: η κατάληψη της δεύτερης θέσης στον όμιλό μας ήταν πιο εύκολη υπόθεση απ’ ό,τι πιστεύαμε.