«Δεν είναι ξεκάθαρο τι καθιστά τον Λίντνερ κατάλληλο για υπουργό Οικονομικών της Γερμανίας» | CreativeProtagon/Reuters
Επικαιρότητα

Πόσο κινδυνεύει το ευρώ από τον «Σόιμπλε λάιτ»;

Ο ηγέτης των Ελεύθερων Δημοκρατών Κρίστιαν Λίντνερ θεωρείται ο επικρατέστερος για τη νευραλγική θέση του υπ. Οικονομικών της Γερμανίας. Διακεκριμένοι οικονομολόγοι ωστόσο προειδοποιούν ότι οι σκληροπυρηνικές απόψεις του αποτελούν θανάσιμη απειλή για το ευρωπαϊκό νόμισμα
Protagon Team

Το ότι θα ήθελε να αναλάβει ο ίδιος το υπουργείο Οικονομικών της Γερμανίας, ο Κρίστιαν Λίντνερ το είχε καταστήσει εμμέσως σαφές πριν από τις εκλογές της 26ης Σεπτεμβρίου. Και τώρα, ο ηγέτης των Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP), του μικρότερου από τα τρία κόμματα που μετέχουν στις συνομιλίες για τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης της Γερμανίας, θεωρείται ο επικρατέστερος για αυτήν τη νευραλγική,  όχι μόνον για τη Γερμανία αλλά για ολόκληρη την Ευρώπη, θέση.

«Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, ο διαχειριστής των δημόσιων οικονομικών της Γερμανίας ασκούσε εξουσία πολύ πέρα από τα σύνορα της χώρας, είτε επρόκειτο για την ελληνική κρίση χρέους είτε για την πανδημία Covid. Στο εσωτερικό της χώρας, κατέχει λιγότερη πολιτική εξουσία μόνο σε σχέση με τον (την) καγκελάριο», υπενθυμίζουν σε ρεπορτάζ τους οι Financial Times, υπογραμμίζοντας τον άκρως καθοριστικό ρόλο που καλώς ή κακώς διαδραματίζει εντός της ευρωζώνης ο υπουργός Οικονομικών της μεγαλύτερης ευρωπαϊκής οικονομίας.  

Το τελευταίο διάστημα, ωστόσο, ο Κρίστιαν Λίντνερ, που από κάποιους εύστοχα χαρακτηρίζεται «Σόιμπλε λάιτ»,  βρέθηκε στο στόχαστρο διακεκριμένων οικονομολόγων που υποστηρίζουν και προειδοποιούν ότι οι σκληροπυρηνικές απόψεις του όσον αφορά τη δημοσιονομική σταθερότητά αποτελούν θανάσιμη απειλή για το ευρώ. 

Την προηγούμενη εβδομάδα, για παράδειγμα, οι Τζόζεφ Στίγκλιτς και Ανταμ Τουζ συνυπέγραψαν άρθρο που δημοσιεύτηκε σε κορυφαία γερμανική εφημερίδα, προειδοποιώντας για τις άκρως αρνητικές συνέπειες της επιμονής του Λίντνερ για επιστροφή της Ευρώπης και της Γερμανίας στους αυστηρούς δημοσιονομικούς κανόνες που ίσχυαν πριν από την πανδημία.

«Για το δικό του καλό, ο Λίντνερ θα πρέπει να αποφύγει την αδύνατη αποστολή του να εφαρμόσει την προκατακλυσμιαία δημοσιονομική του ατζέντα στη σημερινή οικονομική κατάσταση», υποστήριξαν στην Die Zeit«Πρόκειται για μια δοκιμή πρόσκρουσης που ούτε η Γερμανία ούτε η Ευρώπη μπορούν να αντέξουν οικονομικά», υποστήριξαν οι δύο επιφανείς ακαδημαϊκοί του Πανεπιστημίου Columbia.

Ο Λίντνερ έσπευσε να απαντήσει μέσω του Instagram, χαρακτηρίζοντας τους Στίγκλιτς και Τουζ «οικονομολόγους του χρέους» και υπογραμμίζοντας τη δέσμευσή του για «υγιή δημοσιονομικά», όχι μόνο στη Γερμανία αλλά και στην Ευρώπη. To άρθρο των δύο καθηγητών του Columbia επικρίθηκε επίσης και από επιφανείς οικονομολόγους της Γερμανίας, με τον Κλέμενς Φουστ, για παράδειγμα, επικεφαλής του Ifo Institute στο Πανεπιστήμιο το Μονάχου, να χαρακτηρίζει το σχόλιό τους «εξαιρετικά μονόπλευρο και παραπλανητικό». «Το μήνυμα είναι: ξοδέψτε περισσότερα χρήματα και σώστε τον κόσμο. Αυτό είναι απλώς λάθος. Η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική είναι σωστή σε έναν κόσμο με πλεονάζουσες δυνατότητες, αλλά αυτή τη στιγμή οι δυνατότητες είναι περιορισμένες, υφίστανται προβλήματα εφοδιασμού και έλλειψη ειδικευμένων εργαζόμενων. Ζουν σε έναν κόσμο τού χθες», εξήγησε.

Ωστόσο, σύμφωνα με το Politico, το πρόβλημα όσον αφορά τον Κρίστιαν Λίντνερ και το πολύ πιθανό ενδεχόμενο να αναλάβει το υπουργείο Οικονομικών της Γερμανίας δεν είναι μονάχα οι σκληροπυρηνικές απόψεις του, αλλά και το ότι ενδέχεται να μην έχει τα κατάλληλα προσόντα για να ανταποκριθεί στα δύσκολα καθήκοντα του επικεφαλής της γερμανικής οικονομίας. 

«Ο Λίντνερ, που όταν άρχισε τη σταδιοδρομία του στην πολιτική ήταν τόσο νέος που οι μεγαλύτεροι συνάδελφοί του τον αποκαλούσαν “Μπάμπι”, είναι αναμφίβολα ένα από τα εξέχοντα πολιτικά ταλέντα της Γερμανίας. Ωστόσο πέρα από τον τίτλο της μεταπτυχιακής του διατριβής – “Φορολογικός ανταγωνισμός και δημοσιονομική προσαρμογή. Είναι δυνατή η μεταρρύθμιση του δημοσιονομικού συντάγματος;” – δεν είναι ξεκάθαρο τι τον καθιστά κατάλληλο για υπουργό Οικονομικών», αναφέρεται στο σχετικό ρεπορτάζ. 

Ο 42χρονος Λίντνερ που σπούδασε πολιτικές επιστήμες και συστήνεται ως προασπιστής των επιχειρηματιών, καθ’ όλη σχεδόν τη διάρκεια της καριέρας του ήταν είτε τοπικός πολιτικός είτε βουλευτής ή κομματικός αξιωματούχος, ενώ δεν υπήρξε ποτέ δήμαρχος, πρωθυπουργός, υπουργός ή, έστω, υφυπουργός, σε αντίθεση με όλους σχεδόν τους πρώην υπουργούς Οικονομικών της Γερμανίας.

Το μεγαλύτερό του κατόρθωμα έως σήμερα στην πολιτική αφορά τον ίδιο και το Ελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα του, το οποίο ο Λίντνερ κατάφερε να επαναφέρει στην Μπούντεσταγκ και στο προσκήνιο της γερμανικής πολιτικής. Εχοντας καταστεί απόλυτος κυρίαρχος στο κόμμα του, βάλθηκε στη συνέχεια να κατακτήσει και τα πολιτικά τοκ σόου της γερμανικής τηλεόρασης, ως υπέρμαχος της ελεύθερης αγοράς και επικριτής όχι μόνον της κυβέρνησης Μέρκελ αλλά και των Πρασίνων. 

Χάρη στη διαρκή παρουσία του στα ΜΜΕ, ο Λίντνερ αναδείχθηκε σε περιζήτητο δημόσιο ομιλητή, ο οποίος κατά τη διάρκεια της τελευταίας κοινοβουλευτικής περιόδου, πέρα από τη βουλευτική αποζημίωση, έλαβε επίσης περισσότερα από 470.000 ευρώ, δίνοντας διαλέξεις σε τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρείες και άλλες επιχειρήσεις. 

«Παρότι οι επικοινωνιακές δεξιότητες είναι χρήσιμες για έναν υπουργό Οικονομικών, άλλα προσόντα είναι αναμφίβολα πιο σημαντικά», όπως το να είναι καλός στους ισοσκελισμούς, αναφέρει το Politico. Ωστόσο ο Λίντνερ, ο οποίος έχει δεσμευτεί για την εκ νέου ενεργοποίηση του γερμανικού «φρένου χρέους» και την εξασφάλιση της δημοσιονομικής πειθαρχίας στην ευρωζώνη, μάλλον υστερεί. Τουλάχιστον αυτό διαπιστώνεται λαμβάνοντας υπόψη τις προσωπικές του επιχειρηματικές δραστηριότητες. 

Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, η πρώτη του επιχείρηση, μία συμβουλευτική εταιρεία, σημείωσε μεγάλη επιτυχία. Ομως ο Λίντνερ δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να ισχυριστεί το ίδιο για τη δεύτερή του εταιρεία, ονόματι Moomax, την οποία συνίδρυσε το 2000.

Επρόκειτο για μία εταιρεία ανάπτυξης λογισμικών που επιδίωξε να εισέλθει στη σκηνή (που στη συνέχεια μετατράπηκε σε φούσκα) των «dot-coms». Η εταιρεία χρηματοδοτήθηκε με περίπου 2 εκατομμύρια ευρώ από ένα κρατικό επενδυτικό ταμείο, ενώ ο Λίντνερ τη διηύθυνε επί έναν χρόνο περίπου, προτού υποβάλει την παραίτησή του. Οπως και πολλές άλλες νεοφυείς επιχειρήσεις στις αρχές του αιώνα, έτσι και η Moomax κατέρρευσε πριν προλάβει καν να σταθεί στα πόδια της. 

Ο Λίντνερ αποπειράθηκε και κατάφερε σε μεγάλο βαθμό να παρουσιάσει την αποτυχία του ως πολύτιμη διδακτική εμπειρία. Οταν, όμως, πολλά χρόνια μετά, το 2015, ένας πολιτικός του αντίπαλος έθιξε το θέμα, εξοργίστηκε. «Οι πρωτοπόροι δεν πρέπει να στιγματίζονται για το υπόλοιπο της ζωής τους λόγω μιας αποτυχίας», απάντησε, μιλώντας από το βήμα της τοπικής Βουλής της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας. 

Την επόμενη χρονιά, ως επίσημος ομιλητής σε εκδήλωση της Σχολής Διοίκησης Επιχειρήσεων της Φρανκφούρτης, στο πλαίσιο της οποίας νεαροί επιχειρηματίες μιλούσαν για τα διδάγματα που άντλησαν από τα λάθη τους, ο Λίντνερ υποστήριξε ότι «όσοι γνωρίζουν τι δεν λειτουργεί, γνωρίζουν επίσης τι είναι απαραίτητο, ούτως ώστε να λειτουργήσει».

Πάντως, σύμφωνα με τον Τζόζεφ Στίγκλιτς και τον Ανταμ Τουζ, «το είδος του κόσμου στον οποίο βρισκόμαστε αυτήν την περίοδο είναι  ασαφές. Οποιος ισχυρίζεται με αυτοπεποίθηση ότι είναι ειδήμων στην οικονομική πολιτική, πρέπει να θεωρείται ύποπτος». 

Και ο Κρίστιαν Λίντνερ δεν θα πρέπει να λησμονεί και την πρόσφατη ιστορία του κόμματός του. Το  2009, συμμετέχοντας στη κυβέρνηση συνασπισμού υπό την ηγεσία των Χριστιανοδημοκρατών – Χριστιανοκοινωνιστών, ο τότε πρόεδρος του FDP, Γκίντο Βεστερβέλε, επέμενε να αναλάβει το υπουργείο Εξωτερικών, παρότι ήταν άπειρος στη εξωτερική πολιτική. «Ηταν ένας χαρισματικός πολιτικός, όπως και ο Λίντνερ, και τον έθελξε το κύρος της θέσης. Η θητεία του Βεστερβέλε, ωστόσο, θεωρήθηκε ευρέως αποτυχημένη και στις επόμενες εκλογές οι ψηφοφόροι απέπεμψαν το κόμμα του από τη Βουλή», υπενθυμίζει το Politico.