Στο ποίημά του «Annus Mirabilis», ο βρετανός ποιητής Φίλιπ Λάρκιν έγραψε: «Η σεξουαλική επαφή άρχισε / Το χίλια εννιακόσια εξήντα τρία / (που ήταν μάλλον αργά για μένα) -/ Ανάμεσα στο τέλος της απαγόρευσης του «Τσάτερλι»/ Και το πρώτο LP των Beatles», μιλώντας στην ουσία για την έναρξη της σεξουαλικής επανάστασης.
Σύμφωνα, δε, με ένα άρθρο εφημερίδας του 1963, ο Αλεξ Κόμφορτ ήταν ένας «στρογγυλός, συμπαγής και φαινομενικά σταθερός» ακαδημαϊκός με χοντρά γυαλιά και παραμορφωμένο χέρι, εθισμένος στα φτηνά πούρα, φτιαγμένα όπως αστειευόταν, από «μαρούλι και Kleenex».
Η πρώτη του σύζυγος, Ρουθ Χάρις, ήταν ήσυχη, επιφυλακτική και κατά του σεξ πριν από τον γάμο, ενώ η ερωμένη του και κατόπιν δεύτερη σύζυγός του, Τζέιν Χέντερσον ήταν πιο θορυβώδης, πιο σέξι και αλκοολική. Από αυτούς τους τρεις χαρακτήρες γεννήθηκε το 1972 το βιβλίο «The Joy of Sex» (στα ελληνικά κυκλοφόρησε με τίτλο «Η χαρά του σεξ»), ο πιο διάσημος οδηγός μετά το «Κάμα Σούτρα». Οπως ανακοινώθηκε, δε, την περασμένη εβδομάδα, σύντομα θα μεταφερθεί στην οθόνη από την Σάρον Μαγκουάιρ, που έχει σκηνοθετήσει στο παρελθόν το «Ημερολόγιο της Μπρίτζετ Τζόουνς» και το «Μωρό της Μπρίτζετ Τζόουνς».
«Η ειρωνεία είναι ότι το βιβλίο ήταν ένας αναίσχυντος σεξουαλικός οδηγός για ερωτευμένα ζευγάρια, ωστόσο δημιουργήθηκε από ένα κάπως θυελλώδες ερωτικό τρίγωνο», λέει η Σάρον Μαγκουάιρ στη βρετανική εφημερίδα The Times. Η ταινία «The Joy of Sex», την οποία η Μαγκουάιρ σκοπεύει να δει ως κωμωδία, θα αφηγηθεί την ιστορία του Αλεξ Κόμφορτ, συγγραφέα του ομώνυμου εγχειριδίου, και τη ζωή του με την πρώτη του σύζυγο και την πρώην καλύτερη φίλη της, την οποία παντρεύτηκε στη συνέχεια.
Το «The Joy of Sex» είχε προκαλέσει οργή, θεωρήθηκε, όμως επίσης το σοβαρό έργο ενός σοβαρού μελετητή, μια πράξη απελευθέρωσης, που ταίριαζε στην κοινωνικά επαναστατική εποχή του. Η γραφή του ήταν τόσο ελκυστικά ακίνδυνη και οι σεξουαλικές πράξεις που περιέγραφε εικονογραφημένες με τόσο γοητευτικά και αβλαβή αλλά αισθησιακά σχέδια και ακουαρέλες, ώστε έγινε αμέσως διεθνές μπεστ σέλερ, πουλώντας περισσότερα από 12 εκατ. αντίτυπα τον τελευταίο μισό αιώνα.
Δομημένο σαν βιβλίο μαγειρικής, το «Joy» είχε τις σεξουαλικές συνταγές του χωρισμένες σε «συστατικά», «ορεκτικά», «κυρίως πιάτα», «σάλτσες και τουρσιά», μεταξύ των οποίων «δεμένα μάτια, αλυσίδες, ιμάντες, φίμωτρα, σχοινιά, επικίνδυνα παιχνίδια και merkins (περούκες για το ξυρισμένο αιδοίο…)»
Πρόκειται για ένα μικρό βιβλίο, η βιογραφία του δημιουργού του, όμως, παρουσιάστηκε πέρυσι σε έναν ογκώδη τόμο 648 σελίδων, με τίτλο «Polymath: The Life and Professions of Dr Alex Comfort, Author of “The Joy of Sex”», στον οποίο ο Ερικ Λόρσεν υποστηρίζει ότι ο Κόμφορτ δεν ήταν απλά ένας ειδικός του σεξ, αλλά ένας ποιητής, μυθιστοριογράφος, βιολόγος, γεροντολόγος και πολιτικός στοχαστής.
Πράγματι, σε συνέντευξή του το 1974 ο Κόμφορτ δήλωσε ότι «”Η χαρά του σεξ” ήταν μια έκφραση του αναρχισμού μου», με τον αναρχισμό του να είναι η πεποίθησή του ότι τα ανθρώπινα όντα θα μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα πολύ καλά χωρίς καταπιεστική εξουσία, αρκεί να είναι ευγενικοί και να σέβονται ο ένας τον άλλο, ειδικά στο κρεβάτι.
Ενα επαναστατικό εγχειρίδιο του σεξ
Μιλώντας από το σπίτι του στη Μασαχουσέτη, ο Λόρσεν εξήγησε στον δημοσιογράφο της βρετανικής εφημερίδας The Times, Αντριου Μπίλεν, γιατί το «Joy of sex» ήταν επαναστατικό. Πρώτον, είπε, μέχρι τότε τα εγχειρίδια για το σεξ ήταν είτε δυσανάγνωστα επιστημονικά είτε «άθλια και φτηνιάρικα». Αντίθετα, το βιβλίο του Κόμφορτ ήταν φιλόξενο, ούτε επικριτικό ούτε σεμνότυφο.
Δεύτερον, προωθούσε την ιδέα ότι το σεξ ήταν «συνεργατικό»: «Ηταν δύο ενήλικες που ανακάλυπταν ο ένας τις ανάγκες και τις επιθυμίες του άλλου και προσπαθούσαν να τις εκπληρώσουν». Η τρίτη καινοτομία του ήταν η επιμονή του ότι οι σεξουαλικές φαντασιώσεις δεν ήταν ούτε kinky ούτε εκτός ορίων: «Η άποψη του Αλεξ ήταν ότι η φαντασίωση είναι κάτι καλό. Είναι ο τρόπος με τον οποίο οι ενήλικες παίζουν σεξουαλικά και αυτό θα πρέπει να ενθαρρύνεται», είπε ο Λόρσεν.
Ωστόσο, φαίνεται ότι η Σάρον Μαγκουάιρ ενδιαφέρεται λιγότερο για το πραγματικό περιεχόμενο και τον αντίκτυπο του «Joy of Sex» και περισσότερο για τη σεξουαλική ζωή του συγγραφέα του. «Η ιστορία τού πώς ο Αλεξ Κόμφορτ έπεισε τη σύζυγό του και την καλύτερή της φίλη να διασκεδάζουν με ένα ménage à trois για πάνω από δέκα χρόνια πριν από τη δημοσίευση του βιβλίου είναι ένα μυστήριο που πρέπει να διαλευκανθεί», δήλωσε στους δημοσιογράφους η αγγλίδα σκηνοθέτις.
Και πρόσθεσε: «Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι θα πρέπει να ήταν εκπληκτικά πειστικός. Η ανάλυση αυτού του τριγώνου βρίσκεται στην καρδιά μιας συναισθηματικής, συγκινητικής, αστείας, αμφιλεγόμενης και μοναδικά βρετανικής ιστορίας».
Ναι αλλά κωμωδία; Σίγουρα μπορεί κανείς να γελάσει με τη «Χαρά του σεξ». Η ενότητα με τις σάλτσες και τα τουρσιά, για παράδειγμα, περιέχει ένα περίεργο απόσπασμα για τα άλογα («Σε μερικούς άνδρες αρέσει επίσης να ντύνουν τις γυναίκες σαν άλογα, αν και συνήθως δεν μπορούν να τις καβαλήσουν με αυτόν τον τρόπο»).
Η εικονογράφηση του βιβλίου δίνει επίσης τροφή για βρετανικό χιούμορ. Αρχικά ο Κόμφορτ παρουσίασε στους εκδότες του φωτογραφίες Polaroid του ίδιου να κάνει σεξ με την ερωμένη του. Μελετώντας, όμως, τις θολές λήψεις του 50χρονου συγγραφέα, που είχε στο αριστερό του χέρι μόνο τον αντίχειρα και ένα κολοβό δάχτυλο (τα άλλα δάχτυλά του είχαν κοπεί κατά τη διάρκεια ενός πειράματος με μπαρούτι όταν ήταν 14 ετών), τις προσπέρασαν ευγενικά.
Οι πόζες αναδημιουργήθηκαν από έναν από τους εικονογράφους του βιβλίου, τον τριχωτό Τσαρλς Ρέιμοντ και τη γερμανίδα σύζυγό του, Εντελτραουντ, με τις εξίσου τριχωτές μασχάλες, και τα σχέδια έκανε ένας άλλος εικονογράφος, ο Κρίστοφερ Φος. Το σεξ ήταν αληθινό, αλλά η ατμόσφαιρα δεν ήταν ρομαντική. Διεξήχθη κατά τη διάρκεια της απεργίας των ανθρακωρύχων του 1972 σε ένα κρύο διαμέρισμα στον τρίτο όροφο στο Κένσινγκτον του Λονδίνου, και η συνουσία διακοπτόταν από τις διακοπές ρεύματος.
Βέβαια, η απιστία μπορεί να είναι αστεία, όπως φαίνεται σε όλα τα θεατρικά έργα του βρετανικού είδους της κωμωδίας της Παλινόρθωσης. Ωστόσο, η αφήγηση του Λόρσεν για την απιστία του Κόμφορτ δεν είναι ιδιαίτερα διασκεδαστική. Ούτε ήταν πολυγαμική, έστω κι αν εκείνος ήθελε να είναι, σημειώνει ο Αντριου Μπίλεν στους Times.
Το σεξ με πολλούς συντρόφους, έγραψε ο Κόμφορτ στο εγχειρίδιό του, είναι «μια σημαντική ανθρωπολογική πηγή» και μια «που γίνεται όλο και πιο εύκολο να κανονιστεί». Ωστόσο, υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία ότι ο Κόμφορτ εκμεταλλεύτηκε αυτή τη δυνατότητα εκτός από μια μοναδική νύχτα πιθανού πάθους στις αρχές της δεκαετίας του 1970 μεταξύ του Κόμφορτ, της αμερικανίδας ακαδημαϊκού και συγγραφέα Μέριλιν Γιάλομ και της ερωμένης του Τζέιν Χέντερσον, στο διαμέρισμα της τελευταίας.
Επιστρέφοντας με ασφάλεια στην Καλιφόρνια και στον σύζυγό της (Ιρβιν Γιάλομ), Μέριλιν τούς έγραψε ότι «από κάθε άποψη ήταν αυτό που χρειαζόμουν». Iσως, δε, ήταν αυτό που χρειαζόταν και ο Κόμφορτ. Στο βιβλίο του «Sex in Society» το 1963 είχε γράψει ότι λίγη απιστία θα μπορούσε να είναι ένα «μοιχικό στήριγμα», που κρατάει τους συντρόφους «στα πόδια τους», στην πραγματικότητα, όμως, το δικό του ερωτικό τρίγωνο ήταν τόσο αγχωτικό όσο και ικανοποιητικό.
Αλλο η θεωρία και άλλο η πράξη στη ζωή
Ο Κόμφορτ είχε γνωρίσει την, κατά τρία χρόνια μεγαλύτερή του, Ρουθ Χάρις στο Κέιμπριτζ, όπου ήταν φοιτητής Ιατρικής, εκείνη σπούδαζε για να γίνει κοινωνική λειτουργός και η Τζέιν Χέντερσον ήταν συγκάτοικός της. Ο Κόμφορτ και η Χάρις έγιναν ζευγάρι, με αγάπη αλλά ίσως όχι με πόθο.
Ο Κόμφορτ τόνιζε ότι η Χάρις δεν είχε σεξουαλική εμπειρία έως ότου την παντρεύτηκε, το 1943 στα 23 της, μετά από αρραβώνα τριών ετών. Από οικογένεια της μεσαίας τάξης και των προαστίων όπως και η δική του, η Χάρις είχε πιο αυστηρές αρχές από τον Κόμφορτ, ήταν λιγότερο συνηθισμένη στα χάδια και σίγουρα λιγότερο από ό,τι η Χέντερσον.
Η εξωσυζυγική σχέση ξεκίνησε το 1960, όταν η σύζυγος του Κόμφορτ διαγνώστηκε με κατάθλιψη. Οι δύο φίλες διέφεραν. Σε αντίθεση με τη Χάρις, η Χέντερσον είχε την τάση να λέει τη γνώμη της στα ίσια και η ζωντάνια της επεκτεινόταν και στην κρεβατοκάμαρά της.
Ηταν, γράφει ο Λόρσεν στη βιογραφία του Κόμφορτ, η αρχή ενός «σεξουαλικού ταξιδιού ανακάλυψης» που θα οδηγούσε άμεσα στο βιβλίο «The Joy of Sex». Πράγματι, ο Κόμφορτ και η Χέντερσον κρατούσαν ημερολόγιο των ερωτικών τους επαφών με τίτλο «Our ABC by John and Jane Thomas», πιθανώς σαν ένα νεύμα προς τον Ντ.Χ. Λώρενς και τη νουβέλα του «John Thomas and Lady Jane»(1927), μια εκδοχή που είχε προηγηθεί του «Εραστή της λαίδης Τσάτερλι».
Μετά από συναντήσεις ενός χρόνου στο διαμέρισμα της Χέντερσον, ο Κόμφορτ είπε στη γυναίκα του ότι ήθελε ανοιχτό γάμο. Αναστατωμένη αλλά αφοσιωμένη στον σεβαστό αν και αμφιλεγόμενο στοχαστή που την φρόντιζε όπως και τον 14χρονο γιο τους, η Χάρις συμφώνησε. Το 1961 η Χέντερσον συνόδευσε τους Κόμφορτ ακόμη και σε διακοπές στην Ιρλανδία, αν και δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι κοιμόντουσαν και οι τρεις μαζί.
Η συμφωνία κράτησε 12 χρόνια, με τον Κόμφορτ να περνάει τα Σαββατοκύριακα με τη σύζυγό του στο Εσεξ και τις καθημερινές με την Χέντερσον στο Λονδίνο. Θεωρητικά όλα αυτά ήταν λυτρωτικά. Στην πράξη, όμως, όπως είπε αργότερα ο Κόμφορτ σε συνέντευξή του, και οι δύο γυναίκες στα διαφορετικά σπίτια τους «είχαν συνεχώς ξεσπάσματα».
Η Χέντερσον ήταν αυτή που αποφάσισε τελικά ότι ο Κόμφορτ έπρεπε να επιλέξει ανάμεσα σε εκείνη και τη γυναίκα του. Ετσι, την άνοιξη του 1973, μετά από σχεδόν 30 χρόνια γάμου, ο Κόμφορτ παρουσίασε στη Ρουθ τα χαρτιά του διαζυγίου. «Η Τζέιν με χρειάζεται περισσότερο», της εξήγησε. Τον προηγούμενο χρόνο η Χέντερσον είχε συλληφθεί για μέθη σε δημόσιο δρόμο, είχε περάσει τη νύχτα στο κρατητήριο και της είχε επιβληθεί πρόστιμο μιας λίρας.
Ο Κόμφορτ, ωστόσο, ορκίστηκε στην μέλλουσα – πρώην σύζυγό του ότι θα τη φρόντιζε πάντα και καθυστέρησε διακριτικά τη βρετανική έκδοση του «The Joy of Sex» για μετά το διαζύγιο, γνωρίζοντας ότι θα την έφερνε σε δύσκολη θέση η δημοσιότητα που θα ακολουθούσε.
Τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς παντρεύτηκε την Χέντερσον. Ωστόσο, ο γάμος τους δεν ήταν «ο θρίαμβος της ελπίδας επί της εμπειρίας», σύμφωνα με το απόφθεγμα του άγγλου ποιητή Σάμιουελ Τζόνσον για τον δεύτερο γάμο. Τη δεκαετία του 1980, όταν το ζευγάρι είχε μετακομίσει στην Καλιφόρνια, η Χέντερσον έπαθε κατάθλιψη, άρχισε να πίνει πολύ και μπορούσε να γίνει «πολύ άσχημη, εκρηκτική, παράλογη» με τους φίλους τους.
Ο Κόμφορτ ήταν πιστός μεν αλλά σε αδιέξοδο. Το 1984, σε ένα ταξίδι τους στο Λονδίνο με τον Κόμφορτ να επιδιώκει την επιστροφή του στη Βρετανία, η Χέντερσον υπέστη νευρικό κλονισμό και νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο. Ο Κόμφορτ επέστρεψε στην Καλιφόρνια, λέγοντας στον γιο του: «Το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται [η Χέντερσον] είναι να είμαι εδώ γύρω».
Εχοντας εγκατασταθεί τελικά ξανά στην Αγγλία, ο Κόμφορτ υπέστη το 1991 εγκεφαλική αιμορραγία, και στη συνέχεια εγκεφαλικό επεισόδιο για το οποίο υποβλήθηκε σε σωτήρια χειρουργική επέμβαση. Η Χέντερσον πήρε πολύ βαριά την ασθένειά του, έπαθε πάλι νευρικό κλονισμό και νοσηλεύτηκε στο ίδιο νοσοκομείο κοντά του.
Τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, βρέθηκε νεκρή στο σπίτι της, καθισμένη στην πολυθρόνα, από εγκεφαλική αιμορραγία. Ηταν 70 ετών. Στο μεταξύ ο Κόμφορτ και η Χάρις, που δεν έπαψαν ποτέ να έχουν εγκάρδιες τηλεφωνικές επαφές, συναντήθηκαν ξανά τα Χριστούγεννα του 1995 στο σπίτι του γιου τους. Ο Κόμφορτ πέθανε πέντε χρόνια αργότερα, σε ηλικία 80 ετών, και η Χάρις τον ακολούθησε μετά από τέσσερις εβδομάδες.
Αυτό που ίσως παρατηρεί κανείς στην περίληψη της αφήγησης του Λόρσεν είναι ότι τίποτα από όλα αυτά δεν ισοδυναμεί με αυτό που οι περισσότεροι από εμάς θα αποκαλούσαμε ménage à trois, γράφει ο Μπίλεν στους Times. Το Αγγλικό Λεξικό της Οξφόρδης το ορίζει γενικά ως «μια κατάσταση όπου τρία άτομα, ειδικά ένα παντρεμένο ζευγάρι και ο εραστής ή η ερωμένη τους συγκατοικούν και έχουν σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ τους,», ενώ οι περισσότεροι άνθρωποι θα έλεγαν πιο απλά ότι πρόκειται για ένα τρίο που ζει κάτω από την ίδια στέγη, ίσως, δε, μοιράζονται και το ίδιο κρεβάτι. Ο Αλεξ Κόμφορτ, όμως, περιγράφεται καλύτερα σαν ένας άνδρας με ερωμένη, την οποία η γυναίκα του γνώριζε αλλά δεν ενέκρινε. Πράγμα όχι και τόσο διασκεδαστικό, σημειώνει ο Μπίλεν στους Times.
Ο Λόρσεν, ωστόσο, εντοπίζει το κωμικό στοιχείο, που σκοπεύει να αναδείξει η Μαγκουάιρ στην ταινία της. «Νομίζω ότι είναι στο σωστό δρόμο με αυτό. Ελπίζω η ταινία της να μην αναλωθεί σε κωμικές ατάκες και βλακείες, αλλά έχει δίκιο. Και η ιστορία για το πώς δημιουργήθηκε το βιβλίο, ξέρετε, κατά τη διάρκεια της περιόδου των blackout, είναι πραγματικά υπέροχη», είπε στους Times.
Ο γιος του Κόμφορτ, ο δημοσιογράφος Νίκολας Κόμφορτ, τώρα στα εβδομήντα του, ήταν 27 ετών όταν κυκλοφόρησε το «Joy» και γλύτωσε από τις κοροϊδίες των συμμαθητών του που θα είχε ίσως προκαλέσει η φήμη του. Μιλάει με τους παραγωγούς της ταινίας από το 2017 και λέει ότι ήταν ξεκάθαρο από την αρχή ότι θα ήταν κωμωδία.
«Δεν έχω δει την επεξεργασία», λέει στους Times, επιλέγοντας προσεκτικά τα λόγια του, «αλλά συμφωνώ και ελπίζω να έχω κάποια συμβολή στα γυρίσματα. Ηταν ένας στοργικός πατέρας και πάντα εκτιμούσα τα πολλά καλά του σημεία. Ας ελπίσουμε ότι κάποια στοιχεία αυτής της πλευράς θα περάσουν στην ταινία».
Το πιθανότερο, δε, είναι ότι αν το αποτέλεσμα θα είναι μια καλή κωμωδία –πράγμα πολύ πιθανό με την Σάρον Μαγκουάιρ στο τιμόνι- θα την απολάμβανε και ο ίδιος ο Αλεξ Κόμφορτ, παρατηρεί ο Μπίλεν κλείνοντας το άρθρο του στους Times.
