939
|

«Τα παιδιά του Ηλιου» στο Θέατρο Τέχνης

Εύα Στάμου Εύα Στάμου 26 Νοεμβρίου 2015, 21:16

«Τα παιδιά του Ηλιου» στο Θέατρο Τέχνης

Εύα Στάμου Εύα Στάμου 26 Νοεμβρίου 2015, 21:16

«Τα παιδιά του Ήλιου», ένα από τα κορυφαία δράματα του Μαξίμ Γκόρκι, γράφτηκε το 1905 κατά τη διάρκεια της παραμονής του συγγραφέα στην φυλακή και  λίγο μετά τα αιματηρά γεγονότα που πυροδότησαν την πρώτη ρωσική εξέγερση. Το έργο θεωρείται δικαιολογημένα στρατευμένο εφόσον ο Γκόρκι επιθυμούσε το δημιούργημά του ν’ αποτελέσει  μήνυμα ενθάρρυνσης προς τους νεαρούς επαναστάτες που αγωνίζονταν κατά του Τσάρου.  Παρά το γεγονός όμως ότι ο συγγραφέας αντλεί την έμπνευσή του από συγκεκριμένα ιστορικά συμβάντα, το κείμενο χαρακτηρίζεται από την διαχρονικότητα που χαρακτηρίζει κάθε γνήσιο έργο τέχνης.

Ο Γκόρκι περιγράφει με μοναδική οξυδέρκεια τις τελευταίες μέρες μιας πνευματικής ελίτ που αποτραβηγμένη από τον λαό και τις φρικτές συνθήκες διαβίωσής του, συνεχίζει να ασχολείται αποκλειστικά με τις δικές της εμμονές και ιδεοληψίες. Την ώρα που στον αληθινό κόσμο ‘ο θάνατος το στρώνει’ λόγω της χολέρας, η περίκλειστη αυτή τάξη επιστημόνων, διανοούμενων και καλλιτεχνών, συνεχίζει τις δοκιμές και τα πειράματα όχι μόνο στη χημεία, όπως κάνει ο νεαρός Πάβελ Φιοντόροβιτς, ο ευφυής μα κοινωνικά απροσάρμοστος κεντρικός ήρωας του δράματος, μα και στον έρωτα και στην τέχνη.

Παραβλέποντας ίσως ότι ο ρόλος του διανοούμενου εμπεριέχει σε μεγάλο βαθμό την αποστασιοποίηση από τα κοινά και τη μοναχικότητα, ο Γκόρκι δημιουργεί μια εικόνα ακραία ναρκισσιστική, σκληρή και ταυτόχρονα γελοία, όπου η αναπόδραστη κατάληξη του καλλιτέχνη και του επιστήμονα που δεν αφιερώνει το ταλέντο και τις γνώσεις του στην κοινωνική πρόοδο και την ευημερία του συνόλου, είναι ο αφανισμός.
Ο Πάβελ, η Ελιζαβέτα, και η Γελένα, που δεν χρειάστηκε ποτέ να εργαστούν ή να συμβιβαστούν εγκαταλείποντας επιθυμίες και όνειρά για χάρη της επιβίωσης, δεν έχουν αναπτύξει τις απαραίτητες άμυνες και τα γνωρίσματα που απαιτούνται για να επιβιώσει κανείς στον κόσμο των ενηλίκων. Απολαμβάνοντας μία αιώνια παιδικότητα, έχουν ανάγκη την ασφάλεια που τους προσφέρει η διαμεσολάβηση της νταντάς με τον ‘έξω’ κόσμο. Η μόνιμη παρουσία της στο βάθος της σκηνής, όπου πλέκει χωρίς διακοπή, συμβολίζει ακριβώς τη χρησιμότητά της ως συνδετικός ιστός με τους «άλλους».

Οι επαφές με τον λαό περιορίζονται σε αυτήν του νεαρού εργάτη που ασβεστώνει τους τοίχους του εργαστηρίου του Πάβελ, -σηματοδοτώντας την μεταβατικότητα της κρίσιμης ιστορικής συγκυρίας και την ανάγκη αλλαγής του υπάρχοντος κοινωνικοπολιτικού συστήματος- καθώς και στην παρουσία του χυδαίου μέθυσου που δέρνει τη γυναίκα του, μα τον οποίο ο Πάβελ έχει ανάγκη για όλες τις εργασίες που δεν είναι ικανός να κάνει ο ίδιος. Η προσπάθεια του Πάβελ να προσεγγίσει τον Γιεγκόρ και να του μιλήσει για την συμπεριφορά του προσκρούει σε ένα τείχος επιθετικότητας καθώς εκείνος, όπως και οι υπόλοιποι εργάτες, λόγω των άθλιων συνθηκών διαβίωσής τους στερούνται την πνευματική καλλιέργεια που θα τους επέτρεπε να κατανοήσουν τα κίνητρα των ίδιων των πράξεών τους.

Η σκληρή πραγματικότητα εισχωρεί τελικά στο σπίτι της οικογένειας  Φιοντόροβιτς, παρά την προσπάθεια των μελών της να κρατήσουν απέξω όσα δεν μπορούν να διαχειριστούν, με την επιδημία της χολέρας και τον εξαγριωμένο όχλο που απειλεί να καταστρέψει οριστικά τον τρόπο ζωής των ηρώων.  Τα ψυχωσικά ξεσπάσματα της Ελιζαβέτας, που αποτελεί τον πιο αδύναμο κρίκο και συμπυκνώνει στην συμπεριφορά της όλα τα άγχη, τις φοβίες και τις ιδεοληψίες της κάστας των διανοούμενων, είναι η μεγαλύτερη απόδειξη ότι στην προεπαναστατική Ρωσία η διανόηση, ακόμα κι αν είχε καλές προθέσεις,  δεν κατάφερνε να συναισθανθεί και στην συνέχεια να εκφράσει τις αγωνίες και τα πάθη του λαού.

Οι προσπάθειες των Ρώσων της μεσαίας τάξης, της πλούσιας χήρας Μελανίας και του κτηνίατρου Μπαρίς Νικολάγιεβιτς, να προσεγγίσουν ερωτικά τον Πάβελ και τη Ελιζαβέτα αντίστοιχα, πέφτουν στον κενό. Οι Ρώσοι αριστοκράτες  δεν μπορούν να έρθουν σε στενή επαφή παρά μόνο με τους όμοιούς τους. Το τέλος του κτηνίατρου – ο οποίος λειτουργεί ως ειρωνική υπενθύμιση της φιγούρας του γιατρού στον Τσέχωφ- είναι η αρχή του τέλους του ανέφελου, εγωκεντρικού τρόπου ζωής των ηρώων και προμήνυμα της βίαιης κατάρρευσης που θα ακολουθήσει.

Το ευφυές σκηνικό μας μεταφέρει εξαρχής το κλίμα της αναταραχής, των ψυχικών μεταπτώσεων, του πολιτικού  πειράματος και της κοινωνικής δοκιμής που βρίσκεται σε εξέλιξη. Ο Νίκος Μαστοράκης τοποθετεί σε διάφορα σημεία της σκηνής εύθραυστα αντικείμενα (φλυτζάνια, αυγά) που αναγκάζουν τους ηθοποιούς να κινούνται με χορευτικές κινήσεις συμβολίζοντας το ψυχικό ευάλωτο αλλά και την ευαίσθητη κοινωνική ισορροπία που σύντομα θα θρυμματιστεί.

Η Κωνσταντίνα Τάκαλου, αποφεύγοντας τις υπερβολές, αποδίδει με τρόπο απόλυτα ελεγχόμενο και πειστικό την κυκλοθυμία που την καταλαμβάνει, η οποία δεν αποτελεί μόνο γνώρισμα της ψύχωσής της, αλλά και χαρακτηριστικό μιας ολόκληρης εποχής. Η γεμάτη σφρίγος ερμηνεία τής Μαρίας Καλλιμάνη εμπεριέχοντας πάθος κι απελπισία  στις σωστές δόσεις, σκιαγραφεί το πορτρέτο μιας γοητευτικής γυναίκας που όπως και οι υπόλοιποι ήρωες αυτό-καταστρέφεται από την κοινωνική της ανεπάρκεια. Ο Μάκης Παπαδημητρίου με την λιτή, μοντέρνα προσέγγισή του, θυμίζει Ιψενικό ήρωα που αντιμετωπίζει την τραγική μοίρα του με περιπαιχτική διάθεση. Η Φωτεινή Μπαξεβάνη, με την αβίαστη, θυμικά πλούσια, ερμηνεία της,  κι ο Γιάννης Κότσιφας, με τις ψυχικές μεταπτώσεις στις καίριες εισόδους του, σωματοποιώντας το πρότυπο θεατρικών χαρακτήρων της προεπαναστατικής Ρωσίας, μοιάζουν απευθείας βγαλμένοι από τις σελίδες του Τσέχωφ. Η Ιωάννα Μαυρέα στο ρόλο της νταντάς επιλέγει έναν πιο κλασικό και ταυτόχρονα ανάλαφρο τρόπο προσέγγισης αποφορτίζοντας για τους θεατές την τραγικότητα των γεγονότων. Ο Χάρης Φραγκούλης έχει κατασκευάσει έναν κλασικό ήρωα με πραγματική δεξιοτεχνία: η αδυναμία του να επικοινωνήσει με τους άλλους που αγγίζει την συναισθηματική αναπηρία, η καταφυγή στην επιστήμη, ο αποκλεισμός της πραγματικότητας από το οπτικό πεδίο του, η εμμονική ενασχόληση με τα πειράματα όταν όλα γύρω του γκρεμίζονται, κι ο αποστασιοποιημένος τρόπος εκφοράς του λόγου δημιουργούν την τέλεια εικόνα του ιδιόρρυθμου, εγωκεντρικού στοχαστή που παραμένει ζωντανή έως σήμερα.

Ο Νίκος Μαστοράκης προσφέρει στον σύγχρονο θεατή μια παράσταση χωρίς τις προκαταλήψεις του στρατευμένου έργου. Αναδεικνύοντας τα διαχρονικά και υπαρξιακά στοιχεία του δράματος,  σε αντίθεση με άλλες ‘πολιτικές’ παραστάσεις που ανεβαίνουν αυτή τη σεζόν, ο Μαστοράκης καταδεικνύει ότι το πολιτικό θέατρο, ορθά ιδωμένο, δεν αποτελεί προπαγάνδα, αλλά μια σημαντική μορφή τέχνης.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News