750
|

«Η Λιμουζίνα: Κωμωδία παρεξηγήσεων»

Avatar protagon.import 16 Φεβρουαρίου 2014, 00:00

«Η Λιμουζίνα: Κωμωδία παρεξηγήσεων»

Avatar protagon.import 16 Φεβρουαρίου 2014, 00:00

Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, προφανώς, αγαπά την κίνηση. Και γι’ αυτό κάνει κινηματογράφο. Εστιάζει σε τοπία προσώπων, (παρ)ακολουθώντας την εκάστοτε (περι)πλάνη(ση) που κινεί(ται σ)την εικόνα με τις φιγούρες των ηρώων του. Ακριβώς έτσι: ήρωες ταινίας, κινηματογραφικές φιγούρες, όχι ‘χαρακτήρες’, εκτός ίσως μόνο στην πρωτογένεια του υλικού τους για την αφετηρία και την εξέλιξη της μυθοπλασίας, με τον τρόπο που αυτό το υλικό ιδιοσυγκρασίας και ερεθισμάτων αναμοχλεύει προορισμούς διαδρομών και ορμέμφυτα που ενίοτε στέκουν ακόμη και με απορία μπρος στις επιθυμίες, κοιτάζοντας την καθοριστική τους επιρροή και επανακτώντας έτσι το εφαλτήριο της ματιάς. Τα πρόσωπα του Παναγιωτόπουλου παίρνουν από τα τοπία των εικόνων του, καθώς τα τοπία αντανακλούν το ανείπωτο των προσώπων. Η φύση της εικόνας του, ακόμη και της «φαινομενικά» πιο «ακίνητης», δεν (γίνεται να) είναι ποτέ νεκρή. Διαρκώς κινείται στη ροή των προσώπων, όπως πάλλεται η δίψα τους να αντλήσουν καθετί από ό,τι τα περιβάλλει. Η ανάγκη του ονείρου ψάχνει τον δρόμο της, διαμορφώνοντας, κατά συνέπεια, την κίνηση. Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος «αποσαφήνισε» ότι η «Λιμουζίνα» είναι παραμύθι, που (σαν κάθε παραμύθι) περισσότερο το ακούς, παρά το βλέπεις. Επίσης σαφής ο υπότιτλος: «Κωμωδία παρεξηγήσεων». Δεν ξέρω αν χρειάζεται «ιδιαίτερη λεπτότητα» για να αφουγκραστεί κανείς τις πτυχές ετούτου του παραμυθιού στις πολυκύμαντες αποχρώσεις του. Ίσως απλώς αρκεί κάποιος να αφεθεί σε ό,τι δεν χαρίζεται από τον Παναγιωτόπουλο, αλλά προσφέρεται αφειδώς με τόση ζέση και ευαισθησία, καθώς συνθέτει με χιούμορ μια κωμωδία «τσεχωφικής τεχνοτροπίας», ήτοι με τρυφερότητα (απέναντι, πάνω και μέσα) στα «γλυκόπικρα» ανθρώπινα των παρεξηγήσεων που συνιστούν το όνειρο του υλικού τους. Εξάλλου το όνειρο είναι μια κατεξοχήν κινηματογραφική διαδικασία: έχει μοντάζ, ντεκουπάζ, χρώμα, ήχο, σασπένς και (συνεπώς) -τον εντελώς δικό του, ξεχωριστό- ρυθμό. Στο Παρίσι της «Λιμουζίνας», ο νεαρός Μάρκος (καίρια λιτός ο Νίκος Κουρής) ψάχνει τις δυνάμεις του στη συγγραφή. Στο Café St Claude, με σερβιτόρο τον αεικίνητο Κλαύδιο (έκτακτος ο Νίκος Χανακούλας), συναντά τον Σάμιουελ Μπέκετ και τον Φερνάντο Αραμπάλ (εύφοροι ο Δημήτρης Καταλειφός και ο Δημήτρης Πιατάς, αντίστοιχα).

Δίπλα από μια φωτογραφία του Μάνου Κατράκη ως Δον Κιχώτη, αρχίζει να τους αφηγείται μια ιστορία για τη σοφία των γερόντων. Στη συνέχεια, ξεκινά για την Ελλάδα με την Κολέτ (Δούκισσα Νομικού) και τον Μαξ (Adrian Frieling). Καθ’ οδόν, σε McDonald’s για καφέ, γελαστός και γελασμένος, χαζεύει (με) την Κολέτ (σαν) σε μελωδία του ασύγκριτου Ζωρζ Μπρασσένς, ενώ ο Μότσαρτ συντροφεύει νεανικές προσδοκίες. Στην Αθήνα, το Βαριετέ περιλαμβάνει και ‘αλαφροΐσκιωτους’ που είτε τραγουδούν ουγγρικά (υπέροχος ο Ηλίας Κουνέλας), είτε μιλούν ασυνάρτητα ελληνικά (απολαυστικός ο Μάκης Παπαδημητρίου). Αντί για την «αυλή των θαυμάτων» του Καμπανέλλη, ο Μάρκος βρίσκει εκείνη του Κλοπέν (στην «Παναγία των Παρισίων» του Ουγκώ) στην αθηναϊκή σχολή επαιτείας του ‘Προφεσόρε’ (έξοχος ο Παύλος Χαϊκάλης), που φέρνει κάτι από τον Φέιγκιν στον «Όλιβερ Τουΐστ» του Ντίκενς, με σύστημα πλέον στον τόπο που η παράδοση (του ρουσφετιού) του Κωλέττη καλλιέργησε την παρακαταθήκη του «Ζητιάνου» Τζιριτόκωστα του Καρκαβίτσα σε έδαφος με κοιλάδες εύφορες (και) σε τεμπελιά. Η βροχή που ξεσπά, φτάνει στα αυτιά από χαραμάδες φωτός της υπέροχης φωτογραφίας του Κωστή Γκίκα. Με συνοδεία τον Νόρμαν Μέιλερ (εξαίρετος ο Τάκης Σπυριδάκης), στην παραλία μιας Πελοποννησιακής Ιθάκης, θα συναντήσει τον Έλληνα (συγκλονιστικός ο Σταμάτης Φασουλής) που του εξιστορεί όλο του το παραμύθι. Ο Μάρκος βαδίζει μόνος σε έρημο δρόμο υπαίθρου που ιριδίζει στα χρώματα της ματιέρας των βημάτων του. Μετά από καιρό, ο Μάρκος ξαναβρίσκεται στο café. O σερβιτόρος (θαυμάσιος ο Στάθης Λιβαθινός) τον ενημερώνει για την αλλαγή διεύθυνσης του καταστήματος, που ωστόσο κρατά ακόμη κάτι από παστέλ ονείρων αυγής, όμοια με δειλινού πριν την επόμενη μέρα. Γράφοντας δυο λόγια προς τον Μπέκετ, βλέπει κάποιον και αναρωτιέται αν θα μπορούσε να είναι εκείνος. Ο μέγιστος Λευτέρης Βογιατζής «κλείνει» συγκινητικά την ταινία με τα (από κάθε άποψη) τελευταία του πλάνα στο παραμύθι της «Λιμουζίνας» του Νίκου Παναγιωτόπουλου, μιας κατά κάποιον τρόπο επιτομής του μέχρι στιγμής έργου του, τρυφερά λυρικής στα σπαράγματα των απορ(ρο)ιών της και ευφρόσυνα ρέουσας στην εξέλιξη της πολυδιάστατης διαδρομής της.

Στοιχεία ταινίας:

Σκηνοθεσία: Νίκος Παναγιωτόπουλος / Σενάριο: Νίκος Παναγιωτόπουλος (ελεύθερη απόδοση της συλλογής διηγημάτων «Περιπέτειες στην Ευρώπη» του Ζάχου Ε. Παπαζαχαρίου) / Παίζουν: Νίκος Κουρής, Δούκισσα Νομικού, Δημήτρης Καταλειφός, Παύλος Χαϊκάλης, Τάκης Σπυριδάκης, Δημήτρης Πιατάς, Λευτέρης Βογιατζής, Στάθης Λιβαθινός, Σταμάτης Φασουλής, Adrian Frieling, Μάκης Παπαδημητρίου, Ακύλας Καραζήσης, Νίκος Χανακούλας, Ηλίας Κουνέλας. / Φωτογραφία: Κωστής Γκίκας / Σκηνικά: Διονύσης Φωτόπουλος / Κοστούμια: Μαριάννα Σπανουδάκη / Μοντάζ: Νίκος Πάστρας / Ήχος: Ορέστης Καμπερίδης / Διεύθυνση Παραγωγής: Μαρία Πάουελ / Παραγωγός: Νικόλας Αλαβάνος / Παραγωγή: Κωνσταντίνος Αλατάς – ALATAS FILMS – FILMIKI – FEELGOOD – MARIANNA FILMS – Ε.Κ.Κ. – ΕΡΤ

*Ο Μιχάλης Ταμπούκας είναι ηθοποιός και σκηνοθέτης. Άρθρα και κριτικές του έχουν δημοσιευτεί στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News