1136
Ο Μαρσέλ Οφίλς το 2014 | Lieberenz/ ullstein bild via Getty Images/ Ideal Image

Πέθανε ο σπουδαίος ντοκιμαντερίστας Μαρσέλ Οφίλς

Protagon Team Protagon Team 26 Μαΐου 2025, 16:17
Ο Μαρσέλ Οφίλς το 2014
|Lieberenz/ ullstein bild via Getty Images/ Ideal Image

Πέθανε ο σπουδαίος ντοκιμαντερίστας Μαρσέλ Οφίλς

Protagon Team Protagon Team 26 Μαΐου 2025, 16:17

Ο Μαρσέλ Οφίλς, ο βραβευμένος με Οσκαρ σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ, του οποίου τα μνημειώδη έργα για τους Ναζί και τα εγκλήματα πολέμου («Η θλίψη και ο οίκτος» και «Hôtel Terminus») έθεσαν συνταρακτικά ερωτήματα σχετικά με τη συλλογική συνείδηση και μνήμη και την ίδια την ανθρώπινη φύση, πέθανε στις 24 Μαΐου σε ηλικία 97 ετών.

Ο Οφίλς, γιος του διάσημου γερμανού σκηνοθέτη Μαξ Οφίλς, «έδωσε νέα πνοή στο ντοκιμαντέρ με την αμείλικτη, πολιτικά καταστροφική και ενίοτε ασεβή προσέγγισή του στο είδος», έγραψε με αφορμή τον θάνατό του η Washington Post.

Ποτέ δεν αισθάνθηκε απόλυτα άνετα με το «αντικειμενικό» ντοκιμαντέρ, εμφανιζόταν συχνά στην κάμερα, υιοθετώντας διερευνητική και αυστηρή προσέγγιση. «Στόχευε την κάμερά του και τον σαρκασμό του σε όσους είχαν μυστικά να κρύψουν – είτε για να αποσπάσει φρικιαστικές ομολογίες είτε για να εκφράσει την οργή του για τη δειλία τους».

Το γνωστότερο έργο του, «Η θλίψη και ο οίκτος» (The Sorrow and the Pity, 1969), περιγράφει τη ζωή στην κεντρική γαλλική πόλη Κλερμόν-Φεράν κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής και αποτελεί μια από τις πρώτες μεγάλες έρευνες για τη συνεργασία γάλλων πολιτικών αλλά και απλών πολιτών με τους Ναζί.

«Είναι μια από τις πιο απαιτητικές ταινίες που έχουν γυριστεί ποτέ», είχε γράψει η κριτικός κινηματογράφου Πολίν Κάελ στο New Yorker. «Το φιλμ έχει άποψη, αλλά οι κρίσεις αφήνονται σε σένα, και ξέρεις ότι ο Οφίλς είναι λογικός και δίκαιος και προσπαθεί να αποδώσει δικαιοσύνη σε ένα σπουδαίο θέμα: Πώς και γιατί οι Γάλλοι αποδέχτηκαν τον ναζισμό και στη συνέχεια απέρριψαν αυτό που έκαναν, ώστε να χαθεί ακόμη και από τη δημόσια μνήμη».

Το ντοκιμαντέρ περιλάμβανε συνεντεύξεις με δημόσια πρόσωπα όπως ο Πιέρ Μαντές Φρανς, ο οποίος διετέλεσε για λίγο πρωθυπουργός της Γαλλίας στα μέσα της δεκαετίας του 1950 και ο Κριστιάν ντε λα Μαζιέρ, ένας γάλλος αριστοκράτης που ασπάστηκε το φασιστικό κίνημα. Αλλά αναμφισβήτητα πιο συγκινητικοί ήταν οι καθημερινοί άνθρωποι που ο Οφίλς κατέγραψε στο φιλμ, όπως ο ηλικιωμένος αστός που λέει ότι η κύρια ανάμνησή του από τη γερμανική κατοχή ήταν η απίστευτη κυνηγετική περίοδος του 1942. Εκείνη τη χρονιά, είπε, το κυνήγι στα δάση ήταν καλύτερο από ποτέ…

Η Washington Post ανέφερε πως όταν ο στρατηγός Σαρλ ντε Γκωλ ανέβηκε πήρε την εξουσία μετά τον πόλεμο, -σε μια ομιλία-ορόσημο στα σκαλιά του Panthéon στο Παρίσι- είπε ότι η Γαλλία ήταν ένα έθνος αντιστεκόμενων. «Το «Η θλίψη και ο οίκτος» ήταν μια δυναμική, μυθοπλαστική ανταπάντηση σε αυτό που είχε συλλογικά ξεχαστεί».

Μετά τις φοιτητικές εξεγέρσεις του 1968, οι γαλλικές εφημερίδες άρχισαν να δημοσιεύουν αποκαλυπτικά άρθρα για εν ενεργεία υπουργούς της κυβέρνησης που είχαν υπηρετήσει και στην κυβέρνηση του Βισί κατά τη διάρκεια του πολέμου. Οι μελετητές άρχισαν να εξετάζουν την έκταση της συνεργασίας εκείνου του καθεστώτος με τους Ναζί, υπό το πρίσμα των αντισημιτικών τάσεων στη γαλλική κοινωνία. Τίποτα όμως δεν αιχμαλώτισε ή δεν προκάλεσε τη φαντασία του κοινού περισσότερο από το «Η θλίψη και ο οίκτος» στο ζήτημα αυτό.

Το φιλμ αρχικά προοριζόταν για την γαλλική τηλεόραση, ενώ η διανομή του εμποδίστηκε στη χώρα για σχεδόν μια δεκαετία και «θάφτηκε» από κορυφαίους κριτικούς της εποχής, όπως η Σιμόν Βέιλ, μια επιζήσασα του Ολοκαυτώματος, η οποία διετέλεσε και στέλεχος της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης.

Οταν τελικά προβλήθηκε στη γαλλική δημόσια τηλεόραση, έστειλε κύμα σοκ σε μια κοινωνία που δεν είχε ακόμη συμβιβαστεί με το πολεμικό της παρελθόν, ιδίως με την πραγματικότητα ότι οι γαλλικές Αρχές είχαν διευκολύνει τις απελάσεις περίπου 76.000 Εβραίων σε ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής από το 1940 έως το 1944.

Για χρόνια, «Η θλίψη και ο οίκτος» προβαλλόταν μόνο σε μια αίθουσα του Παρισιού, αν και εκτός Γαλλίας έγινε σχεδόν αμέσως πολιτιστικός σταθμός και αγαπημένο έργο των κριτικών κινηματογράφου. «Κανένας καλλιτέχνης σε κανένα μέσο δεν έχει ανιχνεύσει βαθύτερα το ηθικό δράμα του αιώνα μας», έγραψε κάποτε για τον Οφίλς ο κριτικός τεχνών του Newsweek Τζακ Κρολ.

Το «The Sorrow and the Pity» ήταν υποψήφιο για Όσκαρ καλύτερου ντοκιμαντέρ, αλλά έχασε το 1972 από το «The Hellstrom Chronicle».

Ο Οφίλς συνέχισε να ασχολείται με τις φρικαλεότητες του πολέμου και το πώς οι κοινωνίες επιλέγουν να τις ξεχάσουν. Στο «The Harvest of My Lai» (1970), διερεύνησε τη σφαγή του Μι Λάι που διαπράχθηκε από αμερικανούς στρατιώτες στο Βιετνάμ.

Εξι χρόνια αργότερα, γύρισε το «The Memory of Justice», μια καταξιωμένη ματιά στα εγκλήματα πολέμου από τις δίκες της Νυρεμβέργης μέχρι το Βιετνάμ, με συνεντεύξεις με τόσο διαφορετικές ιστορικές προσωπικότητες όπως ο καταγγέλλων κατά του πολέμου στο Βιετνάμ Ντάνιελ Έλσμπεργκ και ο αρχιτέκτονας του Χίτλερ, Άλμπερτ Σπέερ.

Κέρδισε τελικά το Οσκαρ καλύτερου ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκος με το «Hôtel Terminus», που σκιαγραφεί την βάρβαρη προσωπικότητα του αξιωματικού της Γκεστάπο Κλάους Μπάρμπι.

Ο Μπάρμπι, που είχε το προσωνύμιο «Χασάπης της Λυών», επέβλεψε τη συγκέντρωση και τον εκτοπισμό των γάλλων Εβραίων στις αρχές της δεκαετίας του 1940 και αργότερα διέφυγε στη Νότια Αμερική- καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και πέθανε το 1991.

«Η δημιουργία αυτής της ταινίας είναι σαν ένας έντονος αγώνας για την επιβίωση της ίδιας της μνήμης», δήλωσε τότε ο Οφίλς στην Washington Post. «Θέλω ο Μπάρμπι να δικαστεί έτσι ώστε αυτό που έκανε να μην ξανασυμβεί ποτέ».

Η ταινία τελειώνει με μια μακροσκελή συνέντευξη με μια επιζήσασα, μια γυναίκα από τη Λυών, η οποία, όταν ήταν παιδί, συνελήφθη σε μια από τις επιδρομές του Μπάρμπι και τελικά απελάθηκε σε ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Καθώς η οικογένειά της μεταφερόταν, μια γειτόνισσά της, προσπάθησε ανεπιτυχώς να την κρύψει. Η ταινία είναι αφιερωμένη σε αυτή τη γειτόνισσα.

«Πρέπει πάντα να παίρνουμε θέση»

Ο Μαρσέλ Οφίλς γεννήθηκε στη Φρανκφούρτη της Γερμανίας την 1η Νοεμβρίου 1927. Μεγάλωσε στο Παρίσι και στη συνέχεια στο Λος Άντζελες, όπου κατέφυγε ο εβραίος πατέρας του όταν οι Ναζί πήραν την εξουσία.

Εργάστηκε αρχικά μαζί με τον πατέρα του όταν εκείνος βρισκόταν στο απόγειο της καριέρας του, με κινηματογραφικά αριστουργήματα όπως το «La Ronde» (1950) και «Τα σκουλαρίκια της Μαντάμ ντε…» (1953).

Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στο Παρίσι εργάστηκε ως βοηθός σε γνωστούς κινηματογραφιστές, μεταξύ των οποίων ο Τζον Χιούστον για το «Moulin Rouge» (1952).

Αρχισε να ασχολείται με το ντοκιμαντέρ για το κρατικό δίκτυο της Γαλλίας, το οποίο παρά τις έντονα γκωλικές ευαισθησίες του είχε βραδινές εκπομπές για την ιστορία και την επικαιρότητα.

Η Washington Post επισημαίνει και μερικές ακόμη από τις ταινίες του:

Το «November Days» (1991) επικεντρώθηκε στην επανένωση της Γερμανίας, το «The Troubles We’ve Seen» (1994) ήταν μια ενθαρρυντική κριτική των πολεμικών ανταποκριτών εν μέσω της μάχης για το Σαράγεβο, και το «Unpleasant Truths», για το οποίο ο σκηνοθέτης ζητούσε χρήματα μέσω διαδικτύου, αφορούσε την επικίνδυνη επιρροή της Ακροδεξιάς στο Ισραήλ. Αυτή η ταινία δεν έχει κυκλοφορήσει ακόμη.

Σε όλο το έργο του, ο ίδιος υποστήριζε ότι η αντικειμενικότητα δεν ήταν ο στόχος του. «Πρέπει πάντα να παίρνουμε θέση. Η ουδετερότητα βοηθάει μόνο τον καταπιεστή. Ποτέ το θύμα. Αν θέλεις να υπερασπιστείς την άποψή σου και όχι να σκύψεις κατά κάποιο τρόπο μπροστά στις εξουσίες, χρειάζεται περισσότερο θάρρος», είχε πει συνέντευξή του το 2017.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...