Τα πουλιά πανηγυρίζουν για τη δημιουργία της πόλης τους ενώ η βροχή πέφτει στο σώμα τους | Φωτογραφίες Κική Παπαδοπούλου
Επικαιρότητα

«Εγώ για τη Μποφίλιου ήρθα»

Η βασίλισσα Ελισσάβετ, ο Μπάστερ Κίτον,  ο Αυλωνίτης, η «Κραυγή» του Μουνκ, ο Μάικλ Τζάκσον, ο «Λούκος, ο Λούκος», το «Μάμα Μία», ένα όργιο ο Αριστοφάνης αλλιώς αλλά πιστά… αριστοφανικός. Ή πώς ο Νίκος Καραθάνος βρήκε το νέο τρόπο να μιλήσει για τους Ορνιθες
Κατερίνα I. Ανέστη

Βομβαρδισμένο με πληροφορίες. Με εικόνες, ατάκες, εξηγήσεις, συνεντεύξεις. Ετσι έφτασε το κοινό, μαζικά στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου για την τελευταία παράσταση της χρονιάς, τους «Ορνιθες» του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία Νίκου Καραθάνου και παραγωγή Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών στις 19 και 20 Αυγούστου. Νομίζοντας ότι έχει απαντήσεις για αυτά που θα δει, εξηγήσεις για όσα ακολουθήσουν, ότι ξέρει το «πώς και το γιατί και το διότι» του Καραθάνου. Αλλά και με το αιώνιο μέτρο (ή μήπως προαιώνιο;) της θρυλικής παράστασης του Κάρολου Κουν με τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Γιάννη Τσαρούχη, τον Βασίλη Ρώτα. «Εγώ για την Μποφίλιου ήρθα», είπε κάποιος γελώντας δίπλα μου λίγα λεπτά πριν αρχίσει η παράσταση. «Παίζει μια νάνος και ένας ΑΜΕΑ», ενημέρωνε κάποιος άλλος την παρέα του. «Είδες τις φωτογραφίες; Φοράνε εκπληκτικές στολές με πούπουλα», άλλος. Και τα φώτα πέφτουν, η παράσταση αρχίζει.


Και ο Νίκος Καραθάνος, όπως σπρώχνεις με τα χέρι τα ψίχουλα πάνω από το τραπέζι, έτσι με μία κίνηση διώχνει κάθε πεποίθηση ή προσλαμβάνουσα του κοινού. Εφτιαξε ένα εργόχειρο, ένα κέντημα τόσο περίτεχνο, τόσο εξαντλητικό σε εικόνες και βιώματα και φωνές, αλλού κάπως κιτς, αλλού αιθέριο, με βελονιές οργισμένες, τρυφερές, απορημένες. Σουρεαλιστικό και με ακρίβεια παραστατικό. Η σκηνή της Επιδαύρου, με τη βραχονησίδα με τα ψηλά τροπικά δέντρα και τα άσπρα σύννεφα σαν βαμβάκι στην άκρη, έμοιαζε με ένα από αυτά τα παιδικά παραμύθια που όταν τα ανοίγεις ξεπετάγονται από μέσα τρισδιάστατα σπίτια και δέντρα και ζώα. Εκεί επάνω, ο Καραθάνος, μετρημένος αλλά και απελευθερωμένος έφτιαξε μια παράσταση που δεν κονταροχτυπήθηκε, δεν αναβίωσε, δεν οπισθοχώρησε μπροστά στον πήχη του Κουν, που λέγαμε προηγουμένως. Εφτιαξε ένα νέο σύμπαν, με ρωγμές, ναι, αλλά σύμπαν. Φεύγοντας μετά από δύο ώρες και δώδεκα λεπτά από την Επίδαυρο –παρά τις στιγμές αμηχανίας, τις υπερβολικά μελό ή ανεξήγητα αργές- ένιωθες πως είχες νίψει το πρόσωπό σου. Είχες ρίξει δροσερό νερό και κοιτούσες προς το δάσος της Επιδαύρου μέσα στο σκοτάδι φρέσκος.

«Νιώθω σα να είδα όλη τη ζωή μου, από τα παιδικά μου χρόνια μπροστά στα μάτια μου. Ηταν υπέροχο», έλεγε στο κινητό μια θεατής προχωρώντας προς το πάρκινγκ. Υπερβολική; Ισως, αλλά καταλαβαίνω τι εισέπραξε από αυτό το δίχτυ που έριξε ο Καραθάνος στο κοινό. «Δεν ήταν επιτυχημένη αναβίωση της παράστασης του Κουν», έλεγε ένας ηλικιωμένος, κάπως απογοητευμένος. Αστοχος; Ισως, αλλά καταλαβαίνω επίσης πόσο δύσκολο είναι να δεις αλλιώς αυτό που έχεις μάθει δεκαετίες να θεωρείς το μοναδικό ιδανικό. Ο Καραθάνος όμως κατόρθωσε να φύγει από αυτή τη μαγεία του Κουν και να προσπαθήσει να φτιάξει τη δική του με υλικά πιο βιωματικά, υλικά που συνομιλούν με αυτό που συμβαίνει τώρα. Όπως ακριβώς είχε κάνει τότε ο Κουν προκαλώντας σάλο. Και καθώς ο ίδιος ο σκηνοθέτης έπαιζε, ήταν διαρκώς στη σκηνή ως Πεισθέταιρος, ήταν σαν να φέρει ο ίδιος τον Αριστοφάνη, να έχει ένα μαζι του. Ηταν η φωνή του η πρώτη που ακούστηκε μέσα από το δάσος, κρώζοντας. Λίγο πριν είχαν μπει στη σκηνή οι μουσικοί της παράστασης ντυμένοι σαν να πήγαιναν σε beach party, με βερμούδες, χωρίς μπλούζες ή με χαβανέζικα πουκάμισα.

Η είσοδος των ασπροντυμένων Νίκου Καραθάνου (Πεισθέταιρος) και Αρη Σερβετάλη (Ευελπίδη) στη σκηνή, των δυο ανθρώπων που ψάχνουν τα πουλιά για να φτιάξουν μαζί τους μια νέα πολιτεία, τη Νεφελοκοκκυγία, έγινε με φωνές σαν κρωξίματα. «Εποπα», φώναζαν ντυμένοι στα άσπρα. Με ανοιχτό πουκάμισο, φανελάκι, μουστάκι, νευρώδης, πονηρός και μελετημένος ο Καραθάνος να φέρνει στο μυαλό Αυλωνίτη ή Σταυρίδη και δίπλα του ο Αρης Σερβετάλης σαν μια συνάντηση του Μπάστερ Κίτον με ήρωα του Σκοτ Φιτζέραλντ, με εκπληκτική επίγνωση της σωματικότητας και εξάντληση κάθε εκφραστικού μέτρου αναζητούσαν τον βασιλιά Τηρέα που πλέον ήταν πουλί. Τσαλαπετεινός.


Εκεί, καθώς ο Πεισθέταιρος αποκαλεί δυνατά ηλίθιο τον Ευελπίδη ξεσπούν τα πρώτα δυνατά γέλια, προκαλώντας μου τον φόβο πως θα βρεθούμε ξανά μπροστά σε ένα ξέσπασμα του κοινού σε σκηνές επιθεωρησιακού στιλ. Ομως ο Καραθάνος κατόρθωσε να καυτηριάσει αυτό το αντανακλαστικό: με ριπές επιθεωρησιακού ύφους που γρήγορα αναδιπλώνονταν και χάνονταν μέσα σε σκηνές ιταλικού νεορεαλισμού ή εξωτικής ποιητικότητας. Χωρίς τη χρήση πολλών βωμολοχιών, τις οποίες σαν δίχτυα άπλωνε για να μαζέψει βιαστικά και να στρέψει το βλέμμα μας αλλού: στην Πανσέληνό του που ανέβηκε φωτισμένη στον ουρανό. Στην ονειρική σκηνή της βροχής κάτω από τα δέντρα με τα πουλιά ημίγυμνα να πλένονται. Στις γυμνόστηθες γυναίκες πουλιά με τα δίκανα στα χέρια. Και βεβαίως τα πουλιά της παράστασης δεν είχαν φτερά, προς έκπληξη πολλών. Για να έρθουν να συναντήσουν οι δυο αυτοί εξαιρετικοί ηθοποιοί, ο Καραθάνος και ο Σερβετάλης, τον Χρήστο Λούλη στο ρόλο του τσαλαπετεινού. Απαλλαγμένος από κάθε εκφραστικό πάτημά του που ξέραμε ως τώρα, κάθε σωματική και εκφραστική ταυτότητα, εξαιρετικός στο ρόλο του βασιλιά που έγινε πουλί, ντυμένος σαν χήρα σε χωριό, με σώμα καμπουριασμένο, μαύρο μαντήλι και Βirkenstock πέδιλα. Η φωνή του σπηλαιώδης, η έκφραση του γεμάτη χαραμάδες και ρυτίδες, το σώμα να βαθαίνει στη γη. Εγινε ολόκληρος κραυγή του Μουνκ σε μια σκηνή του έργου, σε άλλη χόρεψε απέναντι στα πουλιά που του επιτέθηκαν επειδή έφερε τους ανθρώπους κοντά τους, σαν τον Μάικλ Τζάκσον στο Thriller, αργότερα χόρεψε διονυσιακά μαζί τους με αγγίγματα στους γλουτούς που θύμιζαν Μπιγιονσέ. Η σωματικότητα, η κίνηση που δίδαξε η Αmalia Bennett ήταν ένας από τους καθοριστικούς παράγοντες στους «Ορνιθες» αυτούς, με τον Μιχάλη Σαράντη, τον τρυποκάρυδο, να κυριαρχεί με κάθε τρόπο στο σώμα του, να το κάνει φωνή και εικόνα.

Οι στιγμές που οι τέσσερις ηθοποιοί βρίσκονταν μαζί επί σκηνής υπήρξαν εξαιρετικές. Εδωσαν σφυγμό και οδήγησαν σιγά σιγά σε μια αλληλουχία εικόνων διονυσιακών: Ο Καραθάνος να φωνάζει ονόματα πουλιών και «ο Λούκος, ο Λούκος». Τα πουλιά μπαίνουν στη σκηνή κρατώντας τεράστια δέντρα που καρφώνουν στο εξωτικό νησί τους και αρχίζουν να τραγουδούν θυμίζοντας σκηνή μιούζικαλ, θυμίζοντας το Μama Mia (σκηνικά και κοστούμια της Ελλης Παπαγεωργακοπούλου). Mετά επιτίθενται στον Τηρέα χορεύοντας σαν σε διαγωνισμό ομάδων χορού του δρόμου στη Νέα Υόρκη, ή μπλέκονται σε ένα σεξουαλικό όργιο πάνω από το σώμα του τσαλαπατεινού (ω ναι, ο Αριστοφάνης συναντά τον Βοκάκιο), ή ξεγυμνώνονται, στήθη στον αέρα για να εκφράσουν την οργή και απορία τους, ή παίρνουν όπλα στα χέρια και φωνάζουν, προειδοποιούν, απειλούν τους ανθρώπους. «Γιατί πατάς το χαμομήλι, ε;», ή «μαζέψτε τα κωλόπαιδά σας». Ολη αυτή την ώρα μια φιγούρα δωρική, που θυμίζει Σωτηρία Μπέλλου, με μαύρα γυαλιά ηλίου, ο Αγγελος Παπαδημητρίου, περιφέρεται, παρακολουθεί, χορεύει ένα ζεϊμπέκικο, φασκελώνει, φέρνει την τούρτα για να γιορτάσουν την ονομασία της νέας χώρας που δημιούργησαν τα πουλιά και οι άνθρωποι.

Μια πόλη «πιο ταιριαστή. Κάτι ταπεινό και ωραίο που να είναι ανθρώπινο» όπως επιθυμεί ο Πεισθέταιρος. Στις φιγούρες του έργου που διέσχισαν με έντονη παρουσία αν και ελάχιστο λόγο τη σκηνή ήταν η Αλίκη Αλεξανδράκη ως βασίλισσα Ελισσάβετ με μπλε σατέν κοστούμι και μια τσάντα διαρκώς στο χέρι. Καθώς η παράσταση βαθαίνει η συμφωνία με τα πουλιά έχει επιτευχθεί, το τείχος αρχίζει να χτίζεται, η παράσταση μοιάζει να αλλάζει ρυθμό, κονταίνει. Σαν να λαχάνιασε και να κοντοστάθηκε να πάρει μια ανάσα, χάνοντας ένα μέρος του αρχικού καταιγιστικού ρυθμού. Και πάλι οι εικόνες συνεχίζουν να αλλάζουν πάνω στο τρισδιάστατο παραμύθι του Καραθάνου (η λέξη εικονογραφία είναι αυτή που περισσότερο άκουσα να λέγεται μετά την παράσταση ως βασικό εργαλείο του), ενώ στη σκηνή εμφανίζεται η αηδόνα, η γυναίκα του τσαλαπετεινού για την οποία άνδρες και γυναίκες νιώθουν δέος και πόθο. Ο Καραθάνος επέλεξε αυτή η γυναίκα, το πιο φίνο πουλί που θα μετέφερε και το πιο ισχυρό μήνυμα, να είναι μια ηθοποιός έκπληξη: Η Βασιλική Δρίβα, δημόσια υπάλληλος είναι νάνος. Και από το μικρό της σώμα, κοιτάζοντας το κοινό, ακούστηκαν τα πιο τρυφερά λόγια για τη δημιουργία του κόσμου από την ένωση του χάους με τον έρωτα. Κάπως μελό. Αλλά ακούστηκαν…

«Είμαστε ανώτεροι από όλους τους μακαριστούς θεούς επειδή είμαστε παιδιά του έρωτα» λέει και προτρέπει «και εσείς παιδιά του έρωτα να γίνετε για αν βγάλετε φτερά. Να μην είστε άφτεροι, θνητοί, προσωρινοί, δυστυχισμένοι οι άνθρωποι».  Πόσο λειτούργησε η επιλογή αυτή του Νίκου Καραθάνου, όπως και η επιλογή του ο παντοδύναμος Δίας να είναι ένας παραολυμπιονίκης, ο Γιάννης Σεβδικαλής που μπήκε θριαμβικά στη σκηνή πάνω στα τεχνητά του μέλη, επιβλητικός, σαν κένταυρος και θεός μαζί; Η απόδοση των δυο κομβικών ρόλων σε αυτούς –κομβικών σε συμβολικό επίπεδο- υπήρξε μια ιδέα ευφυής, βαθιά ανθρώπινη και μεστή. Ομως, για άλλη μια φορά διαπιστώνει κανείς πώς το κοινό δεν είναι εύκολο να βυθιστεί στην ουσία. Κυρίως σε ένα θέατρο μεγαλειώδες, σε ένα θέατρο ανοιχτό όπως η Επίδαυρος (είπαμε η συνθήκη, η γαμημένη η συνθήκη). Και μόνο η είσοδος στη σκηνή της Βασιλικής Δρίβα και του Γιάννη Σεβδικαλή στη συνέχεια αρκούσαν για να ξεσπάσουν σε χειροκροτήματα κάποιοι θεατές χωρίς τίποτα άλλο πέρα από την εμφάνιση να τα πυροδοτεί. Λες και ήταν αξιοθέατο ή εύρημα. Οχι η πρόθεση του Καραθάνου εμφανώς δεν ήταν να τους χρησιμοποιήσει ως ευρήματα, αλλά να σκάψει πίσω από στερεότυπα και να πετύχει αυτό που εξαρχής ακούστηκε «να βρει το ταπεινό το μικρό» γιατί εκεί βρίσκονται τα σπουδαία.


Και η Νατάσσα Μποφίλιου; Που τόσο πολύ συνδέθηκε με την παράσταση τους τελευταίους μήνες; Η τραγουδίστρια διακριτική, ως μέλος του χορού που απέδωσε τα τραγούδια υπήρξε μια φιγούρα μέσα στο πλήθος των Ορνίθων. Μετρημένη, χωρίς τη σωματική ετοιμότητα του υπόλοιπου θιάσου, φοβισμένη ίσως, με τη χρήση μικροφώνου διέσχισε τη σκηνή χωρίς να γίνει αυτό που κάποιοι προσδοκούσαν. Μια ωραία μεστή φωνή που βγαίνει από τα σπλάχνα, με λίγο βιμπράτο και θεατρικότητα παραπάνω. Ευφρόσυνη, αλλά όχι μέρος του πυρήνα, του κέντρου του έργου. Το τέλος της παράστασης πλησίαζε, το άρωμα της σοκολάτας πλημμύριζε το κάτω διάζωμα καθώς μια τούρτα είχε πεταχτεί στο πρόσωπο της θεάς Ιριδας και στη συνέχεια είχε γίνει ένα με το σώμα της και το σώμα του Πεισθέταιρου καθώς πάλευαν ημίγυμνοι στη σκηνή (Σαρλώ, Χοντρός και Λιγνός, βωβός κινηματογράφος).

Η Πανσέληνος σήκωνε ψηλά τον Προμηθέα, «με παίρνει, με παίρνει» φώναξε. Οι θεοί ημίγυμνοι έσφιγγαν τα χέρια πουλιών και ανθρώπων και ένα πάρτι άρχισε, χορός, δυνατή μουσική, ηλεκτρική κιθάρα και ντραμς. Χορός καθαρτήριος με τα χέρια ψηλά προς τον ουρανό.  Μπορεί κάποιοι να αναρωτήθηκαν «πώς θα ανταγωνιστεί ο συνθέτης Αγγελος Τριανταφύλλου τον Χατζιδάκι», ο ίδιος όμως μοιάζει να μην το σκέφτηκε ποτέ.
Κοίταξε τον δρόμο του Καραθάνου και έφερε λάτιν, δημοτικά, επιθεωρησιακά τραγούδια, μπαλάντες στη σκηνή –αν και κάποια στιγμή τα πλήκτρα του πιάνου έμοιαζαν σε μια μικρή υπόκλιση στον Χατζιδάκι. Οι «Ορνιθες» του Νίκου Καραθάνου, μια παράσταση εκπληκτικών ερμηνειών, λυρισμού που ταίριαξε απρόσμενα με την τόλμη του Αριστοφάνη, υπήρξε μια παράσταση που μας επιτρέπει, δεκαετίες μετά να δούμε και να ακούσουμε διαφορετικά το έργο. Απενοχοποιημένα. Και ας ήθελε ώρες-ώρες ο Καραθάνος να πει περισσότερα από όσα έπρεπε ή προλάβαινε. Και ας χρησιμοποίησε ευρήματα που του ήταν περιττά. Η Νεφελοκοκκυγία του θα αποτελέσει το νέο σημείο αναφοράς για το αριστοφανικό έργο. Γιατί ήταν ο ηθοποιός και σκηνοθέτης, σαν έτοιμος από καιρό για αυτό το έργο. Από πάντα.

Το έργο θα ανέβει για πέντε παραστάσεις το Σεπτέμβριο στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών