Σημαιοστολισμός έξω από το ευρωπαϊκό «στρατηγείο» στις Βρυξέλλες. Τώρα το ζήτημα είναι να σωθούν οι Ευρωπαίοι από τον κορονοϊό - μία υπόθεση που χρειάζεται πολύ χρήμα | REUTERS/Yves Herman/File Photo
Επικαιρότητα

Οι Ιταλοί ρίχνουν την ιδέα για ένα «ευρωομόλογο κορονοϊού»

Η Γερμανία λέει ότι είναι πρόωρο να συζητούμε για άντληση κεφαλαίων από το απόθεμα του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, ενώ την ίδια ώρα ρίχνει στη δική της οικονομία (κοινωνία) 500 δισ. ευρώ
Protagon Team

Καθώς ο κορονοϊός «αλωνίζει» πλέον επί ευρωπαϊκού εδάφους και το μέλλον είναι ακόμη άδηλο όσον αφορά την καταστροφή των παραγωγικών δυνάμεων, τίθεται το ζήτημα μιας κάποιας πανευρωπαϊκής αντίδρασης στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ στην ουσία είπε κάτι που έχουμε ξανακούσει. Οτι, δηλαδή, η Ευρωπαϊκή Ενωση «θα κάνει ό,τι χρειάζεται» για να αντιμετωπιστεί η υγειονομική κρίση και η συνεπαγόμενη οικονομική ύφεση. Ποιος το είχε πει πρώτος; Μα, ο Μάριο Ντράγκι, με το διάσημο πλέον «whatever it takes» που είχε δηλώσει τόσο επιγραμματικά αλλά και κατηγορηματικά όταν το ζήτημα ήταν η διάσωση του ευρώ. Το ζήτημα σε αυτή τη φάση είναι να σωθούν οι άνθρωποι, οι Ευρωπαίοι που κινδυνεύουν να πεθάνουν από μία αμεσότερη απειλή.

Η ιταλική Corriere della Sera γράφει για τα μέτρα που ανακοίνωσε η Κομισιόν, για την αναστολή του Συμφώνου Σταθερότητας όσον αφορά τον κανόνα περί ελλειμμάτων, για το λασκάρισμα της δημοσιονομικής αγχόνης, καθώς επιτρέπει στις χώρες-μέλη να αυξήσουν τις δαπάνες τους, για το ποσόν των 37 δισ. ευρώ, κ.λπ. Και προβάλλει την «ιταλική ιδέα» για ένα «ευρωομόλογο κορονοϊού» ώστε να συγκρατηθούν οι οικονομίες των χωρών εκείνων (του Νότου, δηλαδή) οι οποίες χαρακτηρίζονται από υψηλό δημόσιο χρέος.

Στο Eurogroup της περασμένης Δευτέρας, σημειώνει το φύλλο, υπήρξε ενότητα απόψεων και συμφωνία για αποκλίσεις από τους στόχους τού (ιταλικού, εννοεί) Προϋπολογισμού. Μνημονεύει τι είπε ο ιταλός πρωθυπουργός Τζουζέπε Κόντε στο Συμβούλιο μέσω τηλεδιάσκεψης, ότι αυτή η ενότητα είναι απαραίτητη και πρέπει να εκδηλωθεί χωρίς καθυστέρηση ώστε να υπάρξουν αποτελέσματα. Επειδή το πρόβλημα, συνεχίζει η εφημερίδα, είναι ότι στο εσωτερικό της ΕΕ «υπάρχουν δύο νοοτροπίες, συγκρουόμενες, εκείνη των βορείων χωρών και αυτή των νοτίων».

Η μεγάλη τροχοπέδη για την Ιταλία, αλλά και για τις υπόλοιπες χώρες του Νότου, όπως και για την Ελλάδα, είναι το δημόσιο χρέος. «Οσα κράτη έχουν υψηλό δημόσιο χρέος εξ αντικειμένου έχουν χαμηλότερα περιθώρια δράσης, ακόμη και με την αναστολή του Συμφώνου Σταθερότητας», επειδή «το τελικό σημείο είναι πάντα η αγορά».

Ενσταντανέ από τηλεδιάσκεψη: εικονίζονται ο πρόεδρος του Eurogroup Μάριο Σεντένο (επάνω αριστερά), ο επίτροπος Οικονομίας Πάολο Τζεντιλόνι (επάνω δεξιά) και ο διευθύνων σύμβουλος του ΕΜΣ Κλάους Ρέγκλινγκ (European Stability Mechanism)

Είναι σαφές, υπογραμμίζει η Corriere, ότι δεν έχουν όλα τα κράτη την ίδια δυνατότητα να εφαρμόσουν από μόνα τους προγράμματα ενίσχυσης επιχειρήσεων, νοικοκυριών, αλλά και του συστήματος υγείας τους ακόμη. Τα «ομόλογα κορονοϊού» ακριβώς για αυτόν τον λόγο τα πρότεινε η Ιταλία. Υπάρχει και η λύση ενός ευρωπαϊκού ταμείου εγγυήσεων.

Η εφημερίδα μνημονεύει τη δήλωση του πορτογάλου Μάριο Σεντένο, που είναι πρόεδρος στο Eurogroup, ότι οι υπουργοί Οικονομικών και η Κομισιόν «θα διερευνήσουν» πώς να χρησιμοποιήσουν τα όπλα του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ) «ώστε να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις που θέτει ο κορονοϊός».

Ο διευθύνων σύμβουλος του ΕΜΣ Κλάους Ρέγκλινγκ, γράφουν οι Ιταλοί, υπενθύμισε ότι η κατάσταση σήμερα είναι διαφορετική, δεν έχει σχέση με την κρίση δημόσιου χρέους πριν από 10 χρόνια, έτσι καμία χώρα δεν έχει χάσει την πρόσβαση σε πίστωση. Αναζητούνται, λοιπόν, λύσεις.

Τα αξιοποιήσιμα κεφάλαια του ΕΜΣ, εφ’ όσον χρησιμοποιηθούν, θα χαροποιήσουν τις πιο χρεωμένες χώρες, την Ισπανία, τη Γαλλία, αλλά όχι τη Γερμανία. Οπως είπε και ο γερμανός υπουργός Οικονομικών Ολαφ Σολτς, κάθε συζήτηση για τον ρόλο του ΕΜΣ στην καταπολέμηση των συνεπειών της επιδημίας «είναι πρόωρη». (Το είπε την ίδια ώρα που η Γερμανία στηρίζει τις δικές της επιχειρήσεις και τη δική της κοινωνία με 500 δισ. ευρώ.)